Αντιγράφω από την εισαγωγή του καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά στο παραπάνω βιβλίο. «Η αποφασιστικότερη και προφανέστερη μεταβολή του αξιακού ορίζοντα της μεταπολεμικής κοινωνίας αφορά στην ασυγκράτητη εισβολή του παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο διάχυτος διεθνής ανταγωνισμός των δεικτών, των αριθμών και των επιδόσεων απηχούν την ευρύτερη αναπτυξιακή συναίνεση που μας περιβάλλει από όλες τις μεριές. Η σχετική ευημερία όχι μόνο δε σίγασε την αναπτυξιακή και καταναλωτική δίψα αλλά την εγκατέστησε στο επίκεντρο του τρέχοντος κοινωνικού και πολιτικού φαντασιακού. Όλα συμβαίνουν σαν να υπάρχουμε, να σχεδιάζουμε, να αξιολογούμε και να ζούμε αποκλειστικά και μόνο προς χάρην της ανάπτυξης. Ο μείζων ιδεολογικός αποπροσανατολισμός της Αριστεράς έγκειται στο γεγονός ότι το διακύβευμα της ανάπτυξης στοιχειοθετείται με βάση την παραδοχή ότι, από ένα σημείο και πέρα, ο ανακατανεμητικός κρατικός παρεμβατισμός λειτουργεί ανασχετικά ως προς την επίτευξη υψηλών ρυθμών αύξησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας ενώ ταυτόχρονα υποσκάπτει τη διεθνή ανταγωνιστική θέση της χώρας. Έτσι η έννοια της προόδου έχει καταλήξει να είναι περίπου συνώνυμη με τη μετρήσιμη οικονομική διόγκωση. Όταν λοιπόν το μέτωπο της ανισότητας αντιμετωπίζεται ως επικουρικό σε σχέση με την οικουμενική αξία της οικονομικής ανάπτυξης το κοινωνικοπολιτικό διακύβευμα γίνεται ολοένα και αχνότερο».
Στο σημείο αυτό κρίνω απαραίτητο να ανοίξω μια παρένθεση σχετικά με την έννοια της ισότητας, η οποία σε καμμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον εξισωτισμό, δηλαδή της ισότητας «όλων σε όλα». Οι φυσικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων είναι υπαρκτές και αδύνατο να εξαλειφθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι επίσης υπαρκτές και πολλές από αυτές είναι δυνατόν να αμβλυνθούν, να αποθαρυνθούν, ή ακόμα και να εξαλειφθούν. Ο οπαδός της ισότητας ξεκινά από την πεποίθηση ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανισοτήτων είναι κοινωνικές και θα πρέπει να εξαλειφθούν προς χάρην της κοινωνικής συναίνεσης. Αντίστοιχα ο οπαδός της ανισότητας ξεκινά από την πεποίθηση ότι οι ανισότητες είναι φυσικές, επομένως μη εξαλείψιμες, και επιθυμητές στο βαθμό που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας για λόγους άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων περιορίζει την ελευθερία επιλογής στην ιδιωτική σφαίρα. Όμως η ιδιωτική ελευθερία των πλουσίων είναι εξαιρετικά πιο ευρεία από την ιδιωτική ελευθερία των φτωχών. Ο πλούσιος χάνει μια ελευθερία την οποία απολαμβάνει, ενώ ο φτωχός μια δυνητική ελευθερία.
Καταλήγω. Αντί η ισότητα να προάγεται μόνο στο μέτρο που είναι συμβατή με την ανάπτυξη θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η τελευταία θα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τελικά την προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτό το τελευταίο δεν ήταν άλλωστε το βασικό ηθικό αίτημα της νεωτερικής εποχής;
ΥΓ. Καθώς το «φάντασμα» της έλλογης και δίκαιης σύνθεσης της ελευθερίας και της ισότητας εξακολουθεί να μας στοιχειώνει, και για να μη θεωρηθεί ότι το ζήτημα της ισότητας μονοπωλείται από την Αριστερή ιδεολογία, επιφυλλάσομαι να μιλήσω σε επόμενο post για τη Φιλελεύθερη οπτική πάνω στο ίδιο ζήτημα.