Είδα την ταινία «Το Κορίτσι που Γυρίζει τις Σελίδες» σε σκηνοθεσία Denis Dercourt με τους Deborah Francois, Catherine Frot, Pascal Greggory, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η δεκάχρονη Μελανί Προυβό που ζεί στη Γαλλική επαρχία με τους μικροαστούς γονείς της, έχει ένα όνειρο, να γίνει σολίστας πιάνου. Οι εισαγωγικές εξετάσεις στο Ωδείο καταλήγουν σε αποτυχία όταν την ώρα της εξέτασης η πρόεδρος της επιτροπής αξιολόγησης Αριάν Φουσενκούρ γνωστή σολίστας πιάνου υπογράφει ένα αυτόγραφο, αποσπώντας την προσοχή της διαγωνιζόμενης. Δέκα χρόνια αργότερα η εικοσάχρονη Μελανί που έχει στο μεταξύ εγκαταλείψει το όνειρό της για καριέρα σολίστα, κάνει την πρακτική της σαν γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο του Ζαν Φουσενκούρ. Όταν ο τελευταίος αναζητά μια οικιακή βοηθό η Μελανί προθυμοποιείται στοχεύοντας στη σύζυγο του Ζαν Αριάν. Η εξαιρετική επιμέλεια που δείχνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και οι μουσικές της γνώσεις θα την φέρουν πιο κοντά στην ιδιαίτερα ευάλωτη συναισθηματικά Αριάν, που αναρώνει έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η τελευταία σχεδιάζει την επιστροφή της στον κόσμο της μουσικής μέσα από μια σειρά παραστάσεων που ετοιμάζει μαζί με δυο φίλους της επαγγελματίες μουσικούς. Η Μελανί θα πάρει την εκδίκησή της όταν αναλαμβάνει να γυρίζει τις σελίδες της παρτιτούρας της Αριάν στο πρώτο επίσημο κονσέρτο που δίνει το τρίο.
Η ταινία «Το Κορίτσι που Γυρίζει τις Σελίδες» είναι ένα ψυχολογικό θρίλλερ, με αναφορές στον μετρ του είδους Alfred Hitchcock και τον Claude Chabrol. Το σενάριο υπογραφόμενο από τον σκηνοθέτη και τον Jacques Sotty φέρει κάποια από τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που καταξίωσαν το μεγάλο Άγγλο σκηνοθέτη. Πρώτα απ’ όλα την αξεπέραστη αίσθηση του σασπένς. Δίνουμε στο κοινό μια πληροφορία που τα πρόσωπα της ταινίας δε γνωρίζουν. Αυτό είναι το βασικό αφηγηματικό μοτίβο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η αγωνία του θεατή. Δεύτερον, όσον αφορά τους χαρακτήρες το μονοδιάστατο των αντρικών ρόλων που αντιπαραβάλλεται με γυναίκες πολυεπίπεδες, όμορφες, αλλά ψυχρές και απόμακρες. Τρίτον, τη σεξουαλικότητα που παρουσιάζεται με υπαινικτικό τρόπο διεγείροντας την ηδονοβλεπτική ματιά του θεατή. Τέταρτον, το αντικείμενο φετίχ, δηλαδή το αυτόγραφο που υπογράφει η Αριάν είναι το στοιχείο με το οποίο ανοίγει και κλείνει η αφήγηση. Στον Chabrol τώρα, οι γυναίκες και το ερωτικό πάθος είναι οι αφορμές για να ανέλθει στην επιφάνεια ο συντηρητισμός και ο υφέρπων φασισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας. Έτσι, στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αριάν οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στην υποκριτική συνύπαρξη και υπάρχουν θαρρείς μόνο στο όνομα της έξωθεν καλής μαρτυρίας. Το savoir ferre - πού είσαι Ζαμπούνη να με θαυμάσεις – είναι ο βρόγχος που καταπνίγει οποιαδήποτε εκδήλωση διαφορετικότητας απαλλάσοντας τα άτομα από την ενδοσκόπηση, την αυτογνωσία και την αλληλοαναγνώριση. Αυτή την κομφορμιστική χαύνωση έρχεται να αναδείξει η τροφοδοτούμενη από την εκδίκηση βούληση της Μελανί. Και φυσικά η κοσμοπολίτικη ευρύτητα πνεύματος πηγαίνει περίπατο, όταν το δικαίωμα στην ερωτική αυτοδιάθεση γκρεμίζει το οικοδόμημα της πρέπουσας κοινωνικής συμπεριφοράς.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά της ταινίας θα δούμε ότι το μοντάζ οργανώνεται με στόχο την ανάδειξη βασικών αντιθετικών μοτίβων. Η ταξική και ηλικιακή αντίθεση ανάμεσα στη Μελανί και στην Αριάν αμβλύνεται από τον εσωτερικό αναδιπλασιασμό που υφίστανται οι δύο πρωταγωνίστριες. Έτσι η Μελανί τραμπαλίζεται ανάμεσα στην ανέμελη έφηβη που απολαμβάνει την επιστροφή στην εποχή της αθωότητας μέσα από το παιχνίδι στην εξοχή και στην έμμισθη υπάλληλο που ζητά την εκδίκησή της, ενώ και η Αριάν ταλαντεύεται ανάμεσα στην εύθραυστη καλλιτέχνιδα που αναζητά συναισθηματική οικειότητα και στην επιτυχημένη επαγγελματία και σύζυγο που αντλεί το κύρος της από την οικονομική και κοινωνική της θέση. Στο σημείο σύγκλισης των δυο χαρακτήρων έχουμε ένα φιλί και ένα τρυφερό αντάμωμα των χεριών στον κήπο ενώ στο σημείο απόκλισης την προδοσία και τη φυγή. Γι’ αυτό και ο θεατής φεύγει από την αίθουσα με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Η ηθική αξιολόγηση των χαρακτήρων δεν μπορεί να γίνει εδώ με μονοσήμαντο τρόπο. Εξαιρετική η μουσική επένδυση του Jerome Lemonnier συνδυάζει κλασσικά θέματα (Σοστάκοβιτς, Σούμπερτ, Μπάχ), με μοντέρνους ρυθμούς. Εξαιρετικές αποστασιοποιημένες ερμηνείες από τις δυο πρωταγωνίστριες που εμβαθύνουν με το παίξιμό τους, το διφορούμενο του χαρακτήρα τους.
Το καλό γαλλικό σινεμά δίνει για άλλη μια φορά το παρόν.
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου