Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ


Με αφορμή τη Μεγάλη Εβδομάδα και τον εορτασμό της Ανάστασης συνεχίζω την προσπάθεια που ξεκίνησα στο προηγούμενο post και αφορά στην κατανόηση της ιστορικής ανάπτυξης της Χριστιανικής σκέψης. Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθώ με τις επτά Οικουμενικές Συνόδους στις οποίες αποκρυσταλλώνεται αυτό που αποκαλούμε χριστιανικό Δόγμα. Ξεκινάμε λοιπόν, συνοπτικά και εύληπτα ελπίζω.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο. Βασικό θέμα η διδασκαλία του Αρείου περί υποδεέστερου, δημιουργούμενου από τον Πατέρα, Υιού. Σε αυτήν απαντά ο Αθανάσιος, μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, με την θεώρηση περί ομοούσιου Πατρός και Υιού. Δηλαδή ο Πατέρας και ο Υιός είναι δυο ξεχωριστά μεν Πρόσωπα, αλλά μετέρχονται ισότιμα της ίδιας ουσίας. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εδώ καταδικάζονται οι οπαδοί του Μακεδόνιου που θεωρούν το Άγιο της θείας Χάρης Πνεύμα κατώτερο δημιούργημα του Πατρός και προκρίνεται η άποψη περί μεθεκτικής, ισότιμης συμμετοχής του στη Θεία ουσία. Βλέπουμε μια εμμονή στην πρωτοκαθεδρία του Θείου προσώπου σε βάρος της Θείας ουσίας, καίριο σημείο διαφοροποίησης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται προβλήματα που αφορούν στην ενότητα των Θείων υποστάσεων. Όμως με τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται ένα «άνοιγμα» της καθολικής Θείας ουσίας στην ιδιαιτερότητα της ύπαρξης ενισχύοντας την προσωπική επικοινωνία και τη δυνατότητα μέθεξης του ανθρώπου στο Θεό. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 431 μ.Χ. στην Έφεσο από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και αφορά στο ζήτημα της ενανθρώπισης του Ιησού. Εδώ πρωτοστατούντος του Αρχιεπισκόπου Κύριλλου της Αλεξάνδρειας καταδικάζονται οι διδαχές του Αρχιεπισκόπου Νεστόριου της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η Θεία φύση κατήλθε στον Ιησού μετά τη γέννησή του (η Μαρία δεν μπορεί επομένως να αποκαλείται Θεοτόκος) και τον εγκατέλειψε πάνω στο Σταυρό. Έτσι όμως δεν υπάρχει Θείο παρά μόνο ανθρώπινο δράμα και ακυρώνεται η προσπάθεια άρσης των αμαρτιών του κόσμου από τον Υιό του Πατρός και η συνακόλουθη δυνατότητα θέωσης του ανθρώπου κατά το πρότυπο της ενανθρώπισης του Θεού. Αντί γι’ αυτό προκρίνεται η άποψη του Κύριλλου σύμφωνα με την οποία στο πρόσωπο του Ιησού συνυπάρχουν πλήρως ο Θεός και ο άνθρωπος. Χαρακτηριστικό του πολεμικού κλίματος που διεξήχθησαν οι συζητήσεις αφορά στο γεγονός ότι ο Κύριλλος και οι οπαδοί του έφτασαν νωρίτερα στην Έφεσο, κήρυξαν την έναρξη της Συνόδου και καταδίκασαν το Νεστόριο προτού αυτός καταφτάσει. Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 451 μ.Χ. στη Χαλκηδόνα από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό για να αντιμετωπιστούν οι έσχατες συνέπειες στις οποίες οδηγεί η διδασκαλία του Ευτυχούς τις αποφάσεις της προηγούμενης Οικουμενικής Συνόδου. Μιλάμε για το Μονοφυσιτισμό δηλαδή την πλήρη απορρόφηση της ανθρώπινης από τη Θεία Φύση, καθιστώντας τον Ιησού Θεό και όχι Θεάνθρωπο. Αυτό έχει σαν συνέπεια να παραμένει αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στο Δημιουργό και το δημιούργημα και ταυτόχρονα ακυρώνει την προσπάθεια σωτηρίας του ανθρώπου στην ψυχοσωματική του ενότητα αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επιστροφής σε νεοπλατωνικά σχήματα υπέρβασης με μοναδικό μέσο τη νόηση. Αντί για αυτό προκρίνεται η άποψη της συνύπαρξης των δύο Φύσεων με επικράτηση της Θείας. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος που συγκαλείται το 553 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό επιβεβαιώνει την Ορθόδοξη πίστη περί ομοούσιου της Αγίας Τριάδας και συνύπαρξης δυο διακριτών Φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού προσκομίζοντας την θεωρία του μοναχού Λεόντειου Βυζάντιου περί ενυπόστατου. Εξηγώ. Η υπόσταση αφορά στην ατομική εκδήλωση της ουσίας και το ανυπόστατο την ανυπαρξία της. Το ενυπόστατο ευρισκόμενο μεταξύ υπόστασης και ανυπόστατου, αφορά στην ύπαρξη μιας Φύσης ανύπαρκτης καθ’ αυτής στην υπόσταση άλλης Φύσης. Παράδειγμα, το φως υπάρχει ενυπόστατο στο κερί. Έτσι στο Πρόσωπο του Ιησού η ανθρώπινη Φύση υπάρχει ενυπόστατη στη Θεία, όπως στο Πρόσωπο του ανθρώπου ενώνονται η ψυχή και το σώμα. Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 680 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Δ’. Εδώ αντιμετωπίζεται η αίρεση του μονοθελητισμού, δηλαδή του μονοφυσιτισμού από το «παράθυρο» σύμφωνα με την οποία εφόσον η θέληση αφορά στο πρόσωπο και στον Ιησού έχουμε ένα πρόσωπο έχουμε αντίστοιχα μια θέληση η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη Θεία. Στην άποψη αυτή αντιπαρατίθεται ο Μάξιμος Ομολογητής, ο οποίος τονίζει ότι η θέληση αφορά στη Φύση και όχι στο πρόσωπο. Έτσι στις δυο διακριτές Φύσεις που υπάρχουν ενυπόστατες στο πρόσωπο του Ιησού αντιστοιχούν δύο θελήσεις από τις οποίες υπερισχύει τελικά η Θεία, χωρίς όμως να ακυρώνεται η ανθρώπινη. Τέλος η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκαλείται το 787 μ.Χ. στη Νίκαια και αφορά στο ζήτημα της εικονομαχίας. Οι εικονομάχοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να λατρεύονται οι εικόνες στηριζόμενοι στον αποφατικό, μη προσδιορίσιμο, χαρακτηρισμό του Θείου. Βλέπουμε να επανέρχεται, για άλλη μια φορά, το ζήτημα του Μονοφυσιτισμού, δηλαδή της πλήρους απορρόφησης της ανθρώπινης από τη Θεία Φύση. Εδώ η ορθόδοξη άποψη είναι του Ιωάννη Δαμασκηνού σύμφωνα με την οποία οι εικόνες, βασισμένες στην ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού, συνιστούν συμβολική απεικόνιση της Θείας Φύσης χωρίς να αναιρείται ο αποφατικός χαρακτήρας της. Αυτό που απεικονίζεται είναι η Αγιότητα στο πρόσωπο του Αγίου.
Το ταξίδι έφτασε στο τέλος του. Το Χριστιανικό Δόγμα έχει οριστικοποιηθεί. Γιατί επιχείρησα αυτό το μάλλον βαρετό, για τους πολλούς, ταξίδι; Για τρεις λόγους. Πρώτον θέλησα να δείξω ότι οι Πατέρες της εκκλησίας στις επιθέσεις των αντιπάλων τους απαντούσαν με λογικά επιχειρήματα. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις (βλέπε Υπόσταση, Φύση) χρειάστηκε να επαναπροσδιοριστούν φιλοσοφικές, δηλαδή επιστημονικές, με τον τρόπο που οριζόταν την εποχή εκείνη η επιστήμη, έννοιες. Δεύτερον μέσα από το συνεχή εμπλουτισμό της Χριστιανικής σκέψης διατηρείται μια ζωντανή, με την κοινωνία της εποχής, σχέση. Ο νοών νοείτω. Ή παραφράζοντας τους τίτλους τέλους που βλέπουμε σε ορισμένες ταινίες: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική». Τρίτον και όχι λιγότερο σημαντικό είναι απαραίτητο κυρίως στη σημερινή εποχή που προκρίνεται ο ατομικός άνθρωπος να γνωρίζουμε τι πιστεύουμε. Και εφόσον ο «καπετάνιος» επιμένει να κωφεύει ας ανοιχτεί η δυνατότητα να αναλάβει το πλήρωμα τη διακυβέρνηση του σκάφους. Κλείνοντας, για να κάνω λίγο χιούμορ, ελπίζω να μην κατηγορηθώ, όπως η σχολή της Αντιόχειας, για ιστορικογραμματική απόκλιση!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: