Εδώ θέλω να μιλήσω λίγο περισσότερο για αυτό το τίποτα που τρεμοσβήνει. Δυο φορές την εβδομάδα τρέχω στο λόφο του Αρδηττού, πίσω από το Καλιμάρμαρο στάδιο. Εκεί τις βραδινές ώρες με φόντο την Ακρόπολη, ακολουθώ το δικό μου μαραθώνιο, μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, πέντε χιλιόμετρα. Διασταυρώνομαι, προσπερνώ ή με προσπερνούν, ανθρώπινες σκιές που αγωνίζονται το δικό τους αγώνα. Προσπαθώ να διακρίνω πρόσωπα, τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς στο μισοσκόταδο, ή χνάρια στο νοτισμένο από την υγρασία της νύχτας, χώμα. Νιώθω μια τεράστια περιέργεια για όλους αυτούς τους «αόρατους» συνοδοιπόρους της νύχτας. Πως βρεθήκαμε όλοι εμείς εκεί; Γιατί εμείς και όχι κάποιοι άλλοι; Άραγε έχουμε τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες αγωνίες; Έτσι πορευόμαστε χρόνια ολόκληρα, σε μια, κατά κύριο λόγο, βουβή συμμετρία. Απέναντι η Ακρόπολη φωταγωγημένη μας ευλογεί, θαρρείς, με τη σοφία των αιώνων που κουβαλάει στην πλάτη της. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Έτσι ακριβώς φαντάζομαι τη ζωή. Έναν συνεχή δρόμο άσκησης των αισθήσεων και των νοητικών διαδικασιών που διεγείρουν. Με κάποιους θα συμπορευτείς, κάποιους θα προσπεράσεις, ίσως γιατί είσαι πιο βιαστικός ή πιο προπονημένος, κάποιοι θα σε προσπεράσουν. Το τέρμα όμως μας περιμένει όλους, δυστυχώς χωρίς να το έχουμε καθορίσει. Αυτό που μπορούμε όμως να ορίσουμε είναι τη διαδρομή και το τέμπο της. Εντάξει, δε θα μας δαφνοστεφανώσει όλους, στο τέλος της διαδρομής, ο χρόνος. Ο Περικλής, ο Φειδίας, ο Πλάτωνας κέρδισαν το στοίχημα με το χρόνο. Πίσω από αυτούς εκατομμύρια άλλοι ήρθαν και χάθηκαν τα χνάρια τους, χωρίς να τους αφουγκραστεί καμμία ιστορία. Όμως, γνωρίζω ότι δίπλα σε κάθε επιφανή Poussin, υπάρχει ένας Georges De la Tour, δίπλα σε κάθε παιδί μια μητέρα, δίπλα σε κάθε εραστή μια ερωμένη, δίπλα σε ένα φίλο ένας προσιτός συνοδοιπόρος. Έχοντας όλα αυτά σαν φόντο, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε την καθημερινότητά μας, αγωνιζόμενοι να την υπερβούμε. Η υπέρβαση αφορά στις σχέσεις που δημιουργούμε. Οι σχέσεις για να παραμένουν ζωντανές απαιτούν κατανοητική συνύπαρξη. Η τελευταία προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση, δηλαδή τη διαφύλαξη της έννοιας του Προσώπου ως ιστορικού υποκειμένου, απέναντι στη χρησιμοθηρία και τον καταναλωτικό εκμαυλισμό. Έτσι διασφαλίζεται η αναστοχαστική ανατροφοδότηση, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτό, το ρίζωμα σε μια ουσιαστική ενότητα της οποίας αποτελούμε συστατικά μέρη, είναι για μένα η μοναδική θεραπεία απέναντι στη λήθη, το μοναδικό νόημα της ανθρώπινης περιπλάνησης, σε ένα σύμπαν βουβό και αδιάφορο.
Σήμερα, σε μια ακόμα ειρωνική συγκυρία της ζωής, πέθανε ένα πρόσωπο από το ευρύ οικογενειακό μου περιβάλλον. Ένας ακόμα κοινός άνθρωπος, για τον οποίο δεν θα γραφτεί καμία παράγραφος στο βιβλίο της ιστορίας. Ήταν κάποτε μια όμορφη γυναίκα που στοίχειωνε τις άγουρες ερωτικές μου φαντασιώσεις. Οι δικοί της, απόλυτα κοντινοί άνθρωποι, θα αναλάβουν να κρατήσουν αναμμένο το κερί της μνήμης, απέναντι στο απαλό αεράκι της λησμονιάς. Όλοι οι υπόλοιποι, «ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιζητούμε το ανέφικτο». Ή αλλιώς με τα λόγια του Montaigne, «το να φιλοσοφεί κανείς σημαίνει ότι μαθαίνει τον τρόπο για να πεθάνει».