Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1 (Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ)


Διάβασα το βιβλίο του Ortega Gasset «Η εξέγερση των μαζών». Εκεί ο συγγραφέας εμφανώς επηρεασμένος από το Νιτσεϊκό ιδεώδες του «υπερανθρώπου» άσκησε κριτική στην μαρξιστική θεωρία και τον ιστορικό ρόλο που αναλαμβάνει το προλεταριάτο αποδίδοντας, στον απόηχο της Μπολσεβίκικης επάναστασης και την εποχή της ανόδου του Φασισμού στην Ευρώπη, την κρίση της Δυτικής κουλτούρας στην πολιτική κυριαρχία των μαζών. Σύμφωνα με τον Gasset η αξία των πολιτισμικών ελίτ έγκειται στην επίγνωση και την προθυμία τους να αναλάβουν την ευθύνη των πολιτικών και πολιτισμικών απαιτήσεων που χωρίς αυτές είναι αδύνατη η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Αντίθετα ο «μαζικός» άνθρωπος, απορροφημένος από τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, απλά επιβεβαιώνει το δικαίωμα στο ασήμαντο και το τετριμμένο προσβλέποντας αποκλειστικά στην ουτοπία ενός μέλλοντος απεριόριστων υλικών δυνατοτήτων και πλήρους ελευθερίας από την αναγκαιότητα που τον ταλανίζει. Στα πολλά του ελαττώματα περιλαμβάνεται μια αντιρομαντική, ισοπεδωτική πρακτικότητα που διέπει τις καθημερινές του δοσοληψίες. Αντίστοιχα, τα πολιτικά του ένστικτα αποδεικνύονται πιο συντηρητικά από αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Η εργατική και η κατώτερη μεσαία τάξη προσκολλημένη, για λόγους βιοποριστικούς και ψυχολογικούς, στο θεσμό της οικογένειας, το μοναδικό σημείο αναφοράς και σταθερότητας σε έναν αναστατωμένο κόσμο, εναντιώνονται σε «εναλλακτικούς τρόπους ζωής» θρέφοντας βαθιές επιφυλάξεις για την καταφατική δράση των εγχειρημάτων κοινωνικής μηχανικής. Μη έχοντας επίγνωση της ευθραυστότητας του πολιτισμού και του τραγικού χαρακτήρα της ιστορίας ο μαζάνθρωπος ζεί α-νόητα με την πεποίθηση ότι ο κόσμος θα είναι αύριο ακόμα πιο πλούσιος, πιο ευρύς, πιο τέλειος έτοιμος να υποδεχτεί τη φτιασιδωμένη ασημαντότητά του. Το θανάσιμο μίσος για όλα όσα δεν είναι αυτός ο ίδιος, η αποστροφή απέναντι σε οτιδήποτε εξαιρετικό χαρακτηρίζει τελικά το «μαζικό» μυαλό όπως το περιέγραψε ο Gasset.
Διατηρώντας αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι, σήμερα, οι μάζες έχουν απωλέσει - οριστικά; - κάθε επαναστατικό ενδιαφέρον και βουλιάζουν στην αυταπάτη του κομφορμισμού που τους προσφέρει, σε αέναες έντοκες δόσεις, η κοινωνία της κατανάλωσης. Η βιομηχανική εργατική τάξη το καμάρι και ο στυλοβάτης του σοσιαλισμού μαζί με την ιδεολογική της εμπροσθοφυλακή, το συνδικαλιστικό κίνημα, έχουν καταντήσει αξιολύπητα απομεινάρια - σκιές του εαυτού τους καθώς το μοναδικό αίτημα στο οποίο επιμένουν με συνέπεια αφορά στη μεγαλύτερη συμμετοχή στο καταναλωτικό ντελίριο.
Αντίστοιχα τα νέα κοινωνικά κινήματα, αυτά που έμελε να πάρουν τη θέση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και τα οποία στήριξαν για λίγο την «Αριστερά» κατά τη δεκαετία 1975-1985 φαίνεται να έχουν σήμερα διαψευστεί. Ο φεμινισμός, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, το δικαίωμα στο κράτος πρόνοιας, τα αιτήματα ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις δεν προσκόμισαν τελικά τίποτα περισσότερο πέρα από το αίτημα ένταξης τους στις κυρίαρχες κοινωνικές δομές.
Το βέβαιο είναι, για να μην κουράσω περισσότερο, ότι η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, μαζί με όσα κινήματα ανέλαβαν κατά την ιστορική εξέλιξη να την προσανατολίσουν βαδίζει ασθμαίνοντας στον 21 αι. Και καθώς οι ευθύνες των κοινωνικοοικονομικών ελίτ, σε αυτό τον κοινωνικό μαρασμό που δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από μαρασμό της Δημοκρατίας, δεν είναι μικρότερες, σε αντίθεση με όσα καταμαρτυρεί ο Gasset, ευελπιστώ να επανέλθω με αυτό ακριβώς το θέμα.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007

ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ...


Στο νέο και επικαιροποιημένο Κυβερνητικό σχήμα, συντεταγμένο, φαντάζομαι, με τις απαιτήσεις μιας σύγχρονης και οικολογικά ευαισθητοποιημένης κοινωνίας, δεν απαιτείται ένα διακριτό, από τα Δημόσια Έργα, Υπουργείο για το περιβάλλον;
Η ενασχόληση του ίδιου Υπουργού τόσο με περιβαλλοντικά όσο και με ζητήματα που αφορούν στα Δημόσια Έργα δε δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007

ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ...ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΑΡΓΑ

Μια μάλλον άχρωμη και υποτονική προεκλογική περίοδος φτάνει στο τέλος της. Τα επικοινωνιακά επιτελεία των κομμάτων, παρόλο τον αγώνα στον οποίο αποδύθηκαν, δεν κατάφεραν ν’ ανακαλύψουν τη «μαγική φράση» που θα ονοματίσει τους μύχιους πόθους και θα κινητοποιήσει την κοινωνία των πολιτών. Έτσι μετά τη βαρύγδουπη και επιβεβλημένη από τις ιστορικές συνθήκες «αλλαγή» του 1981, τον «εκσυγχρονισμό» του 1996 και την «επανίδρυση» του Κράτους το 2004 ακούμε, από τα επιτελεία των δυο κομμάτων εξουσίας, κάτι χλιαρές κουβέντες για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της Ν.Δ. και για συγκρότηση αντιδεξιού - φιλολαϊκού ρεύματος από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Τα υπόλοιπα, μικρότερα κόμματα προσπαθούν να επιτύχουν μια ιδεολογική συσπείρωση των λαϊκών στρωμάτων αποφεύγοντας παράλληλα το σκόπελο της πρόσδεσής τους στο άρμα είτε του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κυρίως, είτε της Ν.Δ.
Θα ξεκινήσω από την πολυφορεμένη προσπάθεια ιδεολογικής συσπείρωσης του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου που επιχειρεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στον 21ο αι. τέτοια μικροπολιτικά τερτίπια δεν έχουν την παραμικρή κοινωνική απήχηση καθώς ο αξιακός ορίζοντας των Δυτικών κοινωνιών, στις οποίες συμπεριλαμβανόμαστε, βρίσκεται σταθερά προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση της αέναης οικονομικής ανάπτυξης. Tο αναφερόμενο ιδεολόγημα στοιχειοθετείται με βάση την παραδοχή ότι, από ένα σημείο και πέρα, ο ανακατανεμητικός κρατικός παρεμβατισμός λειτουργεί ανασχετικά ως προς την επίτευξη υψηλών ρυθμών αύξησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας ενώ ταυτόχρονα υποσκάπτει τη διεθνή ανταγωνιστική θέση της χώρας. Όταν το μέτωπο της ανισότητας αντιμετωπίζεται ως επικουρικό σε σχέση με την «οικουμενική» αξία της οικονομικής ανάπτυξης το κοινωνικοπολιτικό διακύβευμα γίνεται ολοένα και αχνότερο. Κάπως έτσι λοιπόν, για να μην πλατιάσω περισσότερο, μέσα από τον εγκλωβισμό του συλλογικού φαντασιακού στην «ουτοπία» της καταναλωτικής ευδαιμονίας, εξαντλούνται τα οράματα κοινωνικού μετασχηματισμού. Τώρα για να φτάσουμε στο ελληνικό «δια ταύτα», αυτή η επιχειρούμενη αντιδεξιά ρητορική στοχεύει στην απόκρυψη, από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης σχετικής με τη διεύρυνση της συμμετοχής της Κοινωνίας των Καταναλωτών στη νομή του Εθνικού προϊόντος.
Από την άλλη πλευρά η Ν.Δ., σωστά κατά τη γνώμη μου, μεταφέρει την αντιπαράθεση στο πεδίο της Οικονομίας όπου βοηθούμενη και από την ευνοϊκή Διεθνή Οικονομική συγκυρία που δημιουργεί χρηματιστηριακές υπεραξίες προς επένδυση έχει να επιδείξει βελτίωση των δεικτών οικονομικής ανάπτυξης και αντίστοιχη μείωση του ποσοστού ανεργίας. Αυτό όμως έχει επιτευχθεί κυρίως μέσα από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, συνέπεια της μείωσης των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος Φυσικών προσώπων και την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσω και τη σημαντική συνεισφορά των Δημόσιων επενδύσεων όπως αποτυπώνεται μέσα από την εισροή των κοινοτικών κονδυλίων. Αντίστοιχα, η μείωση της Φορολογίας εισοδήματος Νομικών προσώπων δε φαίνεται να έχει επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στο χώρο των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς ο κατασκευαστικός κλάδος, μαζί με τις Τράπεζες παραμένουν οι ατμομηχανές της ελληνικής οικονομίας.
Βέβαια, τα παραπάνω αναφερόμενα δε συνιστούν σε καμία περίπτωση μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης ακόμα και μέσα στα στενά πλαίσια του Οικονομισμού των ημερών μας. Και αυτό γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει ένα ξεκάθαρο όραμα για τη «θέση» μιας μικρής αγοράς, όπως η δική μας, στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο και άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ένα όραμα που θα αντιμετωπίζει την ανταγωνιστικότητα με όρους αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας και όχι με όρους μείωσης του κόστους της. Για να πραγματοποιηθεί το τελευταίο απαιτείται πολιτική βούληση σε δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη αναφέρεται στην «εκπαίδευση» του ντόπιου επιχειρηματικού κεφαλαίου προς την υιοθέτηση τεχνολογικών καινοτομιών και πρακτικών και την απεμπλοκή του από τη νοοτροπία του κρατικοδίαιτου μεσάζοντα. Ταυτόχρονα, και ανεξάρτητα από την κατάληξη της ιστορίας με τα Ιδιωτικά μη Κερδοσκοπικά Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απαιτείται μεταρρύθμιση και επαρκής χρηματοδότηση της Δημόσιας εκπαίδευσης έτσι ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας και τις ανάγκες δεξιοτήτων που αυτή προτάσει.
Ακούσατε κάτι για όλα αυτά τις ημέρες που πέρασαν;

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2007

BACKSTAGE


Το περιβόητο debate δεν το παρακολούθησα. Έκανα όμως zapping στην τηλεοπτική του συνέχεια. Δηλαδή τις εκπομπές που ακολούθησαν στα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών. Ο λόγος είναι ότι δεν με ενδιαφέρει πια ο «φτιασιδωμένος» λόγος πρώτης γραμμής, που υιοθετώντας τις συμβουλές των δεκάδων συμβούλων και image makers κατορθώνει να εμφανίζεται, όχι πολύ πειστικά είναι η αλήθεια, εκσυγχρονισμένος μέσα από συμπεριφορές και φράσεις κλισέ. Αυτό που κατά τη γνώμη μου παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον είναι να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να «πετρώσεις» όταν αντικρύζεις κατάματα την πραγματικότητα, στις ιδέες και τα πρόσωπα που, πλην του φωτογενούς αρχηγού, συντάσσονται με αυτές και καλούνται να τις υλοποιήσουν, εφόσον εκλεγούν.
Να δηλώσω ενθουσιασμένος από το επίπεδο των προσώπων και την καθαρότητα των ιδεών των δευτεραγωνιστών της πολιτικής μας υπόθεσης; Μάλλον όχι. Γιατί όσο υπάρχουν και επιμένουν να διεκδικούν θέση στο τηλεοπτικό μας τοπίο πολιτικές προσωπικότητες της εμβέλειας της Νατάσας Ράγιου, της Εύας Καϊλή, του ανεκδιήγητου νεαρού εκπροσώπου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που θέλοντας να υπερασπιστεί τη δημόσια & δωρεάν παιδεία εκστόμισε το αμίμητο «τα σημαντικότερα Πανεπιστήμια στον κόσμο είναι Δημόσια» για να μην μιλήσω για την Έφη, σταυρώστε με, Σαρρή και τους πολεμικούς ανταποκριτές του Κ.Κ.Ε. που χτυπούν μανιασμένα τα τύμπανα του πολέμου, τόσο περισσότερο θα απαξιώνεται η, έτσι κι αλλιώς, θαμπή πολιτική μας σκηνή. Και αυτό γιατί ο μέσος πολίτης υπερβαίνει τους προαναφερόμενους τόσο σε επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων όσο και σε επίπεδο γενικής πληροφόρησης. Και ο τηλεοπτικός φακός όσο γοητευτικός φαντάζει άλλο τόσο μεγεθύνει τις ελλείψεις και τις αδυναμίες.
Κάποτε, όχι πολύ παλιά, στην μεταπολεμική μας χώρα που αγωνιζόταν να απεκδυθεί το μανδύα της υστερημένης αγροτικής οικονομίας αναλάμβαναν το ρόλο των πολιτικών μας εκπροσώπων, ο Δάσκαλος, ο Γιατρός, ο Δικηγόρος, ή ο αστικοποιημένος Δημόσιος Υπάλληλος. Τα πρόσωπα αυτά περιβάλλονταν με το δέος της αυθεντίας καθώς αναλάμβαναν να δώσουν διέξοδο όχι μόνο στην οικονομική δυσανεξία των άκληρων αγροτών αλλά και στην πνευματική περιέργεια των τοπικών «κλειστών» κοινωνιών «ανοίγοντας» τες στο μαγευτικό νέο κόσμο του αναδυόμενου άστεος. Έτσι οργανώνονταν και συντηρούνταν, επί σειρά γενεών, τα πελατειακά δίκτυα καθώς αναλάμβαναν να ενώσουν πολιτισμικά τις πόλεις με την υστερημένη περιφέρεια. Η διαδικασία αυτή πέρασε το κρίσιμο σημείο ανόδου και τέθηκε σε μια καθοδική πορεία από τη στιγμή που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησαν τους παρίες του χτες στο προσκήνιο της ιστορίας.
Σήμερα, εικοσιέξι χρόνια μετά, τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα καθώς δεν έχουν να προσφέρουν πια νέες εμπειρίες βρίσκονται σε μια ανεπίστρεπτη διαδικασία φθοράς. Τα κομματικά επιτελεία, στην προσπάθειά τους να επιλύσουν το πρόβλημα και να δώσουν στην πολιτική διαδικασία κάτι από την αίγλη του χτες, «υιοθετούν» κάθε φωτογενές αστεράκι που αναδύεται στο στενό κοινωνικό μας ορίζοντα αναγορεύοντάς το σε πολιτικό. Όμως είναι αυτοί, οι «απομαγεμένοι» σύγχρονοι αστέρες, που υπονομεύουν, με υποδειγματική συνέπεια είναι η αλήθεια, τη συλλογική μας εμπειρία καθιστώντας, περισσότερο εμφανή από ποτέ και για το λόγο αυτό περισσότερο αποκρουστική, την επίλυση των προσωπικών τους προβλημάτων και αδιεξόδων ως μοναδική αιτία ενασχόλησής τους με την πολιτική.
Το μόνο παρήγορο είναι ότι τη Νύχτα ακολουθεί πάντα η Αυγή...

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ...


«Το κόλπο του αποχαρακτηρισμού καμένων εκτάσεων μέσω της εξαίρεσης από την αναδάσωση χρησιμοποίησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και όλων των ελλήνων φυσικά, στην περίπτωση της Πάρνηθας - και μάλιστα για την εξυπηρέτηση της επέκτασης του Καζίνο - επικαλούμενη νόμο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Πιο συγκεκριμένα, στάλθηκε στις 23/07 στο Εθνικό Τυπογραφείο, για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, η απόφαση 3220 του περιφερειάρχη Αττικής Χαράλαμπου Μανιάτη, με την οποία κηρύσσεται αναδασωτέα καμένη έκταση 36.158,942 στρεμμάτων της Πάρνηθας που ανήκει στην Περιφέρεια Αττικής. Εξαιρούνται της αναδάσωσης 62,59 στρέμματα δάσους που έχουν μεν καεί από την πρόσφατη πυρκαγιά, αλλά δε δύναται να κριθούν αναδασωτέα, καθώς βρίσκονται σε νόμιμη αλλαγή χρήσης σύμφωνα με το νόμο 3139/2003. Και όλα αυτά παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις τόσο του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, όσο και του υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Γ. Σουφλιά, μετά την καταστροφική πυρκαγιά στις 28/06.»
Η είδηση δημοσιεύθηκε την 25η Ιουλίου στο Φύλλο του Ριζοσπάστη και διακινείται τον τελευταίο μήνα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εξυπηρετώντας φυσικά τον προεκλογικό σχεδιασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Όμως, η παραπάνω διαπίστωση δεν αποστερεί από τη δυναμική της την άποψη περί περιβαλλοντικής αναλγησίας που διέπει τα δυο κόμματα εξουσίας. Το αντίθετο θα έλεγα. Καταδεικνύει με τον πιο πειστικό τρόπο ότι οι δυο βασικοί εκφραστές της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας έχουν μια πολύ συγκεκριμένη, συντεχνιακή και εν πολλοίς ξεπερασμένη, άποψη που αφορά τόσο στη διαχείριση του φυσικού πλούτου όσο και στην περιβόητη έννοια της οικονομικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, μη αναλογιζόμενοι ότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, υποσκάπτουν με το χειρότερο τρόπο όχι μόνο την προσωπική τους αξιοπιστία αλλά και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού μας συστήματος.
Υπό αυτή την οπτική το κοινό μας μέλλον διαγράφεται νεφελώδες...