Διάβασα το βιβλίο του Ortega Gasset «Η εξέγερση των μαζών». Εκεί ο συγγραφέας εμφανώς επηρεασμένος από το Νιτσεϊκό ιδεώδες του «υπερανθρώπου» άσκησε κριτική στην μαρξιστική θεωρία και τον ιστορικό ρόλο που αναλαμβάνει το προλεταριάτο αποδίδοντας, στον απόηχο της Μπολσεβίκικης επάναστασης και την εποχή της ανόδου του Φασισμού στην Ευρώπη, την κρίση της Δυτικής κουλτούρας στην πολιτική κυριαρχία των μαζών. Σύμφωνα με τον Gasset η αξία των πολιτισμικών ελίτ έγκειται στην επίγνωση και την προθυμία τους να αναλάβουν την ευθύνη των πολιτικών και πολιτισμικών απαιτήσεων που χωρίς αυτές είναι αδύνατη η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Αντίθετα ο «μαζικός» άνθρωπος, απορροφημένος από τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, απλά επιβεβαιώνει το δικαίωμα στο ασήμαντο και το τετριμμένο προσβλέποντας αποκλειστικά στην ουτοπία ενός μέλλοντος απεριόριστων υλικών δυνατοτήτων και πλήρους ελευθερίας από την αναγκαιότητα που τον ταλανίζει. Στα πολλά του ελαττώματα περιλαμβάνεται μια αντιρομαντική, ισοπεδωτική πρακτικότητα που διέπει τις καθημερινές του δοσοληψίες. Αντίστοιχα, τα πολιτικά του ένστικτα αποδεικνύονται πιο συντηρητικά από αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Η εργατική και η κατώτερη μεσαία τάξη προσκολλημένη, για λόγους βιοποριστικούς και ψυχολογικούς, στο θεσμό της οικογένειας, το μοναδικό σημείο αναφοράς και σταθερότητας σε έναν αναστατωμένο κόσμο, εναντιώνονται σε «εναλλακτικούς τρόπους ζωής» θρέφοντας βαθιές επιφυλάξεις για την καταφατική δράση των εγχειρημάτων κοινωνικής μηχανικής. Μη έχοντας επίγνωση της ευθραυστότητας του πολιτισμού και του τραγικού χαρακτήρα της ιστορίας ο μαζάνθρωπος ζεί α-νόητα με την πεποίθηση ότι ο κόσμος θα είναι αύριο ακόμα πιο πλούσιος, πιο ευρύς, πιο τέλειος έτοιμος να υποδεχτεί τη φτιασιδωμένη ασημαντότητά του. Το θανάσιμο μίσος για όλα όσα δεν είναι αυτός ο ίδιος, η αποστροφή απέναντι σε οτιδήποτε εξαιρετικό χαρακτηρίζει τελικά το «μαζικό» μυαλό όπως το περιέγραψε ο Gasset.
Διατηρώντας αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι, σήμερα, οι μάζες έχουν απωλέσει - οριστικά; - κάθε επαναστατικό ενδιαφέρον και βουλιάζουν στην αυταπάτη του κομφορμισμού που τους προσφέρει, σε αέναες έντοκες δόσεις, η κοινωνία της κατανάλωσης. Η βιομηχανική εργατική τάξη το καμάρι και ο στυλοβάτης του σοσιαλισμού μαζί με την ιδεολογική της εμπροσθοφυλακή, το συνδικαλιστικό κίνημα, έχουν καταντήσει αξιολύπητα απομεινάρια - σκιές του εαυτού τους καθώς το μοναδικό αίτημα στο οποίο επιμένουν με συνέπεια αφορά στη μεγαλύτερη συμμετοχή στο καταναλωτικό ντελίριο.
Αντίστοιχα τα νέα κοινωνικά κινήματα, αυτά που έμελε να πάρουν τη θέση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και τα οποία στήριξαν για λίγο την «Αριστερά» κατά τη δεκαετία 1975-1985 φαίνεται να έχουν σήμερα διαψευστεί. Ο φεμινισμός, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, το δικαίωμα στο κράτος πρόνοιας, τα αιτήματα ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις δεν προσκόμισαν τελικά τίποτα περισσότερο πέρα από το αίτημα ένταξης τους στις κυρίαρχες κοινωνικές δομές.
Το βέβαιο είναι, για να μην κουράσω περισσότερο, ότι η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, μαζί με όσα κινήματα ανέλαβαν κατά την ιστορική εξέλιξη να την προσανατολίσουν βαδίζει ασθμαίνοντας στον 21 αι. Και καθώς οι ευθύνες των κοινωνικοοικονομικών ελίτ, σε αυτό τον κοινωνικό μαρασμό που δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από μαρασμό της Δημοκρατίας, δεν είναι μικρότερες, σε αντίθεση με όσα καταμαρτυρεί ο Gasset, ευελπιστώ να επανέλθω με αυτό ακριβώς το θέμα.