Είδα τη «Βαβέλ» σε σκηνοθεσία του Μεξικανού Alejandro Inarritu με τους Brad Pitt, Cate Blanchett, Adrianna Barrazza, Gael Garcia Bernal, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Ρίτσαρντ και η Σούζαν παντρεμένο ζευγάρι Αμερικανών με δυο παιδιά ταξιδεύουν στο Μαρόκο, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν μια κρίση στη σχέση τους, που προήλθε από το θάνατο του τρίτου τους παιδιού. Δυο πιτσιρικάδες βοσκοί χαμένοι κάπου στα βουνά του Μαρόκου δοκιμάζουν το βεληνεκές της νεοαποκτηθείσας καραμπίνας τους βάλλοντας κατά διερχόμενου λεωφορείου, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της Σούζαν. Στο Σαν Ντιέγκο, η Αμέλια εργαζόμενη ως γκουβερνάντα στο σπίτι του Ρίτσαρντ και της Σούζαν αποφασίζει, προκειμένου να παρευρεθεί στο γάμο του γιού της στο Μεξικό, να πάρει μαζί της τα δυο ανήλικα παιδιά του ζεύγους εν αγνοία των εργοδοτών της. Στο Τόκιο, μια κωφάλαλη έφηβη κοπέλλα προσπαθεί, μετά το θάνατο της μητέρας της, να κεντρίσει με άκομψο τρόπο το ενδιαφέρον των αρσενικών και ταυτόχρονα να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον πατέρα της.
Η «Βαβέλ», σαφής η αναφορά στο εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης με επίκεντρο τον περιβόητο Πύργο, όπου άπαντες ομιλούσαν διαφορετική διάλεκτο και ακόμα σαφέστερη η αναφορά στην παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη ασυνεννοησία, είναι μια «σπονδυλωτή» ψυχολογική περιπέτεια, αποτελούμενη από τέσσερις «αυτόνομες» ιστορίες, που διαδραματίζονται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Το σενάριο, που φέρει την υπογραφή του ταλαντούχου Guillermo Arriaga συνιστά ένα συνοπτικό σχόλιο και ταυτόχρονα ένα ουμανιστικό μήνυμα-έκκληση, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι άνθρωποι, όσο επιφανειακά διαφορετικοί και αν φαντάζουν, υπόκεινται στους ίδιους αναπόδραστους νόμους, όπου η σεξουαλικότητα, ο πόνος, η φθορά και ο θάνατος, χαράσσουν ανεξίτηλα τον ψυχισμό τους, διαρρηγνύουν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και προσδιορίζουν την ανάγκη τους για επικοινωνία και συμβίωση. Εκτός από το βασικό μήνυμα αναδύονται κατά την εξέλιξη της ταινίας χαρακτηριστικά μηνύματα «κλισέ», τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο των Δυτικών κοινωνιών. Έτσι βλέπουμε στις δύο πρώτες ιστορίες που διαδραματίζονται στο Μαρόκο να καθίσταται ευκρινής μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «πολιτισμένους» και «απολίτιστους», η οποία χαράσσεται με βάση την τεχνολογική υπεροχή του Δυτικού πολιτισμού. Η τεχνολογική αυτή υπεροχή, προσλαμβάνει χαρακτήρα ηθικής υπεροχής στα μάτια του μέσου Δυτικού ανθρώπου. Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία, μέσα από τους φόβους των Δυτικών τουριστών ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας θα τους κατασπαράξουν οι πρωτόγονοι μουσουλμάνοι, καθώς το τουριστικό λεωφορείο που τους μεταφέρει ακινητοποιείται στη Μαροκινή ενδοχώρα, μετά τον τραυματισμό της Σούζαν. Το σκηνικό της παράνοιας ολοκληρώνεται με το δελτίο τύπου που εκδίδει η Αμερικανική πρεσβεία, στο Μαρόκο. «Αμερικανίδα τουρίστρια, θύμα τρομοκρατικής επίθεσης». Το μανιχαικό σχήμα της πανταχόθεν βαλλόμενης «καλής» υπερδύναμης, που θέλει να εξάγει τα «αγαθά» της ελευθερίας και των ίσων ευκαιριών είναι «εύπεπτο» και νομιμοποιεί τις ηγεμονικές επιδιώξεις, που επιβάλλονται δια της βίας. Η τρίτη ιστορία που διαδραματίζεται στα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων πολιτειών είναι χαρακτηριστική της σχιζοειδούς συμπεριφοράς που βιώνουμε και στα μέρη μας, σύμφωνα με την οποία μετανάστες από υπανάπτυκτες χώρες, ενώ συμμετέχουν ενεργά στην αύξηση του ετήσιου Εθνικού προϊόντος των αναπτυγμένων χωρών προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια σε εργασίες δεύτερης διαλογής, παραμένουν πολιτικά ανέστιοι και ηθικά μη νομιμοποιημένοι. Η τέταρτη ιστορία συνιστά τον καθρέφτη του ψυχισμού του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Έναν καθρέφτη στον οποίο εμφανίζεται η μεγαλόπρεπη απομόνωση του ατόμου σε ένα περιβάλλον που σφύζει από «κίνηση» (εξαιρετικά αντιφατικό δεν βρίσκεται;) και όπου «μονωμένα» πρόσωπα αναζητούν την προσοχή και το ενδιαφέρον με κραυγαλέα υστερικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τον κατακερματισμό του φιλμικού χρόνου και με την ισορροπημένη χρήση «υποκειμενικών» και «αντικειμενικών» πλάνων μετατρέπει το θεατή σε συμμέτοχο των τεκταινόμενων. Μοναδικές παραφωνίες στο αισθητικό οικοδόμημα που δημιούργησε ο Inarritu, το απότομο μοντάζ με το οποίο συνδέονται οι επιμέρους ιστορίες μεταξύ τους (ίσως θέλησε να καταστήσει περισσότερο ευκρινές το σοκ της μετάβασης) και η λιγότερο εναρμονισμένη, θεματικά, αισθητικά και λειτουργικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες τέταρτη ιστορία που διαδραματίζεται στο Τόκιο. Μέγιστη η συμβολή της φωτογραφίας στην αισθητική αποτύπωση, γεωγραφική και συναισθηματική, των διαφορετικών τόπων με τα διαφορετικά χρώματα και «βάθη» πεδίου για κάθε ιστορία ξεχωριστά. Ο λυρισμός των εικόνων οφείλει πολλά και στη μουσική επένδυση του βραβευμένου με όσκαρ, για το Brokeback Mountain, Gustavo Santaolalla. Η Adrianna Barrazza με τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο ρόλο της γκουβερνάντας Αμέλια, κερδίζει τις εντυπώσεις από τα βαριά χαρτιά του cast. Καλές ερμηνείες από τους σταρ, με ιδιαίτερη αναφορά στην καθηλωτική σκηνή του τηλεφωνήματος του Brad Pitt στα παιδιά του, δείγμα της εξαιρετικής ικανότητας «συναισθηματικής μεταμόρφωσης» που διαθέτει αυτός ο ηθοποιός.
Η ταινία κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών.
Ο Ρίτσαρντ και η Σούζαν παντρεμένο ζευγάρι Αμερικανών με δυο παιδιά ταξιδεύουν στο Μαρόκο, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν μια κρίση στη σχέση τους, που προήλθε από το θάνατο του τρίτου τους παιδιού. Δυο πιτσιρικάδες βοσκοί χαμένοι κάπου στα βουνά του Μαρόκου δοκιμάζουν το βεληνεκές της νεοαποκτηθείσας καραμπίνας τους βάλλοντας κατά διερχόμενου λεωφορείου, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της Σούζαν. Στο Σαν Ντιέγκο, η Αμέλια εργαζόμενη ως γκουβερνάντα στο σπίτι του Ρίτσαρντ και της Σούζαν αποφασίζει, προκειμένου να παρευρεθεί στο γάμο του γιού της στο Μεξικό, να πάρει μαζί της τα δυο ανήλικα παιδιά του ζεύγους εν αγνοία των εργοδοτών της. Στο Τόκιο, μια κωφάλαλη έφηβη κοπέλλα προσπαθεί, μετά το θάνατο της μητέρας της, να κεντρίσει με άκομψο τρόπο το ενδιαφέρον των αρσενικών και ταυτόχρονα να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον πατέρα της.
Η «Βαβέλ», σαφής η αναφορά στο εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης με επίκεντρο τον περιβόητο Πύργο, όπου άπαντες ομιλούσαν διαφορετική διάλεκτο και ακόμα σαφέστερη η αναφορά στην παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη ασυνεννοησία, είναι μια «σπονδυλωτή» ψυχολογική περιπέτεια, αποτελούμενη από τέσσερις «αυτόνομες» ιστορίες, που διαδραματίζονται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Το σενάριο, που φέρει την υπογραφή του ταλαντούχου Guillermo Arriaga συνιστά ένα συνοπτικό σχόλιο και ταυτόχρονα ένα ουμανιστικό μήνυμα-έκκληση, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι άνθρωποι, όσο επιφανειακά διαφορετικοί και αν φαντάζουν, υπόκεινται στους ίδιους αναπόδραστους νόμους, όπου η σεξουαλικότητα, ο πόνος, η φθορά και ο θάνατος, χαράσσουν ανεξίτηλα τον ψυχισμό τους, διαρρηγνύουν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και προσδιορίζουν την ανάγκη τους για επικοινωνία και συμβίωση. Εκτός από το βασικό μήνυμα αναδύονται κατά την εξέλιξη της ταινίας χαρακτηριστικά μηνύματα «κλισέ», τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο των Δυτικών κοινωνιών. Έτσι βλέπουμε στις δύο πρώτες ιστορίες που διαδραματίζονται στο Μαρόκο να καθίσταται ευκρινής μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «πολιτισμένους» και «απολίτιστους», η οποία χαράσσεται με βάση την τεχνολογική υπεροχή του Δυτικού πολιτισμού. Η τεχνολογική αυτή υπεροχή, προσλαμβάνει χαρακτήρα ηθικής υπεροχής στα μάτια του μέσου Δυτικού ανθρώπου. Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία, μέσα από τους φόβους των Δυτικών τουριστών ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας θα τους κατασπαράξουν οι πρωτόγονοι μουσουλμάνοι, καθώς το τουριστικό λεωφορείο που τους μεταφέρει ακινητοποιείται στη Μαροκινή ενδοχώρα, μετά τον τραυματισμό της Σούζαν. Το σκηνικό της παράνοιας ολοκληρώνεται με το δελτίο τύπου που εκδίδει η Αμερικανική πρεσβεία, στο Μαρόκο. «Αμερικανίδα τουρίστρια, θύμα τρομοκρατικής επίθεσης». Το μανιχαικό σχήμα της πανταχόθεν βαλλόμενης «καλής» υπερδύναμης, που θέλει να εξάγει τα «αγαθά» της ελευθερίας και των ίσων ευκαιριών είναι «εύπεπτο» και νομιμοποιεί τις ηγεμονικές επιδιώξεις, που επιβάλλονται δια της βίας. Η τρίτη ιστορία που διαδραματίζεται στα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων πολιτειών είναι χαρακτηριστική της σχιζοειδούς συμπεριφοράς που βιώνουμε και στα μέρη μας, σύμφωνα με την οποία μετανάστες από υπανάπτυκτες χώρες, ενώ συμμετέχουν ενεργά στην αύξηση του ετήσιου Εθνικού προϊόντος των αναπτυγμένων χωρών προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια σε εργασίες δεύτερης διαλογής, παραμένουν πολιτικά ανέστιοι και ηθικά μη νομιμοποιημένοι. Η τέταρτη ιστορία συνιστά τον καθρέφτη του ψυχισμού του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Έναν καθρέφτη στον οποίο εμφανίζεται η μεγαλόπρεπη απομόνωση του ατόμου σε ένα περιβάλλον που σφύζει από «κίνηση» (εξαιρετικά αντιφατικό δεν βρίσκεται;) και όπου «μονωμένα» πρόσωπα αναζητούν την προσοχή και το ενδιαφέρον με κραυγαλέα υστερικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τον κατακερματισμό του φιλμικού χρόνου και με την ισορροπημένη χρήση «υποκειμενικών» και «αντικειμενικών» πλάνων μετατρέπει το θεατή σε συμμέτοχο των τεκταινόμενων. Μοναδικές παραφωνίες στο αισθητικό οικοδόμημα που δημιούργησε ο Inarritu, το απότομο μοντάζ με το οποίο συνδέονται οι επιμέρους ιστορίες μεταξύ τους (ίσως θέλησε να καταστήσει περισσότερο ευκρινές το σοκ της μετάβασης) και η λιγότερο εναρμονισμένη, θεματικά, αισθητικά και λειτουργικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες τέταρτη ιστορία που διαδραματίζεται στο Τόκιο. Μέγιστη η συμβολή της φωτογραφίας στην αισθητική αποτύπωση, γεωγραφική και συναισθηματική, των διαφορετικών τόπων με τα διαφορετικά χρώματα και «βάθη» πεδίου για κάθε ιστορία ξεχωριστά. Ο λυρισμός των εικόνων οφείλει πολλά και στη μουσική επένδυση του βραβευμένου με όσκαρ, για το Brokeback Mountain, Gustavo Santaolalla. Η Adrianna Barrazza με τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο ρόλο της γκουβερνάντας Αμέλια, κερδίζει τις εντυπώσεις από τα βαριά χαρτιά του cast. Καλές ερμηνείες από τους σταρ, με ιδιαίτερη αναφορά στην καθηλωτική σκηνή του τηλεφωνήματος του Brad Pitt στα παιδιά του, δείγμα της εξαιρετικής ικανότητας «συναισθηματικής μεταμόρφωσης» που διαθέτει αυτός ο ηθοποιός.
Η ταινία κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου