Το σκάνδαλο με τη διαχείριση «μαύρου χρήματος» για την ανάληψη κρατικών έργων από τη γερμανική εταιρία Siemens ακούμπησε επιτέλους την καρδιά ενός σαθρού πολιτικού οικοδομήματος και στην Ελλάδα. Το ζήτημα δεν είναι αν ο Θεόδωρος Τσουκάτος πρόσωπο κλειδί στην κυβέρνηση Σημίτη εκείνης της εποχής, μιλάμε για το 1998, πήρε τα χρήματα για λογαριασμό δικό του ή για λογαριασμό του κόμματος που εκπροσωπούσε. Το ζήτημα δεν είναι καν ο εν λόγω πολιτικός ή το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Το ζήτημα είναι η διαρκώς επιτεινόμενη κρίση του θεσμού της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ένα μοντέρνο σύστημα εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους, που τελεί υπό συνταγματική νομιμοποίηση. Γιατί τι άλλο συνιστά η ανάθεση της κυβέρνησης σε ένα σώμα αντιπροσώπων με τετραετή λαϊκή νομιμοποίηση πέρα από εκχώρηση κυριαρχικού δικαιώματος; Έχει καμμία ουσιαστική διαφορά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας, ο ελέω θεού ηγεμόνας έχει αντικατασταθεί από μια βουλή αντιπροσώπων; Εκτός αν φανταζόμαστε ότι οι άνθρωποι αυτοί συνιστούν μια ειδική κατηγορία, ένα προϊόν κάποιου εργαστηρίου, με μοναδικό σκοπό την προώθηση του κοινού «καλού» ενάντια, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, στο δικό τους υποκειμενικό συμφέρον. Η ισότητα των πολιτών δεν εξαντλείται στην ισονομία, δηλαδή στη χορήγηση ίσων «παθητικών» δικαιωμάτων, αλλά εκτείνεται στην ενεργό συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις. Μια συνεχής δραστηριότητα όπου το κοινό «καλό» χωρίς να προϋποτίθεται και χωρίς να χρειάζεται επαγγελματίες «ειδικούς» αποτελεί προϊόν συλλογικής συναπόφασης.
Βέβαια για να μη μακρυγορήσω περισσότερο η παραπάνω περιγραφόμενη κατάσταση λαμβάνει, σε χώρες όπως η δική μας, ακόμα πιο εκρηκτικές διαστάσεις αν αναλογιστούμε την έκταση της Δημόσιας Διοίκησης και τον αριθμό των λειτουργών της, την πολυνομία αλλά και την επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων φορέων.
Υπό αυτές τις συνθήκες το Siemens...ελέησον συνιστά μονόδρομο.
Υπό αυτές τις συνθήκες το Siemens...ελέησον συνιστά μονόδρομο.