Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Τον τελευταίο καιρό διαδραματίζονται ορισμένα γεγονότα με σημείο αναφοράς την ελληνική ιστορία, ερήμην της. Τις διαμαρτυρίες που οργανώνονται με αφορμή τις παραλείψεις στην ύλη του νέου βιβλίου ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού από τους γνωστούς εκκλησιαστικούς αλλά και πολιτικούς κύκλους όπου ξεχωρίζει η συμμετοχή έκπληξη του Κ.Κ.Ε., ακολουθεί το κάψιμο του εν λόγω βιβλίου στο Σύνταγμα από Χρυσαυγίτες, την προηγούμενη του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. Έχοντας κατά νου ότι όσο περισσότερο προσπαθούμε να προσπεράσουμε την πραγματικότητα τόσο σκοντάφτουμε πάνω της αποφάσισα να καταθέσω και εγώ τον οβολό μου επί του θέματος.
Καταρχήν ξεκινώ από την αξιωματική θέση ότι απέναντι στην επιστημονική έρευνα υπάρχουμε γυμνοί. Εδώ δε χωρούν απριορικοί προσδιορισμοί. Αν προσπαθήσουμε να τηρήσουμε αυτή την αρχή και μελετήσουμε λίγο θα διαπιστώσουμε ότι η ελληνική επανάσταση του 1821 είναι απόρροια του Διαφωτιστικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά τον 18ο αι. και των συνακόλουθων συλλογικών αιτημάτων εθνικής αυτοδιάθεσης και λαϊκής κυριαρχίας. Τις διαφωτιστικές αυτές ιδέες οικειοποιήθηκε μια ακμάζουσα ελληνική, εμπορική κυρίως αλλά και βιοτεχνική αστική τάξη που αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να διεκδικήσει τη συμμετοχή της στη διεύθυνση των εθνικών υποθέσεων. Στην ανοδική της πορεία η τάξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τους εκπροσώπους των μεσαιωνικών δομών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις οποίες περιλαμβάνονται η Εκκλησία, οι Φαναριώτες και οι πρόκριτοι, δηλαδή οι μέχρι τότε ηγετικές ομάδες του ελληνισμού. Εξαιρέσεις σαφώς και υπάρχουν. Όμως αυτό το βασικό συγκρουσιακό σχήμα είναι που οδηγεί στη δημιουργία μιας επαναστατικής εθνικής ιδεολογίας και συντελεί στην παγίωση της εθνικής συνείδησης από μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης. Όσον αφορά στο θεσμικό όργανο της εκκλησίας έχουμε να παρατηρήσουμε ότι βρίσκεται αντιμέτωπη ευθύς εξαρχής στο ρεύμα του Διαφωτισμού που το θεωρεί επικίνδυνο για την χριστιανική πίστη. Η επίσημη στάση της κατά την περίοδο που ακολουθεί τη Γαλλική επανάσταση συνοψίζεται στην περίφημη «Πατρική Διδασκαλία» που εκδίδει το Πατριαρχείο και στην οποία καταδικάζονται οι ιδέες που υιοθετούν τα λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα. Στην
«Πατρική Διδασκαλία» απαντούν οι επαναστατικοί κύκλοι με την «Αδελφική Διδασκαλία» γραμμένη από τον Κοραή.
Αφού αποσαφηνίσουμε λοιπόν ότι οι υποκινητές της ελληνικής επανάστασης του 1821 έχουν ονοματεπώνυμο, ας επανέλθουμε στο σήμερα και ας αναγνωρίσουμε, χωρίς κατ’ ανάγκην να είμαστε εχθροί του ελληνισμού, ότι η έννοια της εθνικής ταυτότητας ιδιαίτερα στα σημερινά παγκοσμιοποιημένα χωροχρονικά δεδομένα απαιτεί άμεσο επαναπροσδιορισμό αν επιθυμεί να παραμείνει ζωντανή.
Δανείζομαι, κλείνοντας, την εισαγωγική επισήμανση από το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Ο Καημό του Ενός». «Η ελληνική κοινωνία διέρχεται μια οξεία κρίση ταυτότητας. Ο Έλληνας έχει ανάγκη απο στερεότυπα, αναζητώντας στο είδωλο της ταυτότητας ένα μέσον αποκλεισμού του διαφορετικού. Ο ετεροπροσδιορισμός θέτει υπό αμφισβήτηση την εικόνα περί μοναδικότητας του εθνικού μας εαυτού και γίνεται επίφοβη. Είναι αναγκαίο, για να διαμορφώσει ο Έλληνας τη δική του απάντηση στο ερώτημα της ταυτότητας να έρθει σε απόσταση από τα στερεότυπα, να στραφεί μέσα του και να δει με τα μάτια του τον εαυτό του».

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (LA VIE EN ROSE)


Είδα την ταινία «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» από το ομότιτλο τραγούδι «La vie en Rose» με θέμα τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας Edith Piaf σε σκηνοθεσία Olivier Dahan με την Marion Cotillard στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 γεννιέται η Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν. Πατέρας της ο Λουί Αλφόνς showman του τσίρκου και μητέρα της η Ανίτα Μεϊλάρντ λυρική τραγουδίστρια. Τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής της, αρχικά δίπλα στη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας της και στη συνέχεια στον οίκο ανοχής της γιαγιάς από την πλευρά του πατέρα της θα σημαδέψουν ανεξίτηλα τον ψυχισμό της εύθραυστης Εντίθ. Το τέλος της εφηβείας της τη βρίσκει να τραγουδά στους δρόμους γύρω από την πλατεία Pigalle όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέε διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της τη βαφτίζει Πιάφ που σημαίνει στη γαλλική αργκό σπουργιτάκι και αναλαμβάνει να την ξεναγήσει στις λεωφόρους του παρισινού μουσικού στερεώματος. Η καριέρα της απογειώνεται αν και η ζωή εξακολουθεί να της παίζει επικίνδυνα, για την ψυχική της ισορροπία, παιχνίδια. Έτσι τη δολοφονία του Λεπλέε, στην οποία εμπλέκεται άδικα το όνομα της Πιάφ, ακολουθεί ο άτυχος μεγάλος έρωτας με το αστέρι του μποξ Μαρσέλ Σερντάν, από τον ξαφνικό θάνατο του οποίου δεν συνέρχεται πραγματικά ποτέ. Η παγκόσμια αναγνώριση και επιτυχία που ακολουθούν εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1949, φωτίζουν ακόμα πιο αδρά την πολύβουη μοναξιά της μεγάλης τραγουδίστριας. Έτσι το τραγούδι, ίσως ο μοναδικός πραγματικά πιστός σύντροφος στη ζωή της Εντίθ, στο οποίο διοχετεύει πια όλη την ενεργητικότητα και το πάθος της δεν φαίνεται να αρκούν. Η κατάρρευση και τελικά ο θάνατος στις 11 Οκτωβρίου του 1963, σε ηλικία μόλις 48 ετών, φαντάζουν σαν το αναπόδραστο φινάλε μιας ζωής στρωμένης με ροδοπέταλα αλλά και αγκάθια που ματώνουν.
Το σενάριο που συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης και η Isabelle Sobelman, είναι ουσιαστικά ένα ψυχογράφημα, υποκειμενικό όπως κάθε ψυχογράφημα, που στηρίζεται σε δυο πόλους. Στη μια πλευρά η τραυματική παιδική ηλικία που επανέρχεται, δοθείσης ευκαιρίας, στο προσκήνιο. Στην άλλη πλευρά η δύστροπη ντίβα, το τραγούδι, η επαγγελματική άνοδος, τα χρήματα, η καταξίωση. Στο ενδιάμεσο η Edith, το σφραγισμένο από τη μοίρα σπουργιτάκι που δεν μπορεί να σηκώσει στους εύθραυστους, έτσι και αλλιώς, ώμους της το βάρος της ακραίας ζωής της. Πιθανόν να είναι και έτσι. Όμως έχω μια βασική ένσταση πάνω στην φροϋδική ερμηνεία της ζωής σαν αέναη προσπάθεια θεραπείας των παιδικών τραυμάτων. Θεωρώ λοιπόν ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι ένα συνεχές που αναδιατάσσεται συνεχώς υπό το βάρος των παροντικών ερωτημάτων και των απαντήσεων που δίνονται σε αυτά. Υπό αυτή την έννοια, η ανεπαρκής νοηματοδότηση των ενδιάμεσων, μεταξύ αρχής και τέλους, γεγονότων της ζωής είναι απλά ο λάθος τρόπος. Συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι, για να επανέλθουμε στην ταινία, σημαντικά γεγονότα - σταθμοί στην πραγματική ζωή της Piaf, όπως το κοριτσάκι που φέρνει στον κόσμο στα δεκαεπτά της και πεθαίνει δυο χρόνια αργότερα από μηνιγγίτιδα, η έντονη σχέση, το στήσιμο της καριέρας και η άσχημη κατάληξή της με τον Yves Montand, η ερωτική ιστορία με τον νεαρό Georges Moustaki το 1958 που καταλήγει σε ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα, να φαντάζουν σαν απλές υποσημειώσεις και να αποσιωπούνται.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά της ταινίας παρατηρούμε ένα συνεχές και ταυτόχρονα κουραστικό χρονικό ανακάτεμα των σκηνών δράσης. Όμως αν στα παραπάνω αναφερόμενα σχετικά με το σενάριο συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι ο μοναδικός ενδιάμεσος, ως προς την ψυχολογική εξέλιξη της ηρωίδας, σταθμός αφορά στον απροσδόκητο θάνατο του πυγμάχου αυτή η επιλεγόμενη τεχνική του μοντάζ είναι η μοναδική που μπορεί να υπηρετήσει τη σεναριακή γραμμή της εκ των προτέρων προσδιορισμένης ψυχολογικής κατάληξης. Θα σταθώ στον μοναδικό σωματικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το ρόλο της η νεαρή Marion Cotillard. Η εξαιρετική αυτή ηθοποιός, έξοχα μακιγιαρισμένη καθώς οδεύουμε προς την ηλικιακή ωρίμανση του προσωπείου της Edith, μαζί με τα τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ανεπανάληπτα η Piaf, συνιστούν από μόνα τους δυο σοβαρούς λόγους για να παρακολουθήσεις την ταινία.
Φαντάζομαι ότι ο συνσεναριογράφος και σκηνοθέτης σκέφτηκε και το δικό του εγχείρημα επιλέγοντας για φινάλε το «Non je ne regrette rien»!!

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

ΑΦΟΡΜΗ Ο SCHILLER


Παίρνοντας αφορμή από τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας ποίησης και τα όσα κατέθεσα στο προηγούμενο post θα θυμηθώ τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή και φιλόσοφο Friedrich Schiller και το θρήνο της Δήμητρας από το ποίημα «Ελευσίνια Γιορτή».


«Πώς θα μπορούσα πάλι τον Άνθρωπο να βρω,
Αυτόν πού την εικόνα μας του δώσαμε,
Αυτόν πού τα ωραία καμωμένα μέλη του στον Όλυμπο ψηλά ανθίζουν;
Αυτόν πού να κατέχει του δώσαμε της γης τη θεϊκή αγκαλιά,
και αυτός άπατρις και ελεεινός τριγυρνά εδώ και εκεί στο ίδιο το βασίλειο του;»


Εδώ κρίνω απαραίτητο να ανοίξω μια παρένθεση σχετικά με τις φιλοσοφικές επιρροές του ποιητή. Ο Schiller (1759-1805) είναι ο πρώτος μεγάλος ποιητής του ρομαντικού κινήματος που ξεκινά από το Rousseau και τη θέση του περί «ευγενικού άγριου», ο οποίος εξέρχεται, με ελεύθερη βούληση, από τη ζωώδη κατάσταση και συγκροτεί πολιτισμό μέσω της δεσμευτικής απόφασης του Κοινωνικού Συμβολαίου. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο σαν προϊόν εκούσιας σύμβασης είναι αυτό που διασφαλίζει τις αρχές του Δικαίου στις οργανωμένες κοινωνίες προάγοντας την έννοια του ηθικού προσώπου. Παντρεύοντας τη βασική θέση του Ρομαντισμού με την Καντιανή θέση του τελικού Φυσικού σκοπού που οδηγεί στην ηθικοποίηση του ανθρώπου, ο Schiller ολοκληρώνει τη φιλοσοφική του θεώρηση με την έννοια του Ωραίου. Το Ωραίο όπως αποτυπώνεται στην Τέχνη βρίσκεται στο ενδιάμεσο της διαδρομής που εκκινεί από το ευχάριστο και καταλήγει στο Αγαθό. Ο χαρακτήρας της Τέχνης είναι παιδευτικός, σε αντιστοιχία προς τον Καντιανό Λόγο, στην ιστορική προοπτική τελείωσης του ανθρώπου στο «Αγαθό».
Έχοντας αυτά κατά νου, πιστεύω ότι μπορούμε να αποτιμήσουμε ακριβέστερα αυτή την εξαιρετικά επίκαιρη, κατά τη γνώμη μου, κραυγή αγωνίας που απευθύνει ο Schiller, με τη φωνή της Δήμητρας, προς τον Άνθρωπο της εποχής του και να αναρωτηθούμε, μεταφερόμενοι στο σήμερα πια, κατά πόσο η καταναλωτική απληστία, αυτή η κοντόφθαλμη λογική που δεν αναγνωρίζει καμία δέσμευση πέρα από την προσωπική ευδαιμονία, προάγει την ηθική και διανοητική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Το σύγχρονο παγκόσμιο χωριό μεθυσμένο από την τεχνολογική υπεροπλία του Δυτικού πολιτισμού, έχοντας απωλέσει προ πολλού κάθε αίσθημα δικαίου, καλπάζει ολοταχώς προς τον αφανισμό του!

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ....ΣΥΝΕΧΙΖΩ


Ένα χρόνο πριν, ξεκίνησα αυτή την περιπέτεια στον κυβερνοχώρο με μια επισήμανση, στο πρώτο post, που αφορούσε σε μια προσωπική αλλαγή στάσης. Ένα καινούργιο μότο «τη ζωή τη ζούμε και την περιγράφουμε» ήρθε να αντικαταστήσει το παλιό «τη ζωή τη ζούμε, δεν την περιγράφουμε». Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζω τη στρατηγική σημασία της προσωρινής απόσυρσης από τη μάχη της καθημερινότητας, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση μου για να ξαναριχτώ, με νέα όπλα και δυνάμεις, στην περιπέτεια της ζωής.
Ποιός ο ρόλος του
blog σ' αυτήν την αέναα τροφοδοτούμενη διαδικασία; Μάθηση είναι η κρυμμένη λέξη, σε μια παράλληλη εμπειρία με αυτήν της πραγματικής πραγματικότητας. Και όταν λέω μάθηση δεν εννοώ φυσικά το οικονομίστικο αίτημα της «δια βίου εκπαίδευσης» που έχει σαν μοναδικό φόντο την ποσοτική - χρηματική αποτίμηση της ζωής. Εννοώ τη διαρκή αυτοβελτίωση τη συνεχή επανεύρεση του εαυτού, επεκτείνοντας το εννοιολογικό πλάτος του Γιάννη που τρέφεται και μέσα από τον Pico. Τι μαθαίνω; Μαθαίνω κατ’ αρχήν να εκφράζομαι, καθότι μη επαγγελματίας, καλλιεργώντας ταυτόχρονα το προσωπικό μου ύφος. Μαθαίνω επίσης, καθόσον δεν ψωμίζομαι ασκώντας Κριτική Κινηματογράφου ή Φιλοσοφία, να φιλτράρω τις θεωρητικές μου αναζητήσεις καλλιεργώντας μια διαλεκτική σχέση γνώσης - άγνοιας, όχι μόνο με όσα μελετώ στο παρόν, αλλά και με όσα μελέτησα στο παρελθόν και κατάφερα να λησμονήσω. Και το κυριότερο από όλα, μαθαίνω να εμπιστεύομαι το δικό μου μονοπάτι δημιουργώντας το. Αυτό το φιλικό χτύπημα στην πλάτη, μέσα από τα λιγοστά σχόλια στο δικό μου blog και τα περισσότερα σε δημοφιλέστερες ιστοσελίδες που έχω παρέμβει με γεμίζουν δύναμη για να συνεχίσω. Και συνεχίζω.....

ΥΓ. Δεν ξεχνώ την ώθηση που μου έδωσε, εν’ αγνοία του, ένα «Πρόσωπο» απλά ευελπιστώ να επανέλθω όταν πληρωθεί ο χρόνος.

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Ο FREUD, Ο EDUART & ΟΙ ΑΛΛΟΙ


Αυτές τις μέρες «άνοιξε» μια πολλή ενδιαφέρουσα συζήτηση περί ψυχανάλυσης, σαν αδήριτη ανάγκη ενδοσκοπικής καταβύθισης με σκοπό την ενοποίηση των σκόρπιων θραυσμάτων της ψυχικής ζωής. Αναγνωρίζοντας σε όλη αυτή την ιστορία κάτι από μένα, πως αλλιώς να κατανοήσουμε άραγε τον κόσμο που μας περιβάλλει, συναντήθηκα χτες βράδυ, σε μια «περίεργη» για μένα συγκυρία και αφού μεσολάβησε μια αναβολή, με τον «Eduart» την καλή ταινία της Αγγελικής Αντωνίου. Για να σας βάλω λίγο στο πνεύμα η ταινία αναφέρεται στο συγκλονιστικό διπλό οδοιπορικό ενός νεαρού Αλβανού λαθρομετανάστη από την Αλβανία στην Ελλάδα και τούμπαλιν. Σε αυτή τη διπλή διαδρομή το αρχικό όνειρο του ροκ σταρ μετουσιώνεται στο φόνο ενός μεσήλικα ομοφυλόφιλου με σκοπό τη ληστεία. Η καθοδική διαδρομή της αμαρτίας, σε μια ντοστογιεφσκικής έμπνευσης σενάριο από αυτά που μόνο η ζωή ξέρει να σκαρώνει (η ταινία βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά), ακολουθείται από την ανοδική της εξιλέωσης. Έτσι η επιστροφή του στην Αλβανία και ο εγκλεισμός του στις φυλακές, για άσχετο με το φόνο λόγο, συνοδεύεται από μια σταδιακή ψυχολογική μεταστροφή, που καταλήγει πίσω στην Ελλάδα και την οικιοθελή του παράδοση στις αρχές για το φόνο που διέπραξε ένα χρόνο πριν.
Πώς συνδέονται αυτές οι δυο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες στο, έτσι και αλλιώς, διεστραμμένο μου μυαλό; Σκέφτομαι πως η ψυχανάλυση, παράλληλα με την επαναστατική πράξη επαναφοράς στο προσκήνιο της ιστορίας των άλογων στοιχείων του ανθρώπινου ψυχισμού, οδήγησε στις έσχατές τις συνέπειες τη φιλοσοφική αντίληψη περί εγωιστικού ανθρώπου, μέσω μιας καταβύθισης που πολλές φορές κινδυνεύει να καταλήξει ομφαλοσκοπική. Απέναντι στην αναγνώριση της εγωιστικής προδιάθεσης σαν συστατικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου ψυχισμού έχουν συνταχθεί πολλά ρεύματα φιλοσοφικής σκέψης. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο εμπνευστής του οικονομικού Φιλελευθερισμού Adam Smith πρεσβεύει στο ηθικό πεδίο, παράλληλα με την αγορά του ελεύθερου ανταγωνισμού, την ενοποιητική αρχή της «ηθικής αίσθησης». Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Αναστοχαστική διάθεση οπωσδήποτε ναι, αλλά χωρίς να χάνουμε από το βλέμμα μας την, έτσι κι αλλιώς κουτσουρεμένη από την καταναλωτική ιδιώτευση, κοινωνική μας διάσταση. Μέσω αυτής μπορούμε να απαλύνουμε τη συγκρουσιακή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις εσωτερικευμένες κοινωνικές αρχές (υπερεγώ) και τις επιθυμητικές μας ενορμήσεις (προεγώ), οικοδομώντας την πολυπόθητη στέρεη προσωπικότητα. Φαντάζομαι ότι όλοι αναγνωρίζουμε σήμερα τις παρενέργειες αυτού του είδους ατελούς συμπεριφοράς, όχι μόνο στο επίπεδο των διαπροσωπικών και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου εν γένει, με το φυσικό του περιβάλλον. Και φυσικά ο πόνος, για να ξαναγυρίσω στη θεματολογία της ταινίας, είναι ένα από τα σχολεία σφυρηλάτησης της κοινωνικής μας ταυτότητας.
Κλείνω, ενθυμούμενος τον Pablo Nerouda: «πιο πλατύς χώρος από τον πόνο δεν υπάρχει - κι’ άλλο σύμπαν από αυτό που αιμορραγεί δεν υπάρχει».

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (300)


Είδα την ταινία «300» σε σκηνοθεσία Zack Snyder με τους Gerard Butler, Lena Headey, Dominic West, David Wenham, Vincent Regan, Rodrigo Santoro στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
480 π.Χ. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες υπό τη βασιλεία του Λεωνίδα κατευθύνονται, μαζί με 700 Πλαταιείς, στις Θερμοπύλες για να αντιμετωπίσουν τη στρατιά του επελαύνοντα βασιλιά των Περσών Ξέρξη. Ο πολλαπλάσιος Περσικός στρατός εγκλωβίζεται στα στενά των Θερμοπυλών μη μπορώντας να αναπτυχθεί σε θέση μάχης, μέχρι που ο Εφιάλτης δίνει τη λύση, προδίδοντας το μυστικό μονοπάτι που οδηγεί στις πλάτες των αμυνόμενων Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες πολεμούν μέχρι ενός, αφήνοντας άφθαρτη παρακαταθήκη να διατρέχει τους αιώνες το ρητό: «ω ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Το σενάριο που υπογράφεται από το σκηνοθέτη και τον
Kurt Johnstad, βασίζεται στο ομότιτλο κόμικ του Frank Miller. Πηγή έμπνευσης του Miller, σύμφωνα με δήλωσή του, αποτελεί η κινηματογραφική ταινία του 1962 «ο Λέων της Σπάρτης». Έχοντας αυτό κατά νου αντιλαμβανόμαστε ότι το κίνητρο των «300» δεν μπορεί να είναι η ιστορική αναπαράσταση. Παρόλο που δεν τα πηγαίνει ιδιαίτερα άσχημα σε αυτόν τον τομέα κάποιο άλλο είναι το σημείο αναφοράς. Μιλάμε φυσικά για την ανάδειξη δυο διαφορετικών κοσμοθεωριών και την αναμενόμενη σύγκρουσή τους, στο φυσικό σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής. Από τη μια, μια χούφτα εξαιρετικών πολεμιστών στα όρια του υπεράνθρωπου, μια ομάδα ελεύθερων ανθρώπων που επιλέγουν να θυσιάσουν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη μεγίστη των φυλετικών αρετών, την ανδρεία, και από την άλλη ένα συνοθύλευμα αποτελούμενο από απρόσωπες καρικατούρες χωρίς ατομική βούληση, που υπάρχουν μόνο για να ικανοποιούν τα καπρίτσια του θεϊκού μονάρχη. Το επίκαιρο του μηνύματος, που εκκινεί από τη συγκρουσιακή θεωρία του Huntington, είναι κάτι παραπάνω από προφανές και συνοψίζεται στην ηθική ανωτερότητα του ορθολογικού Δυτικού πολιτισμού που υψώνεται σαν προστατευτική ασπίδα απέναντι στον κόσμο του μυστικισμού και της έλλειψης αρχών δικαιοσύνης. Ωραία και ηθικοπλαστικά όλα αυτά, αλλά νομίζω ότι μια προφανής ερώτηση υποσκάπτει όλο το σεναριακό οικοδόμημα. Πώς γίνεται να εκπροσωπείται ο ορθολογισμός από μια πολεμική φυλή που η διαιώνισή της βασίζεται στο θυμικό και προκρίνει σαν μέγιστη κοινωνική αξία την επίδειξη της ανδρείας στο πεδίο της μάχης; Οι διάλογοι επιπέδου me tarzan u jane απλά υπογραμμίζουν την έλλειψη δραματουργικής επεξεργασίας των χαρακτήρων. Κάτι που αναμένεται σε κάποιο βαθμό εφόσον η ταινία αντλεί την έμπνευσή της από ένα κόμικ.
Παρόλες τις αναφερόμενες σεναριακές ατέλειες η ταινία στέκεται και μάλιστα με το κεφάλι ψηλά εξαιτίας της υψηλής αισθητικής της. Σε αυτό συντελούν τόσο το σκηνοθετικό εύρημα της μετακόμικ αφήγησης όσο και η εξαιρετική φωτογραφία με τις χαρακτηριστικές χρωματικές μεταβάσεις. Εκεί που η αδρεναλίνη της αναμενόμενης αναμέτρησης φουντώνει, έντονα χρώματα με σημείο αναφοράς το κόκκινο διαδέχονται το αρχικό σχεδόν αποχρωματισμένο φόντο, ενώ το σκηνικό του θανάτου και της θυσίας γίνεται ακόμα πιο έντονο καθώς πνίγεται σε ένα μουντό πράσινο.
Πως τα καταφέρνουν εκεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συνταιριάζουν «φθηνά» αρώματα σε «ακριβές» συσκευασίες είναι πραγματικά απορίας άξιο!!

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

ΕΡΓΑΣΙΑ & ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ


Συναντήθηκα προχτές με μια φίλη, πολύ νέα και πολύ ξεζουμισμένη, έτσι έδειχνε τουλάχιστον, από τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, η οποία παρόλη την κούρασή της υπερθεμάτιζε υπέρ του σημαντικού ρόλου που παίζει η εργασία στη διαδικασία αυτοπροσδιορισμού του σύγχρονου ανθρώπου.
Ακούγοντας αυτά, η σκέψη μου ανέτρεξε στον Πολωνοεβραίο καθηγητή κοινωνιολογίας Zygmunt Bauman και το απολαυστικό βιβλίο του με τίτλο «Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι». Εκεί εξετάζεται η έννοια της εργασίας στη νεωτερική εποχή σαν κοινωνικά αποδεκτή συνθήκη, οι μαρξιστικές καταβολές του καθηγητή είναι προφανείς, που στηρίζει τις υφιστάμενες οικονομικές σχέσεις καπιταλιστικού τύπου. Τι λέει με λίγα λόγια ο Bauman; Στην παραδοσιακή κοινωνία οι άνθρωποι δούλευαν έχοντας μια σταθερή, μετριοπαθή εικόνα των υλικών αναγκών που έπρεπε να ικανοποιήσουν. Η έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας οικοδομούνταν, κατά κύριο λόγο, με βάση την οικογένεια, τα ήθη και τα έθιμα της κοινότητας, καθώς και τη θρησκεία. Ο ερχομός του συστήματος μαζικής παραγωγής με σημείο αναφοράς, στην πρώτη φάση της νεωτερικότητας, το εργοστάσιο, συνοδεύεται από τη γενικευμένη απροθυμία των εργατών να μισθώσουν την εργατική τους δύναμη. Μια σταυροφορία ξεκίνησε με στόχο την ηθική νομιμοποίηση της ρουτίνας της επαναλαμβανόμενης, αποκομμένης από το τελικό προϊόν, εργασίας. Τα χαρακτηριστικά της φιλοπονίας, της προσοχής στη λεπτομέρεια και της αφοσίωσης, αυτονόητες αναγκαιότητες όσο ο προνεωτερικός τεχνίτης διατηρεί τον έλεγχο του συνόλου της εργασίας του, έπρεπε να επαναπροσδιοριστούν από τη στιγμή που το εργοστασιακό σύστημα χρειαζόταν ανθρώπινα μέρη και όχι ολόκληρα ανθρώπινα όντα. Σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία έπαιξε το δόγμα του προορισμού και η προτεσταντικής έμπνευσης εκδοχή της επίγειας δέσμευσης του ανθρώπου μέσω της σκληρής εργασίας. Όλα αυτά, για να μην πλατιάσω περισσότερο, συνεισέφεραν στην οικοδόμηση της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, κατά κύριο λόγο ως επαγγελματικής ταυτότητας, παρέχοντας ασφαλή κριτήρια συνολικής αποτίμησης του βίου. Αυτή η διαδικασία τίθεται σήμερα σε αμφισβήτηση καθώς έχουμε περάσει από την κοινωνία των παραγωγών στην κοινωνία των καταναλωτών. Εδώ οι άνθρωποι δεν προσδιορίζονται πλέον από το τι παράγουν, αλλά από το τι καταναλώνουν. Η μόνη σταθερή ταυτότητα του καταναλωτή αφορά στην αέναα τροφοδοτούμενη επιθυμία και τη συνακόλουθη
ικανότητά του να καταναλώνει υλικά αγαθά και εμπειρίες. Η ηθική της εργασίας αποσυνδεμένη από την παραγωγική ικανότητα του ανθρώπου έχει να συνεισφέρει μονάχα στην ηθική νομιμοποίηση των εχόντων, πριν την οριστική της απαξίωση. Είσαι φτωχός σημαίνει ότι είσαι αποκλεισμένος από οτιδήποτε εκλαμβάνεται σήμερα ως κανονική ζωή, με αποκλειστικά δική σου ευθύνη. Μια φαινομενικά άπειρη ποσότητα ελεύθερου χρόνου συνοδεύεται από την αδυναμία χρήσης του. Η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης και η εσωτερίκευση αισθημάτων ντροπής και ενοχής είναι τα ψυχολογικά, ατομικά επακόλουθα αυτής της διαδικασίας συλλογικής απομείωσης. Αντίστοιχα, το σύγχρονο κράτος πρόνοιας σημαινόμενο αρνητικά σαν απουσία καταναλωτικής επιλογής φαίνεται να πνέει τα λοίσθια, ενώ και η συναφής με το κράτος πρόνοιας έννοια της ανεργίας, ως συντήρηση ενός εφεδρικού εργατικού δυναμικού έτοιμου να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία κατά την ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, έχει χάσει πλέον, για τους ίδιους λόγους, το νόημά της. Είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που οι φτωχοί φαίνεται να μην έχουν λόγο κοινωνικής ύπαρξης. Και καταλήγει ο Bauman, εμφορούμενος από την ιδέα της «ηθικής αίσθησης», κοινής σε όλους τους ανθρώπους. «Η ύπαρξη της φτώχειας σε κοινωνίες αφθονίας αποτελεί έναν ηθικό παραλογισμό μια διαστρέβλωση της ηθικής φύσης του ανθρώπου».
Εσείς τι λέτε;

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Ο ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗΣ)


Είδα την ταινία «Ο Καθοδηγητής», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πρωτότυπος τίτλος «The good shepherd», σε σκηνοθεσία Robert de Niro με τους Matt Damon, Angelina Jolie, Alec Baldwin, Robert De Niro, William Hurt, Timothy Hutton, Martina Gedeck στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Έντουαρτ Μπελ Ουίλσον απόφοιτος του Yale και μέλος της αδελφότητας Skulls & Bones στρατεύεται σαν μυστικός πράκτορας, παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στην υπηρεσία της νεοσυσταθείσας, από τους Αμερικανούς, O.S.S. Διοικητής της υπηρεσίας συλλογής πληροφοριών και ταυτόχρονα στρατολόγος νέων στελεχών ορίζεται ο στρατηγός Σάλιβαν. Λίγο μετά το γάμο του με την Μάργκαρετ Ράσσελ ο Ουίλσον μεταβαίνει στην Ευρώπη όπου μαίνεται ο πόλεμος. Το τέλος του τον βρίσκει στο Βερολίνο, να οργανώνει το μεταπολεμικό πληροφοριακό δίκτυο. Η επιστροφή του πίσω στην πατρίδα συνοδεύεται από την οδυνηρή ανακάλυψη του αγεφύρωτου χάσματος που έχει δημιουργηθεί, προϊόντος του χρόνου, ανάμεσα σε αυτόν, τη γυναίκα του και το γιό του. Θα μπορέσει να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο; Το ερώτημα αυτό μετεωρίζεται καθώς οι πολιτικές εξελίξεις τρέχουν με ραγδαίους ρυθμούς. Έτσι το 1947 επί προεδρίας Τρούμαν η O.S.S. μετονομάζεται σε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, επί το γνωστότερο C.I.A. Ο Ουίλσον, πάντα υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Σάλιβαν, αναλαμβάνει το τμήμα αντικατασκοπείας, δίνοντας το στίγμα στην πρώτη περίοδο του «Ψυχρού πολέμου» που εγκαινιάζεται με τη συνθήκη της Γιάλτας και ολοκληρώνεται με την αποτυχημένη επέμβαση στον κόλπο των Χοίρων, το 1961, επί προεδρίας Kennedy. Εκείνη τη χρονιά ο Έντουαρτ Τζούνιορ που έχει, στο μεταξύ, στρατευθεί στην υπηρεσία της C.I.A., παίζει ενεργό ρόλο στη διαρροή της πληροφορίας της απόβασης στη Σοβιετική πλευρά. Μια διπλή πράκτορας παγιδεύει το γιο του αρχιπράκτορα, θέτοντας σε κίνδυνο την ενότητα της υπηρεσίας καθώς οδηγεί στο πρώτο μεγάλο φιάσκο από την εποχή της σύστασής της. Το χάσμα ανάμεσα σε γιό και πατέρα βαθαίνει ακόμα περισσότερο...
Ο «Καθοδηγητής» είναι ένα κατασκοπικό θρίλλερ που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά. Το σενάριο που φέρει την υπογραφή του Eric Roth, οργανώνεται σε δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά στην προσωπική ιστορία του μυστικού πράκτορα Ουίλσον, ενώ η δεύτερη σκιαγραφεί τον κατασκοπευτικό παραλογισμό που επέδειξαν οι, πάλαι ποτέ, υπερδυνάμεις κατά την ψυχροπολεμική περιόδο. Ας ρίξουμε μια ματιά σε καθεμιά από αυτές. Στην πρώτη κατεύθυνση βλέπουμε να οικοδομείται ένας απρόσωπος γραφειοκρατικός χαρακτήρας, ένα ρομποτικό υπερόπλο που θυσιάζει την προσωπική του ζωή στο βωμό του καθήκοντος απέναντι στην πατρίδα και την αδελφότητα που εκπροσωπεί. Ακόμα και τη στιγμή που η ζωή του μονάκριβου γιού του τίθεται σε κίνδυνο, ο Ουίλσον κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο Υπηρεσιακό και το προσωπικό συμφέρον. Οι μοναδικές περιπτώσεις, που ο αρχιπράκτορας παρεκκλίνει συναισθηματικά αφορούν στην εκτέλεση του πρώην καθηγητή του και μια απρόσμενη συνάντηση με την πρώην ερωμένη του. Αντιστοιχούν όλα αυτά σε μια πραγματική πραγματικότητα; Νομίζω πως ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι περισσότερο πολύπλοκος για να επιδέχεται τέτοιου είδους μανιχαϊκές απλοποιήσεις. Αυτό που προξενεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση, ειδικά στη μητρόπολη του οικονομικού φιλελευθερισμού, αφορά στην απουσία του προσωπικού κινήτρου, σαν προωθητικού μηχανισμού που θέτει σε κίνηση την ιστορία, είτε με τη μορφή της επαγγελματικής ανέλιξης στην Υπηρεσία, είτε με τη μορφή υλικών απολαβών. Η μοναδική αναφορά που γίνεται σε μυστικούς λογαριασμούς, αφορά στον αξιωματούχο Άλλεν και αυτό με σχεδόν απαρατήρητο τρόπο. Στη δεύτερη κατεύθυνση το παζλ της ψυχροπολεμικής ιστορικής αναπαράστασης εμφανίζεται ελλιπές από τη στιγμή που εκλείπει το κομμάτι της μακαρθικής υστερίας που διατρέχει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950. Με όλα αυτά έχουμε έναν σκοτεινό, αλλά ταυτόχρονα εξωραϊσμένο παράπλευρο κόσμο.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά βλέπουμε την πλήρη αφομοίωση από τον De Niro, της σκηνοθετικής ματιάς του ανθρώπου που τον ανέδειξε, του Scorsese. Δηλαδή, συνεχή περάσματα από την προσωπική στην πολιτική ιστορία, με ρυθμικές εναλλαγές γρήγορων cut σε διερευνητικά slow motion στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Τα σκορτζεζικής έμπνευσης χαρακτηριστικά δεν εξαντλούνται εδώ. Ο θεσμός της οικογένειας στη διευρυμένη εκδοχή της αδελφότητας, δίνει ένα βροντερό παρόν, ενώ και η εμβληματική φιγούρα του Joe Pesci κάνει ένα γρήγορο πέρασμα προς το τέλος της ταινίας. Η σκοτεινή φωτογραφία αποδίδει με ακρίβεια έναν κόσμο που κινείται στο παρασκήνιο της ιστορίας. Εκπληκτικός ο Damon, στο ρόλο του ρομποτικού υπαλλήλου με το διευρυμένο Υπερεγώ.
Ένα ατμοσφαιρικό κατασκοπικό θρίλερ που, παρόλες τις σεναριακές αδυναμίες που προαναφέραμε, αξίζει να δείτε.

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Η ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ)


Είδα το έργο «Η Ψυχή στο στόμα» σε σκηνοθεσία Γιάννη Οικονομίδη με τους Ερρίκο Λίτση, Βαγγέλη Μουρίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννη Βουλγαράκη, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Τάκης είναι πενηντάρης εργαζόμενος σε βιοτεχνία. Υφίσταται αδιαμαρτύρητα τη λεκτική βία των συναδέλφων εργατών και του αφεντικού του. Ο Τάκης είναι παντρεμένος με παιδί. Η γυναίκα του είναι αλκοολική και τον απατά με τον αδερφό του αφεντικού του. Ο Τάκης έχει μια αδερφή, η οποία αντιμετωπίζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα και θα πρέπει να την πάρει πίσω σπίτι του. Ο Τάκης έχει δανειστεί χρήματα από έναν τοκογλύφο, τα οποία αδυνατεί να επιστρέψει. Μια μέρα ο Τάκης θα εκραγεί…
Η δεύτερη, μετά το «Σπιρτόκουτο», ταινία του Οικονομίδη, παρουσιάζει με σοκαριστικό, είναι η αλήθεια, τρόπο, τη μεταμοντέρνα εκδοχή μιας κοινωνίας αυτιστικής, εγωπαθούς, προκλητικής και βίαιης. Το σενάριο που συνυπογράφεται από το σκηνοθέτη και τους συμμετέχοντες ηθοποιούς βασίζεται στον ατακαριστό λόγο. Κυκλικοί, βίαιοι, αντικριστοί μονόλογοι από ανθρώπους που δεν έχουν να περιμένουν κάτι από τη ζωή, από εξαθλιωμένα, χυδαία, προσωπεία που αντιλαμβάνονται τις σχέσεις, όπως και τον έρωτα, σαν πράξη επιβολής. Ανάμεσα στα διασταυρούμενα λεκτικά πυρά, που εκτοξεύονται από όλους εναντίον όλων, βρίσκεται ο Τάκης ο μοναδικός που αναλογίζεται βουβά το βούρκο, στον οποίο κυλιέται σε καθημερινή βάση. Τι θέλει να πει ο Οικονομίδης; Η γλώσσα σαν εργαλείο επικοινωνίας, που σημαίνεται από και ταυτόχρονα σημαίνει τις κοινωνικές αξίες κάθε εποχής, είναι ουσιαστικά απονεκρωμένη. Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, δεν γνωρίζουν αλλήλους, απλά διεκπεραιώνουν υποθέσεις και ψυχικά τραύματα. Το δράμα του ιστορικού Υποκειμένου, ανατρέχοντας πίσω στη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού και τον Fichte, που αναγνωρίζεται προσδιοριζόμενο μέσα από τον Άλλο, ολοκληρώνεται με τη βίαιη οικειοποίησή του. Αυτή η οικειοποίηση που στο πραγματικό επίπεδο δεν μπορεί να είναι οριστική θα πρέπει να επαναβεβαιώνεται διαρκώς. Έτσι ακριβώς δεν οργανώνεται η σύγχρονη κοινωνία σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο; Η κυρίαρχη κουλτούρα της επιδεικτικής κατανάλωσης είναι κάτι άλλο πέρα από μια πράξη συμβολικής επιβολής; Υπάρχει άραγε λύτρωση; Εδώ ο Οικονομίδης δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα αισιόδοξος. Η τελευταία πράξη του δράματος δεν μπορεί να είναι άλλη από ένα έγκλημα στρεφόμενο ενάντια στο συμβολικό «πατέρα» και την απειλή του φαντασιακού ευνουχισμού που εκπροσωπεί. Το καθημερινό μασάζ στο γόνατο του αφεντικού με τις κρυπτομοφυλοφιλικές του προεκτάσεις αυτό ακριβώς εκφράζει.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά η μοναδική αίσθηση του ρυθμού, που επιτυγχάνεται μέσα από διαδοχικά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα-φορείς της βίας, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Στην απόδοση του νοσηρού κλίματος συμβάλλει τα μέγιστα η κλειστοφοβική φωτογραφία με τα μουντά χρώματα. Εξαιρετικό το cast των ηθοποιών που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή. Ο Λίτσης σωματοποιεί πλήρως έναν, κατά βάση, βουβό ρόλο.
Μια ταινία γροθιά στο στομάχι του αστικού καθωσπρεπισμού, που μπορείτε να παρακολουθήσετε αποκλειστικά στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος.