Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Με το παρόν post ολοκληρώνω τη θρησκειολογική αναφορά που ξεκίνησε με αφορμή τον εορτασμό του Πάσχα μέσα από μια σύνοψη των εναλλακτικών δρόμων που μπορεί ν' ακολουθήσει η Χριστιανική εκκλησία στην προσπάθειά της ν' αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σήμερα. Εδώ οφείλω να κάνω μια διευκρινιστική παρένθεση θέτοντας επιγραμματικά τις βασικές προκείμενες στις οποίες εδράζεται το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό μοντέλο, φιλελεύθερου τύπου καθώς και των θρησκειολογικών απορροών του. Ο σύγχρονος Δυτικός κόσμος, που οριοθετείτε ιστορικά από το κίνημα του Γαλλικού Διαφωτισμού με προδρομική αναφορά στην Ιταλική Αναγέννηση, οργανώνεται γύρω από δυο βασικά αιτήματα: την εκκοσμίκευση και την εξατομίκευση, δηλαδή την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις αυθεντίες της θρησκείας και της μοναρχίας. Στα πλαίσια αυτά η χριστιανική Εκκλησία γενικά, και η ορθόδοξη εκκλησία ιδιαίτερα για λόγους κυρίως ιστορικούς, αντιμετωπίζουν το αίτημα της οργανικής τους ενσωμάτωσης σε έναν μεταχριστιανικό και όχι αντιχριστιανικό κόσμο υιοθετώντας συντηρητικές, κατά το μάλλον, προνεωτερικές πρακτικές. Εφόσον δηλαδή η εκκλησία αντιλαμβάνεται ότι έχει απωλέσει το πρωτείο ερμηνείας του κόσμου θεολογικά, προβαίνει σε μια συντηρητική αναδίπλωση που εκδηλώνεται σαν δογματική προσκόλληση στο τυπικό και πεισματική αντίδραση σε κάθε ανανεωτική προσπάθεια. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από την επιστροφή σε μεσαιωνικά πρότυπα υπαγωγής του χρόνου στο χώρο παγιοποιώντας μια εκδοχή του απολεσθέντος προνεωτερικού παραδείσου, στον οποίο πρέπει να επανέλθουμε αν θέλουμε να σωθούμε. Όμως αυτή η συνολική προσπάθεια δαιμονοποίησης της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης μέσα από την εναγώνια επικέντρωση σε συγκεκριμένα, διαφορετικά κατά περίπτωση, πρόσωπα που απεργάζονται τον αφανισμό της θρησκευτικής παράδοσης, πέφτει στο κενό καθώς ο νεωτερικός άνθρωπος δεν περιορίζεται πια χωρικά αλλά χρονίζει την ύπαρξή του αιτούμενος μια προσωπική, ευδαιμονική παρουσία μέσα στον κόσμο. Και για να γίνω περισσότερο κατανοητός σκεφτείτε τις δυνατότητες χωρικής αποστασιοποίησης που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνιών και πληροφορικής, του διαδικτυακού ου-τόπου συμπεριλαμβανομένου. Στους αντίποδες αυτής της αμυντικής προσήλωσης τοποθετείται, ως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, η επιθετικότητα του μοντερνισμού που βρίσκει εκφραστές και μέσα στο σώμα της Δυτικής κυρίως εκκλησίας. Στο κέντρο της λογικής του βρίσκεται η άκριτη εκκοσμίκευση του θρησκευτικού βιώματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναφορικότητα του πιστού, η συμ-μετοχή και η επι-κοινωνία, κυρίως στην ορθόδοξη εκδοχή τους.
Πέρα όμως από τον προνεωτερικό και τον νεωτερικό - διαφωτιστικό τρόπο κοσμοαντίληψης υπάρχει ο μετανεωτερικός τρόπος που εκδηλώνεται σαν νηφάλιος κριτικισμός. Καθώς η χριστιανική εκκλησία δεν ορίζεται «εκ του κόσμου», αλλά υπάρχει πάντοτε «εν τω κόσμω», με την έννοια ότι η ταυτότητά της είναι αναφορική, δηλαδή υπάρχει και ενεργεί για τον Άλλο, απαιτείται ένα ιδεολογικό ξεκαθάρισμα έτσι ώστε να αναδειχτεί το σημείο σύγκλισης μεταξύ προαναγεννησιακού και μετααναγεννησιακού κοσμοειδώλου. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ανατρέξουμε στην Ορθόδοξη μεσαιωνική χριστιανική παράδοση και να ανασύρουμε την οντολογική κατηγορία του Προσώπου όπως την συνέλαβαν οι Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και την επεξεργάστηκαν ο ιερομόναχος Λεόντειος Βυζάντιος και ο Μάξιμος Ομολογητής, να την επικαιροποιήσουμε και να την προτάξουμε απέναντι στην ατελή Δυτική ατομοκρατία. Ο άνθρωπος δεν είναι το ακοινώνητο Άτομο των νέων χρόνων που ομφαλοσκοπεί στην δική του ευδαιμονία. Η, έτσι και αλλιώς, κουτσουρεμένη, από την αυτοαναφορική, φιλελεύθερη προσήλωση στην ατομική ευημερία, έννοια της ελευθερίας παραμένει ατελής εφόσον δεν συνυπάρχει με την αγάπη, δηλαδή την επι-κοινωνία και τη συμ-μετοχή στον Άλλο (συνάνθρωπος, κόσμος, Θεός). Αυτή ακριβώς την πληρέστερη έννοια μας παρέχει το Πρόσωπο, δηλαδή ο άνθρωπος όχι πια σαν κλειστή αναφορικότητα αλλά σαν δυνατότητα εκστατικής υπέρβασης, σαν δημιουργική ανοικτότητα στην ολότητα.

ΥΓ. Για μια πληρέστερη παράθεση των θρησκειολογικών διαφορών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής χριστιανικής εκκλησίας, των κοινωνικών τους επακόλουθων καθώς και φιλοσοφικοθεολογικών εξελίξεων στον 20ο αι. μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο του Μάριου Μπέζγου «Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας». Για μια φιλοσοφικοιστορική παρουσίαση της εξατομικευτικής πορείας στην καθ’ημάς Ανατολή από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι τις μέρες μας μπορείτε να ανατρέξετε στο εξαιρετικό βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Ο Καημός του Ενός», που δυστυχώς η ελλαδική εκκλησία αγνόησε παντελώς.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Διάβαζα χτές που γιόρταζε ο άγιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης τον "βίο" του, γραμμένον απο τον αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Βλέπεις λοιπόν εκεί μέσα πόσο εσωτερική και απόλυτη αλλά και συχγρόνως απολύτως ανοιχτή πρός τούς άλλους και το σύμπαν, είναι η εμπειρεία αυτών τών ανθρώπων που, ένσαρκοι όντες, παλεύανε να ενωθούνε με τον ουρανό και αυτό το φώς το άκτιστο που είναι ο Λόγος. Κάπου λέει πόσο τον πολεμούσανε οι δαίμονες τον άγιο με αρώστειες, κακές σκέψεις αλλά και "με κτύπους, με φωνάς και με όψεις φοβεράς, φαινόμενοι ως θηρία και γίγαντες φοβεροί και δυσώδεις". Καταλαβαίνουμε όλοι τι φοβερή δοκιμασία ήταν αυτή (πάρανοια θα την λέγαμε στις μέρες μας και εκτός πίστης). Κι΄όμως. Δεν καταλάβαινε τίποτα ο άγιος γιατί όπως λέει ο βιογράφος του "εις τον άπαξ χαριτωθέντα, νηπίων παίγνια ενομίζοντο και άξια γέλωτος τα τοιαύτα". Είναι φανερό λοιπον πως αυτή η πλευρά της πίστης είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση, βιωματική - και δεν πλησιάζεται ούτε μπαίνει σε κανόνες. Το άλλο πακέττο που είναι η οργανωμένη εκκλησία είναι ενα κοσμικό γεγονός, μιά οικονομικοκοινωνική κατασκευή που οφείλει να συντρέχει τούς μη έχοντες, τούς αρρώστους, τούς βασανισμένους, τούς πενθούντες, όλο το "πλήρωμά" της, ανάλογα με τις ανάγκες του. Αυτό θα έπρεπε να ήταν η εκκλησία, η μεγάλη αγκαλιά τής εφαρμοσμένης στον ρεαλισμό αγάπης στον διπλανό μας που κύρηξε ο Χριστός. Θάπρεπε να μοιράζει και να παρηγορεί, να αγκαλιάζει, να δίνει, να δίνει, να δίνει. Ετσι την καταλαβαίνω εγώ την αποστολή της, σαν φορέα των εντολών τού Χριστού που στήν ουσία είναι η εξής μία : Αγαπάτε αλλήλους. Αγαπάτε και κάντε οτι θέλετε. Το ερώτημα είναι ανταποκρίνεται η εκκλησία σ΄αυτόν τον ρόλο; Και αν δεν ανταποκρίνεται, γιατί υπάρχει;

Pico είπε...

Δεν μπορώ παρά να υπερθεματίσω σχετικά με τον εγκόσμιο ρόλο που θα έπρεπε να έχει μια σύγχρονη εκκλησία. Το ειρωνικό της ιστορίας είναι ότι κάπως έτσι οργανώθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες, δηλαδή σαν σωματεία περίθαλψης των ανέστιων στις παρυφές των μεγαλουπόλεων του ελληνιστικού κόσμου. Αυτή η άδολη βοήθεια επί γης, σε συνδυασμό με την απλή και κατανοητή διδασκαλία της μετά θάνατον αιώνιας ζωής έδωσαν την απαραίτητη ώθηση στο λαϊκό κατά βάση πρωτοχριστιανικό κίνημα, ώστε να φτάσει να διεκδικεί, συνεπικουρούμενο από ένα μεγάλο μέρος του στρατού, καθώς και ένα τμήμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης, τη θρησκευτική πρωτοκαθεδρία στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το κτιστό και το άκτιστο, καθώς και οι "δύσκολες" φιλοσοφικές έννοιες με τις οποίες οικοδομήθηκε το χριστιανικό δόγμα, ελπίζω να διάβασες το αντίστοιχο post, ήρθαν στη συνέχεια για να επιβεβαιώσουν την υπεροχή του ορθόδοξου Χριστιανισμού απέναντι στις επιθέσεις των εθνικών και των αιρετικών.
Τώρα σχετικά με τον ησυχασμό, αναζωογωνητική πρακτική που καθιερώνεται κατά τον 11ο μ.Χ. αι. από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο ενάντια στην δογματική παγίωση, πιστεύεις ότι έχει νόημα να την συζητούμε στον σημερινό επιστημονικοτεχνολογικό, απομαγεμένο κόσμο; Δεν κινδυνεύουμε να αποσυμβολοποιήσουμε ακόμα περισσότερο, όπως με τόσους άλλους τρόπους (βλέπε άγιο φώς που ανέφερες σε δικό σου post), το ζήτημα της πίστης;

ΥΓ. Το μαιλ το πήρες; Πως σου φάνηκε;