Με τη λέξη Καζανόβα(ς) χαρακτηρίζουμε σήμερα την υπερβολή στην εκδήλωση του ανδρικού ερωτισμού. Η ανύψωση σε σύμβολο διασώζει βέβαια το ιστορικό πρόσωπο από τη λήθη αλλά ταυτόχρονα το καταδικάζει σε παραμόρφωση. Έτσι ο περισσότερος κόσμος αγνοεί σήμερα ότι ο Giacomo Girolamo Casanova υπήρξε ένα ανήσυχο «σωματικό» πνεύμα, ένας Λιμπερτίνος του 18ου αι. που αναγνώριζε ως μοναδικό ηθικό νόμο την αδιάκοπη επιδίωξη της υποκειμενικής ευτυχίας και ηδονής, ως μοναδικό χρόνο αυτόν της επιθυμίας και της περιπέτειας. Αυτόν τον ίδιο χρόνο που «αγγίζοντάς» τον με τον σαγηνευτικό του λόγο τον μεταμόρφωσε σε «αθάνατη» ύλη.
Ο νεαρός διδάκτορας του εκκλησιαστικού Δικαίου και μύστης της Καμπαλά άφησε πίσω του την πειθαρχημένη ζωή του κληρικού για να κυνηγήσει την τύχη του στις εσχατιές της Ευρώπης. Ταξιδεύει συνεχώς. Από τη Βενετία στην Κέρκυρα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στη Νάπολη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βαρσοβία, στην Αγία Πετρούπολη, στη Μαδρίτη, στο Μονπελιέ, στην Αιξ Προβάνς, στη Βιέννη, στη Δρέσδη...Μιλά Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Λατινικά...Συλλαμβάνεται με την κατηγορία της μασονίας και της διενέργειας καββαλιστικών τελετών και φυλακίζεται στις περίφημες Βενετσιάνικες φυλακές Πιόμπι. Δραπετεύει στο Παρίσι ένα χρόνο αργότερα. Η περιπέτειά του αυτή σε συνδυασμό με τις μυστικιστικές και αχλημιστικές του γνώσεις θα αποτελέσουν το διαβατήριο για την είσοδο του στον κύκλο της περίφημης Μαντάμ Ντε Πομπαντούρ. Συνομιλεί με τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ και μετατρέπει τη συνάντησή του με το Βολταίρο σε «κόντρα» ύφους πάνω στην Αναγεννησιακή ποίηση. Απολαμβάνει την «υψηλή» παρέα του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας και της Αικατερίνης της Ρωσίας. Φεύγει κυνηγημένος από την Πολωνία έπειτα από τη μονομαχία του με τον κόμητα Μπρανίσκυ και το θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου για την «τιμή» μιας νεαρής ηθοποιού. Γράφει θεατρικά έργα, λίβελους κατά της Βενετσιάνικης αριστοκρατίας, την Ιστορία των Πολωνικών εξεγέρσεων (3 τόμοι), μεταφράζει στα Ιταλικά την Ιλιάδα, εκπονεί μελέτη πάνω σε ένα μαθηματικό ζήτημα που είχε απασχολήσει τον Νεύτωνα.... Σε ένα διαρκές θεατρικό παιχνίδισμα «κλείνει» πονηρά το μάτι στους ισχύοντες κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς απονέμοντας στον εαυτό του τον τίτλο του ιππότη: «Πήρα από το αλφάβητο, ιδιοκτησία όλου του κόσμου, οκτώ γράμματα και τα συνδύασα ώστε να σχηματιστεί η λέξη Seingalt. Η λέξη μου άρεσε και την υιοθέτησα σαν τίτλο...Ιππότης De Seingalt, ιδιοκτήτης του τίτλου καθόσον δημιουργός του».
Είκοσι εννέα χρόνια αργότερα, το 1789, θα ξεκινήσει την «Ιστορία της ζωής μου» ένα δωδεκάτομο έργο γραμμένο στη Γαλλική, την κατεξοχήν γλώσσα των λιμπερτίνων, μια τοιχογραφία της τόσο σημαντικής εποχής του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του Ροκοκό. Καταφεύγοντας σε ένα λαμπρό παρελθόν ξεγελά το αμείλικτο παρόν και αντιστρέφει την ιδεολογία μιας ζωής με μόνο σκοπό τον τελικό της θρίαμβο, δηλαδή την απόλαυση της στιγμής ακόμα και όταν εκείνη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Μου άρεσε να βλέπω τη ζωή σαν φωτεινή ηλιαχτίδα που διαπερνά τις γρίλιες του παραθύρου και φωτίζει ένα ολοσκότεινο δωμάτιο» γράφει στα απομνημονεύματά του. Αυτή την ιδεολογία θα τη μετουσιώσει σε ένα απαστράπτον κείμενο που θα επηρεάσει μελετητές και καλλιτέχνες και θα χαρίσει στη λογοτεχνία γοητευτικούς ήρωες που αντλούν σάρκα από τη ζωή και οστά από τη φαντασίωση. Άριστος εραστής, εξαιρετικός χαρτοπαίκτης και εξίσου σπουδαίος ηθοποιός ξέρει πότε οφείλει να εγκαταλείψει τη σκηνή και να παραχωρίσει τη θέση του. Γνωρίζοντας πως «η ζωή αποστρέφεται το γήρας» υποκλίνεται αξιοπρεπώς στο παιχνίδι της Aιώνιας Φύσης που δεν νοθεύεται από ανθρώπινες ηθικές ερμηνείες και κλείνει βιαστικά την αφήγησή του το 1774 όταν ήταν 49 ετών.
Ο 19ος αι. θα ανακαλύψει τον «παρεξηγημένο» Casanova δημιουργώντας ένα ολόκληρο ρεύμα Καζανοβιστών. «Αρέσκομαι να μελετώ τον άνθρωπο ταξιδεύοντας. Η ιστορία δεν αποτελεί για μένα διάμεσο γιατί η ιστορία ψεύδεται» λέει στο Βολταίρο κατά τη συνάντησή τους. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράδοξο που τα Απομνημονεύματα θα εμπνεύσουν μεταξύ άλλων τον Ντελακρουά, τον Σταντάλ και τον Νερβάλ. Η ιδέα ενός ταξιδιού των ηδονών κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον 20ο αι. ο Χένρυ Μίλλερ διακοσμεί τα έργα του με απτές ερωτικές περιγραφές, ενώ ο Φελλίνι μεταφέρει σκηνογραφικά στον κινηματογράφο την ηδονική ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο του Καζανόβα. Ο δε Αντρέας Εμπειρίκος τοποθετεί σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του «Μεγάλου Ανατολικού» την «Ιστορία της ζωής μου».
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1725 στη Βενετία, γόνος περιπλανόμενων ηθοποιών, και πέθανε στις 5 Ιουνίου 1798 στο Ντούξ της Βοημίας όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στον πύργο του κόμη Βάλντσταϊν. «Έζησα σαν φιλόσοφος και πεθαίνω σαν χριστιανός» ήταν οι τελευταίες του λέξεις...