Παρασκευή, Μαΐου 26, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΚΩΔΙΚΑΣ DA VINCI)


Είδα την κινηματογραφική μεταφορά του Κώδικα Da Vinci σε σκηνοθεσία Ron Howard με πρωταγωνιστές, τον Tom Hanks, την Audrey Tautou, τον Ian Mc Kellen και τον Paul Bettany.
Σύμφωνα με τη μυθοπλασία που ανέπτυξε ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου
Dan Brown, ο Ιησούς ήταν ζευγάρι με τη Μαρία Μαγδαληνή. Αυτή χρήζει διάδοχο της εκκλησίας του κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, αφού προηγουμένα την έχει αφήσει, έγκυο. Η τελευταία καταφεύγει μετά τη σταύρωσή του στη Γαλλία, για να γλιτώσει από το μένος των πρωτοκλασσάτων μαθητών υπό την προστασία μερικών έμπιστων ανθρώπων, οι οποίοι αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να διατηρήσουν «ζωντανή» τη βασιλική γραμμή αίματος. Απόγονοι της γραμμής αίματος του Ιησού ιδρύουν τη Μεροβηγγιανή βασιλική δυναστεία. Η κατάσταση για τους απογόνους του Ιησού δυσκολεύει όταν η Χριστιανική θρησκεία αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μέγα. Ο τελευταίος, συγκαλεί την πρώτη οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. στη Νίκαια όπου τίθενται τα θεμέλια του χριστιανικού δόγματος, επισημοποιούνται Ευαγγέλια και αποφασίζεται να αποκαθαρθεί το πρόσωπο του Ιησού Χριστού από την ανθρώπινη υπόστασή του. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα ανελέητο ανά τους αιώνες «κυνηγητό», ανάμεσα στην «επίσημη» εκκλησία και τους απογόνους του Ιησού. Η διαμάχη αυτή, θύματα της οποίας πέφτουν οι Ναίτες ιππότες και ο πολιτισμός των Αλβηγινών, ή «Καθαρών», φτάνει, με ενδιάμεσο σταθμό την Αναγέννηση και τον πίνακα «Μυστικός Δείπνος» του τέκτονα και γνώστη του μυστικού, σχετικά με το ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής, Leonardo Da Vinci, μέχρι τις μέρες μας, όταν η Καθολική οργάνωση Opus Dei αναλαμβάνει να εξοντώσει στο Παρίσι την τελευταία απόγονο του Ιησού. Σε βοήθεια της τελευταίας καταφθάνει αμερικανός καθηγητής ιστορίας, ειδικός στην αποκρυπτογράφηση ιερογλυφικών και συμβόλων, ο οποίος, ως άλλος Μωυσής, οδηγεί την σύγχρονη «εκλεκτή» του Θεού μέσα από συμπληγάδες πέτρες στην προσωπική γη της «επαγγελίας».
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία όπως την πραγματεύεται η ταινία και το βιβλίο. Αφού θεωρήσω προφανές ότι τα έργα τέχνης, «μικρά» ή «μεγάλα» δεν έχει σημασία, δεν υποχρεούνται να συνιστούν αντίγραφα οποιασδήποτε πραγματικότητας, είτε φυσικής, είτε ιστορικής, θα προχωρήσω σε αυτό που εγώ θεωρώ σημαντικό σχετικά με το συγκεκριμένο έργο. Δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ένα έργο μετριότατο κατά τα λοιπά φτάνει να γίνεται αυτό που ονομάζουμε
best seller (αγνοούμε προς το παρόν τη «διακριτική» χείρα βοήθειας, που τείνουν τα Μ.Μ.Ε), και υπό την έννοια αυτή, ενδεικτικό έργο κουλτούρας. Εξετάζοντας τα συστατικά στοιχεία θα έβρισκα μια προβλέψιμη δομή με βάση την οποία μια «σκόρπια» δόση επιστημοσύνης (βλέπε: σειρά αριθμών Φιμπονάτσι, Μέγας Κωνσταντίνος, πρώτη οικουμενική Σύνοδος, ιππότες του Ναού, πολιτισμός των Αλβηγινών, που όντως καταστράφηκε τον 14ο αιώνα από τα στρατεύματα της Καθολικής εκκλησίας, Leonardo Da Vinci), «πασπαλισμένη» με μπόλικη δόση κλιμακούμενου σασπένς, που εκδηλώνεται με τη μορφή ενός συνεχούς, με ενδιάμεσους σταθμούς «ανεφοδιασμού» της δράσης, κυνηγητού σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον, οδηγεί τελικά τους πρωταγωνιστές στη γαλήνη της οικογενειακής θαλπωρής. Αυτή δεν είναι η περιπέτεια του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου, ή μάλλον ο τρόπος με τον οποίο διαβάζεται ψυχολογικά η ιστορία σαν επιδερμική εναλλαγή υποκειμενικής διάθεσης και γούστου; Στο τέλος της διαδρομής μας περιμένει «προδρομικά» ένα «έτοιμο» περιβάλλον οικείωσης, αφού έχουμε πρώτα εξαντλήσει το ψυχολογικό μας περιπετειώδες απόθεμα. Αυτός δεν είναι ο σύγχρονος τρόπος μετουσίωσης της υπαρξιακής αγωνίας εφόσον οι μεγάλες κοινωνικές δεσμεύσεις, η αποτυχία και ο θάνατος έχουν εξοριστεί από τον προσωπικό μας ορίζοντα;
Ξαναγυρίζοντας στην ταινία η μουσική υπόκρουση, σε συνδυασμό με τη σκοτεινή φωτογραφία, κατορθώνουν να αναβαθμίσουν σε θρίλλερ μια επίπεδη και μάλλον προβλέψιμη, ως προς την κατάληξή της, ιστορία. Η «γρήγορη» σκηνοθεσία με τις συνεχείς εναλλαγές πλάνου κατορθώνει να μη δημιουργούνται αφηγηματικά «χάσματα» στη μακροσκελή αφήγηση. Εξαιρετικός ο
Ian Mc Kellen στο ρόλο του «κακού» ιστορικού, ενώ και ο Paul Bettany αναδεικνύεται σε χαρακτηριστική περσόνα, υποδυόμενος το serial killer μοναχό.


ΥΓ. Αλήθεια, τι ενόχλησε περισσότερο την Καθολική εκκλησία; Η ανάδειξη της ως κατεξοχήν εξουσιαστικού μηχανισμού, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο συγγραφέας το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, ή η ιδεοληπτική ενοχοποιητική στάση που επιδεικνύει ο
serial killer μοναχός απέναντι στο ανθρώπινο σώμα;

Σάββατο, Μαΐου 20, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ)


Είδα την ταινία «Στην Πόλη του πάθους» βραζιλιάνικη παραγωγή του Walter Salles (Ημερολόγια μοτοσυκλέτας), σε σκηνοθεσία Sergio Machado με τους Lazaro Ramos, Wagner Moura, Alice Braga, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο μιγάδας Ντέκο και ο λευκός Ναλντίνιο είναι δυο αδερφικοί φίλοι, που κερδίζουν τα προς το ζείν ο πρώτος, πυγμαχώντας σε στημένους αγώνες και ο δεύτερος, κάνοντας μικροληστείες. Οι σύγχρονοι αυτοί «Άθλιοι» ζούν πάνω σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος - ερείπιο με το οποίο συμπληρώνουν το εισόδημα τους, μεταφέροντας πόρνες σε ελλιμενισμένα πλοία. Η φιλία των δύο ανδρών τίθεται σε δοκιμασία όταν γνωρίζουν την Καρίνα, μια νεαρή πόρνη, με την οποία συνάπτουν ερωτικές σχέσεις και οι δύο.
Στη συμβολική της αποτύπωση η πόρνη Βραζιλία πουλημένη και εκμαυλισμένη εθνότητα στο περιθώριο του Δυτικού κόσμου, αλλά πλημμυρισμένη από αυθεντικό πάθος και εκρηκτικό συναίσθημα, προσπαθεί να ισορροπήσει στο μονοπάτι της ιστορίας, επουλώνοντας τις πληγές της σύγκρουσης ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό πληθυσμό της.
Το σενάριο παρουσιάζεται ελλιπές, ως προς την επεξεργασία των χαρακτήρων και την προοπτική εξέλιξη της ιστορίας, με αποτέλεσμα το φινάλε να «μετεωρίζεται». Παρόλη τη φανερή σεναριακή αδυναμία η «γρήγορη» σκηνοθεσία, εστιασμένη στα πρόσωπα και τα σώματα των τριών πρωταγωνιστών, κατορθώνει να αναδείξει την ηδονική και ταυτόχρονα πνιγηρή ατμόσφαιρα των καταγωγίων και να διατηρήσει «ζωντανό» το ενδιαφέρον του θεατή.