Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2006

ΜΠΑΜΠΑ...ΤΙ ΜΟΥ 'ΦΕΡΕΣ;

Το άκουσα στο ραδιόφωνο. Μειλίχια αντρική φωνή ακουγόμενη να πλέκει το εγκώμιο των σκληρά εργαζόμενων πατεράδων που στερούνται τα παιδιά τους για να εξασφαλίσουν «τα προς το ζειν», καταλήγει στην μίμηση παιδικής φωνής που μόλις βλέπει ανοιχτή την πατρική αγκαλιά ρωτάει: «Μπαμπά τι μου ’φερες»; Διαφημιστικό συμπέρασμα. Στα καταστήματα JUMBO με 1250 κωδικούς παιχνιδιών σε τιμή κάτω του ενός ΕΥΡΩ μπορείτε και εσείς, που δεν ανήκετε στους οικονομικά ευημερούντες αυτού του τόπου, να ανταλλάξετε την καθημερινή σας απουσία με δώρα. Εξαιρετικό δε βρίσκετε;
Επειδή εγώ είμαι επιμελής καταναλωτής, αυτό μπορούν να σας το βεβαιώσουν οι φίλοι μου, θα ήθελα να ρωτήσω τον εμπνευστή του διαφημιστικού σποτ. Που να βρούμε το χρόνο να πηγαίνουμε καθημερινά στα
JUMBO; Και που να βρούμε το χώρο, να στοιβάξουμε επιπλέον παιχνίδια στην ήδη στοιβαγμένη ζωή μας; Μήπως εκτός από παιχνίδια σε τιμή κάτω του ενός ΕΥΡΩ σου βρίσκονται μερικά τετραγωνικά μέτρα παραπάνω, καθώς και υπηρετικό προσωπικό να αναλάβει τα διεκπεραιωτικά καθήκοντα; Αν είναι να στηθεί το «σκηνικό» να γίνει με το σωστό τρόπο.
Και για να σοβαρευτούμε. Όταν το πέρασμα του χρόνου ξεθωριάσει και αυτό το αίσθημα της ενοχής των αναβαλλόμενων σχέσεων που εξαγοράζονται με δώρα και γιορταστικές συναθροίσεις, τι θα μείνει; Το μηδέν με τι αντικαθίσταται;


Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ)


Είδα την ταινία «Oι σημαίες των προγόνων μας» σε σκηνοθεσία Clint Eastwood με τους Ryan Phillipe, Adam Beach, Jesse Bradford, Jamie Bell, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Φεβρουάριος 1945 Β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Οι σύμμαχοι έχουν αποφασίσει να τερματίσουν τον πόλεμο που μαίνεται στο θέρετρο του Ειρηνικού ωκεανού κάνοντας απόβαση στα Ιαπωνικά νησιά. Μια από τις πιο σημαντικές και αιματηρές μάχες, ήταν εκείνη που αφορούσε στην κατάληψη του νησιού Iwo Jima από τους Αμερικανούς πεζοναύτες. Έξι από αυτούς «συλλαμβάνονται» από τον φωτογραφικό φακό, την ώρα που υψώνουν την αστεροέσσα στην ψηλότερη κορυφή του νησιού. Πίσω στην Αμερική, η φωτογραφία αναδεικνύεται από το σύνολο του τύπου σε σύμβολο μαχητικότητας και αυταπάρνησης. Καθώς το οικονομικό κόστος του πολέμου είναι πλέον δυσβάσταχτο για την αμερικάνικη οικονομία, αποφασίζεται από την στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, η μετάκλιση των τριών επιζώντων πεζοναυτών που ύψωσαν τη σημαία πίσω στην πατρίδα. Σκοπός, η ευαισθητοποίηση των Αμερικανών πολιτών και η συνεισφορά τους στην αγορά πολεμικών ομολόγων για την περαιτέρω χρηματοδότηση του πολέμου, μέσα από τη σύσταση ενός περιοδεύοντος θιάσου που θα οργώσει από άκρη σε άκρη την Αμερική.
Ο Clint Eastwood δυο χρόνια μετά το «Million Dollar Baby», επιστρέφει με ένα αντιπολεμικό δράμα σε παραγωγή του Steven Spielberg. «Oι σημαίες των προγόνων μας», βασισμένες στο βιβλίο που έγραψε ο James Bradley γιός του επιζώντα πεζοναύτη John Bradley είναι ένα πικρό σχόλιο πάνω στην «αλήθεια» του πολέμου και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Σημείο αναφοράς η παντοδύναμη εικόνα. Η πραγματική φωτογραφία του Jo Rosendale μετατρέπει μια συνηθισμένη πράξη στο πεδίο της μάχης την ύψωση της σημαίας, σε αξεπέραστο σύμβολο ηρωισμού. Μέσω αυτής, στήνεται ένας πανίσχυρος μηχανισμός πολιτικής εκμετάλλευσης και οικονομικής αφαίμαξης. Στο επίκεντρό του βρίσκεται το θέαμα. Το θέαμα για να είναι προσοδοφόρο πρέπει να είναι μαζικό. Για να είναι μαζικό πρέπει να είναι εύληπτο. Για να είναι εύληπτο πρέπει να στηρίζεται σε απλοικές έννοιες και διαχωρισμούς διεγείροντας τα συναισθηματικά αντανακλαστικά των αποδεκτών. Από το σημείο αυτό ο εκφυλισμός της ίδιας της αρχικής ιδέας δεν είναι μακριά. Το κιτς εκδηλώνεται σαν φυσική συνέπεια της «χαρούμενης» διάθεσης μεγαλοποίησης. Γι’ αυτό στο επίσημο γεύμα προσφέρεται στους επιζώντες πεζοναύτες γλυκό σε φόρμα, που αποτυπώνει την ύψωση της σημαίας στο Iwo Jima. «Σιρόπι φράουλας, ή σοκολάτας;» ρωτάει ο σερβιτόρος. Οι ψυχικές και οι λοιπές ανάγκες των περιφερόμενων συμβόλων στερούνται οποιουδήποτε ενδιαφέροντος, από τη στιγμή που έχουν ενσωματωθεί στο μηχανισμό παραγωγής χρήματος. Δεν είναι πλέον άνθρωποι, αλλά αναγνωρίσιμα εμπορικά σήματα η αξία των οποίων εξαντλείται με την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Αυτό που μετράει είναι η πιστή αναπαραγωγή της εικόνας τους. Γι’ αυτό ο ινδιάνικης καταγωγής Άιρα Χέις, όταν συλλαμβάνεται τύφλα στο μεθύσι από έναν στρατηγό, στέλνεται πίσω στη γραμμή του πυρός. Γι’ αυτό ο διαβιβαστής της παρέας των επιζώντων βρίσκει όλες τις πόρτες κλειστές, όταν αναζητά δουλειά στο τέλος του πολέμου. Ηθικές αναστολές δεν χωρούν στις μπίζνες και κυρίως στις big business. Οι ηγεμονίες απαιτούν θυσίες για να οικοδομηθούν και....άφθονο χρήμα. Μήπως ακούγονται υπερβολικά σύγχρονα όλα αυτά;
Διέκρινα δύο σεναριακές αδυναμίες. Η πρώτη, αναφέρεται στη στασιμότητα της δραματουργικής επεξεργασίας και εξέλιξης της περιοδείας στην Αμερική από ένα σημείο και ύστερα, με αποτέλεσμα να υποσκάπτεται το ενδιαφέρον και ο ρυθμός. Η δεύτερη, εντοπίζεται στην προσπάθεια ηθικού εξαγνισμού των επιζώντων πεζοναυτών που επιχειρείται στο τέλος της ταινίας.
Η σκηνοθεσία γεφυρώνει επιδέξια την πλήξη των δεξιώσεων με συνεχείς αναδρομές στο πεδίο της μάχης, όπου το Hollywood πάντα έδρεπε δάφνες. Τα ψηφιακά επεξεργασμένα γενικά πλάνα του στόλου που καταπλέει στο Iwo Jima, σε συνδυασμό με τις συνεχείς εναλλαγές μεσαίων και κοντινών πλάνων στα πρόσωπα των μαχόμενων πεζοναυτών και τα εξαιρετικά επεξεργασμένα ηχητικά εφέ δίνουν την αίσθηση πραγματικής μάχης. Μέγιστη και η συμβολή της φωτογραφίας στο συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα που ξεκινά την απόβαση χρησιμοποιώντας νατουραλιστικά χρώματα, αποδίδοντας έτσι τη ζωτικότητα του εγχειρήματος και καταλήγει με σχεδόν αποχρωματισμένες σκηνές μάχης, στην προσπάθεια να αποτυπώσει ένα οριστικά χαμένο παγερό παρελθόν που αποπνέει θάνατο. Καλές ερμηνείες από το cast ιδιαίτερα στο πεδίο της μάχης.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον την δεύτερη εκδοχή της ταινίας που θα παρουσιάζει τις μάχες στο Iwo Jima από την Ιαπωνική πλευρά.

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ...33 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ


Άλλη μια σεμνή τελετή μνήμης έφτασε στο τέλος της, με τη γνωστή πορεία, τα γνωστά επεισόδια, τις γνωστές συλλήψεις. Επειδή όπως πολύ παραστατικά το έθεσε ο κος Ν. Δήμου αυτό που σήμερα έχει καθιερωθεί στην εθνική συνείδηση σαν συλλογικό αίτημα ελευθερίας, αφορούσε μάλλον μια παρέα ανθρώπων μεθυσμένων από νιάτα και αφού τακτοποιήσουμε τους ιστορικούς μας λογαριασμούς με τα κόμματα που εκ των υστέρων ζήτησαν μερίδιο σε μια προσπάθεια που δεν τους αναλογούσε, καιρός είναι να αναρωτηθούμε και προς μια άλλη κατεύθυνση. Μιλάω για αυτούς που ονειρευόμενοι την επανάσταση ξύπνησαν σε μεταξωτά σεντόνια, ή παραφράζοντας τον Umberto Eco αυτούς που ανδρώθηκαν εμπρηστές και πεθαίνουν πυροσβέστες. Και για να εξηγούμαστε, δεν κατηγορώ συλλήβδην όσους τόλμησαν να πετύχουν επαγγελματικά και οικονομικά. Αναφέρομαι σε όσους κατέληξαν θλιβεροί διαχειριστές πολιτικής εξουσίας, στους απολογητές ενός ξεπερασμένου πελατειακού συστήματος που εξακολουθεί σε πείσμα όλων των εξαγγελιών να αναπαράγεται για 33 χρόνια, δικαιώνοντας τη λαική θυμοσοφία περί βρακιών και επιδέξιων κόλων.
Τιμώντας τους παραπάνω αναφερόμενους θα πρότεινα τον καθορισμό μιας ημερομηνίας εορτασμού της αμνησίας μας, που δεν είναι ανάγκη να είναι εθνική.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Ο ΑΝΕΜΟΣ ΦΥΣΟΥΣΕ ΤΟ ΚΡΙΘΑΡΙ)


Είδα την ταινία «O Άνεμος φυσούσε το κριθάρι» σε σκηνοθεσία Ken Loach με τους Cillian Murphy, Padraic Delaney, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ιρλανδία 1920. Ο Ντέμιαν και ο Τέντυ είναι δυο αδέρφια που υφίστανται, μαζί με όλους τους συντοπίτες τους, τη βάναυση συμπεριφορά των βρετανικών στρατευμάτων κατοχής. Ο μικρότερος Ντέμιαν τελειόφοιτος φοιτητής Ιατρικής, αποφασίζει να συνεχίσει την πρακτική του σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Ο μεγαλύτερος Τέντυ είναι ο αρχηγός και εμψυχωτής της τοπικής οργάνωσης που μάχεται για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας. Δυο απανωτά περιστατικά, η άδικη εκτέλεση ενός νεαρού φίλου και συντοπίτη και η βάναυση κακοποίηση ενός Ιρλανδού οδηγού τραίνου στο σταθμό από τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής, θα πείσουν τον Ντέμιαν για το αναγκαίο της στράτευσής του στο αγώνα. Τα βασανιστήρια, οι πολιτικές κόντρες και οι διαφωνίες, ωριμάζουν τον Ντέμιαν πολιτικά και προσωπικά. Ταυτόχρονα, οι επαναστάτες οργανώνονται συγκροτώντας το Σώμα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού με ενιαία στρατηγική και πρακτικές δράσης. Οι εκτεταμένες δολιοφθορές κατά των βρετανικών στρατευμάτων έχουν σαν αποτέλεσμα, την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους της Νότιας Ιρλανδίας, έπειτα από διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο στις 6 Δεκεμβρίου του 1921. Στο νέο κράτος η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο του Δουβλίνου έχουν εκτελεστική δύναμη και νομοθετική αυτονομία. Η Βόρεια Ιρλανδία παραμένει βρετανικό έδαφος, ενώ η ανεξάρτητη Νότια Ιρλανδία γίνεται μέλος της Κοινοπολιτείας. Για την ιστορία υπέρ της συνθήκης τάχτηκε στο Ιρλανδικό Κοινοβούλιο ο Arthur Griffith και κατά ο Valera. Η απόφαση αυτή «άνοιξε» τον ασκό του Αιόλου και προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο. Οι δρόμοι των δυο αδερφών χωρίζουν. Ο Ντέμιαν τάσσεται κατά της συνθήκης και ο Τέντυ υπέρ.
Ο Loach έντεκα χρόνια μετά τη «Γη και Ελευθερία» με θέμα τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, επιστρέφει στο είδος που τον ανέδειξε σκηνοθετικά την πολιτική ταινία. «O Άνεμος φυσούσε το κριθάρι» χωρίζεται θεματικά σε δυο επιμέρους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, περιγράφονται οι συνθήκες και οι μέθοδοι κάτω από τις οποίες «χαλαρά» οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις μετατρέπονται σε μαζικό απελευθερωτικό κίνημα, ενώ η δεύτερη ενότητα, εστιάζεται στις αντιδράσεις που προκάλεσε, στους κόλπους του μέχρι πρότινος ενιαίου κινήματος, η υπογραφή της συνθήκης ανεξαρτησίας και στη στάση που τήρησαν οι πρώην συμπολεμιστές στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Το σενάριο που φέρει την υπογραφή του Paul Laverty, στενού συνεργάτη του Loach, είναι μια σπουδή πάνω στον άνθρωπο στην πολιτική και την ατομική διάσταση του ενεργούντος υποκειμένου και στη συγκρουσιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους θέτοντας σε κίνηση, τόσο την ιστορία, όσο και το προσωπικό πεπρωμένο. Η μοναδικότητα του ανθρώπου έγκειται στην ελεύθερη άσκηση της βούλησής του. Μέσα από την ενεργητική τοποθέτησή του απέναντι στα πράγματα ο άνθρωπος αυτοπροσδιορίζεται. Με τον τρόπο αυτό τίθεται σε κίνηση ο χρόνος που είναι ταυτόχρονα προσωπικός και ιστορικός. Χρόνος σημαίνει απώλεια αέναη κίνηση και αλλαγή. Το όραμα του καινούργιου, οικοδομείται πάνω στα συντρίμμια του παλιού. Η τραγωδία εκτυλίσσεται σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο η προσωπική ηθική στάση συγκρούεται με τον συλλογικό σκοπό, την ιδέα κοινωνικής αλλαγής. Ο τίτλος της ταινίας αναφερόμενος στον κυματισμό του σταχυού που κινδυνεύει να σπάσει με το φύσημα του ανέμου αυτό ακριβώς υπονοεί, τις αντιφάσεις του ατόμου που παρασύρεται στη δίνη της Ιστορίας. Γι’ αυτό ο Ντέμιαν εκτελεί με δάκρυα στα μάτια, τον εικοσάχρονο φίλο του που κατέδωσε στους εγγλέζους το κρησφύγετο της επαναστατικής ομάδας. Γι’ αυτό ο αδερφός καταρρέει, μετά την εντολή εκτέλεσης του αδερφού. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για ήρωες, οι μανιχαϊκές υποδηλώσεις και οι φθηνοί μελοδραματισμοί απέναντι στα πολυσύνθετα φαινόμενα της ζωής είναι περιττά στοιχεία. Στο δεύτερο επίπεδο, όταν ο συλλογικός σκοπός φαίνεται να πραγματοποιείται και μια νέα αρχή εγκαθίσταται στο θρόνο της καθεστηκυίας τάξης τα αιτήματα της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης αρχίζουν να ξεθωριάζουν, στο όνομα μιας διαχειριστικής πρακτικής. Σισύφειος ο αγώνας; Σε αυτή την κατεύθυνση, το τέλος παραμένει «ανοιχτό». Η Ιστορία με σημείο εκκίνησης τον άνθρωπο, φαίνεται να εξελίσσεται ερήμην οραμάτων και υποκινητών.
Η σκηνοθεσία, πιστή στη γραμμή Loach παρουσιάζεται λιτή στα εκφραστικά της μέσα και ταυτόχρονα αρκούντως περιεκτική στην αποτύπωση χαρακτήρων και καταστάσεων. Κόντρα στις αντίστοιχες αμερικάνικες υπερπαραγωγές με τις ψηφιακά επεξεργασμένες σκηνές επικών μαχών και τα πλήθη των κομπάρσων ο σκηνοθέτης κατορθώνει να ανασυστήσει το ιστορικό πλαίσιο, καθώς και την αισθητική της εμφύλιας σύρραξης με μοναδικά του όπλα, τη ρεαλιστική φωτογραφία, τη «βασική» τεχνική χρήση της κινηματογραφικής κάμερας και κυρίως, με το φυσικό και ανεπιτήδευτο «στήσιμο» των ηρώων η ζωή των οποίων «ρέει» σε όλες τις εκφάνσεις της, χωρίς ωραιοποιήσεις και περιττούς μελοδραματισμούς. Εξαιρετικές ερμηνείες και από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές.
Η ταινία απέσπασε Χρυσό Φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΒΑΒΕΛ)


Είδα τη «Βαβέλ» σε σκηνοθεσία του Μεξικανού Alejandro Inarritu με τους Brad Pitt, Cate Blanchett, Adrianna Barrazza, Gael Garcia Bernal, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Ρίτσαρντ και η Σούζαν παντρεμένο ζευγάρι Αμερικανών με δυο παιδιά ταξιδεύουν στο Μαρόκο, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν μια κρίση στη σχέση τους, που προήλθε από το θάνατο του τρίτου τους παιδιού. Δυο πιτσιρικάδες βοσκοί χαμένοι κάπου στα βουνά του Μαρόκου δοκιμάζουν το βεληνεκές της νεοαποκτηθείσας καραμπίνας τους βάλλοντας κατά διερχόμενου λεωφορείου, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της Σούζαν. Στο Σαν Ντιέγκο, η Αμέλια εργαζόμενη ως γκουβερνάντα στο σπίτι του Ρίτσαρντ και της Σούζαν αποφασίζει, προκειμένου να παρευρεθεί στο γάμο του γιού της στο Μεξικό, να πάρει μαζί της τα δυο ανήλικα παιδιά του ζεύγους εν αγνοία των εργοδοτών της. Στο Τόκιο, μια κωφάλαλη έφηβη κοπέλλα προσπαθεί, μετά το θάνατο της μητέρας της, να κεντρίσει με άκομψο τρόπο το ενδιαφέρον των αρσενικών και ταυτόχρονα να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον πατέρα της.
Η «Βαβέλ», σαφής η αναφορά στο εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης με επίκεντρο τον περιβόητο Πύργο, όπου άπαντες ομιλούσαν διαφορετική διάλεκτο και ακόμα σαφέστερη η αναφορά στην παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη ασυνεννοησία, είναι μια «σπονδυλωτή» ψυχολογική περιπέτεια, αποτελούμενη από τέσσερις «αυτόνομες» ιστορίες, που διαδραματίζονται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Το σενάριο, που φέρει την υπογραφή του ταλαντούχου Guillermo Arriaga συνιστά ένα συνοπτικό σχόλιο και ταυτόχρονα ένα ουμανιστικό μήνυμα-έκκληση, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι άνθρωποι, όσο επιφανειακά διαφορετικοί και αν φαντάζουν, υπόκεινται στους ίδιους αναπόδραστους νόμους, όπου η σεξουαλικότητα, ο πόνος, η φθορά και ο θάνατος, χαράσσουν ανεξίτηλα τον ψυχισμό τους, διαρρηγνύουν τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και προσδιορίζουν την ανάγκη τους για επικοινωνία και συμβίωση. Εκτός από το βασικό μήνυμα αναδύονται κατά την εξέλιξη της ταινίας χαρακτηριστικά μηνύματα «κλισέ», τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο των Δυτικών κοινωνιών. Έτσι βλέπουμε στις δύο πρώτες ιστορίες που διαδραματίζονται στο Μαρόκο να καθίσταται ευκρινής μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «πολιτισμένους» και «απολίτιστους», η οποία χαράσσεται με βάση την τεχνολογική υπεροχή του Δυτικού πολιτισμού. Η τεχνολογική αυτή υπεροχή, προσλαμβάνει χαρακτήρα ηθικής υπεροχής στα μάτια του μέσου Δυτικού ανθρώπου. Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία, μέσα από τους φόβους των Δυτικών τουριστών ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας θα τους κατασπαράξουν οι πρωτόγονοι μουσουλμάνοι, καθώς το τουριστικό λεωφορείο που τους μεταφέρει ακινητοποιείται στη Μαροκινή ενδοχώρα, μετά τον τραυματισμό της Σούζαν. Το σκηνικό της παράνοιας ολοκληρώνεται με το δελτίο τύπου που εκδίδει η Αμερικανική πρεσβεία, στο Μαρόκο. «Αμερικανίδα τουρίστρια, θύμα τρομοκρατικής επίθεσης». Το μανιχαικό σχήμα της πανταχόθεν βαλλόμενης «καλής» υπερδύναμης, που θέλει να εξάγει τα «αγαθά» της ελευθερίας και των ίσων ευκαιριών είναι «εύπεπτο» και νομιμοποιεί τις ηγεμονικές επιδιώξεις, που επιβάλλονται δια της βίας. Η τρίτη ιστορία που διαδραματίζεται στα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων πολιτειών είναι χαρακτηριστική της σχιζοειδούς συμπεριφοράς που βιώνουμε και στα μέρη μας, σύμφωνα με την οποία μετανάστες από υπανάπτυκτες χώρες, ενώ συμμετέχουν ενεργά στην αύξηση του ετήσιου Εθνικού προϊόντος των αναπτυγμένων χωρών προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια σε εργασίες δεύτερης διαλογής, παραμένουν πολιτικά ανέστιοι και ηθικά μη νομιμοποιημένοι. Η τέταρτη ιστορία συνιστά τον καθρέφτη του ψυχισμού του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Έναν καθρέφτη στον οποίο εμφανίζεται η μεγαλόπρεπη απομόνωση του ατόμου σε ένα περιβάλλον που σφύζει από «κίνηση» (εξαιρετικά αντιφατικό δεν βρίσκεται;) και όπου «μονωμένα» πρόσωπα αναζητούν την προσοχή και το ενδιαφέρον με κραυγαλέα υστερικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τον κατακερματισμό του φιλμικού χρόνου και με την ισορροπημένη χρήση «υποκειμενικών» και «αντικειμενικών» πλάνων μετατρέπει το θεατή σε συμμέτοχο των τεκταινόμενων. Μοναδικές παραφωνίες στο αισθητικό οικοδόμημα που δημιούργησε ο Inarritu, το απότομο μοντάζ με το οποίο συνδέονται οι επιμέρους ιστορίες μεταξύ τους (ίσως θέλησε να καταστήσει περισσότερο ευκρινές το σοκ της μετάβασης) και η λιγότερο εναρμονισμένη, θεματικά, αισθητικά και λειτουργικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες τέταρτη ιστορία που διαδραματίζεται στο Τόκιο. Μέγιστη η συμβολή της φωτογραφίας στην αισθητική αποτύπωση, γεωγραφική και συναισθηματική, των διαφορετικών τόπων με τα διαφορετικά χρώματα και «βάθη» πεδίου για κάθε ιστορία ξεχωριστά. Ο λυρισμός των εικόνων οφείλει πολλά και στη μουσική επένδυση του βραβευμένου με όσκαρ, για το Brokeback Mountain, Gustavo Santaolalla. Η Adrianna Barrazza με τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο ρόλο της γκουβερνάντας Αμέλια, κερδίζει τις εντυπώσεις από τα βαριά χαρτιά του cast. Καλές ερμηνείες από τους σταρ, με ιδιαίτερη αναφορά στην καθηλωτική σκηνή του τηλεφωνήματος του Brad Pitt στα παιδιά του, δείγμα της εξαιρετικής ικανότητας «συναισθηματικής μεταμόρφωσης» που διαθέτει αυτός ο ηθοποιός.
Η ταινία κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών.

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ)


Είδα τα «Παιδιά των Ανθρώπων» σε σκηνοθεσία του μεξικανού Alfonso Cuaron με τους Clive Owen, Julianne Moore, Michael Caine, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το 2027 είναι μια χρονιά-σταθμός για το ανθρώπινο γένος, που από το 2005 έχει πάψει ν' αναπαράγεται, εξαιτίας της εμφάνισης ενός ιού. Ο νεότερος άνθρωπος πάνω στη Γη, ένας 18χρονος ονόματι Ντιέγκο Ρικάρντο, δολοφονείται για ασήμαντο λόγο σε ένα μπαρ του Μπουένος Αϊρες. Παράλληλα το Λονδίνο κατακλύζεται από ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα, ενώ η εγκληματικότητα και ο πόλεμος, μεταξύ αντιμαχόμενων επαναστατικών ομάδων, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Ένας απογοητευμένος πρώην ακτιβιστής και νυν υπάλληλος του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών ο Θίο, επιστρατεύεται από την πρώην ερωμένη του Τζούλιαν και νυν ηγετικό στέλεχος της επαναστατικής οργάνωσης «Ψάρια» για να οδηγήσει την έγκυο Αφρικανή λαθρομετανάστρια Κι σε ασφαλές μέρος, όπου ειδικοί επιστήμονες εργαζόμενοι στο «
Human Project» θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους.
Τα «Παιδιά των Ανθρώπων» μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομότιτλου μυθιστορήματος της Βρετανής
Phyllis Dorothy James είναι ένα περιπετειώδες θρίλλερ, που ισορροπεί ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία και την πραγματικότητα. Το σενάριο, εκκινώντας από τα υπαρκτά προβλήματα της υπογεννητικότητας και της μετανάστευσης που μαστίζουν το σύγχρονο Δυτικό κόσμο, καταγράφει μια συνολική κρίση. Η κρίση αυτή οφείλεται στον παθητικό, αυτιστικό, αυτοπεριορισμό και στην αδυναμία «ουσιαστικής» επικοινωνίας των ηγεμονικών ελίτ, που ιεραρχούν τις αξίες του Δυτικού πολιτισμού, τόσο, με αυτούς που βρίσκονται στη βάση του κοινωνικού οικοδομήματος, όσο και με διαφορετικούς λαούς και κουλτούρες, σε μια προοπτική εποικοδομητικής συμβίωσης ανάμεσα σε ανθρώπους και περιβάλλον. Τα απορρίμματα, εμπράγματα και ανθρώπινα, αποτελούν αναπόδραστη συνέπεια της διαδικασίας καταναλωτικής «επιμόρφωσης», η οποία συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Καθώς η παραγωγή αυξάνει συνεχώς σε όγκο, για να ικανοποιήσει την ψυχαναγκαστική επιθυμία των εχόντων, αυξάνουν και οι ανάγκες αποκομιδής των εμπράγματων απορριμμάτων. Τη διαδικασία αυτή επιφορτίζονται ανθρώπινα απορρίμματα, άνθρωποι που εφόσον δεν είναι καταναλωτές εξορίζονται αυτομάτως στα όρια του συστήματος. Υπό αυτή την έννοια, καθίσταται εξίσου αναπόδραστη η δημιουργία γκέτο τόσο, εντός των ορίων του συστήματος ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, όσο και εκτός ανάμεσα σε ντόπιους και ανέστιους. Η μοναδική ελπίδα έρχεται σύμφωνα με το σενάριο, από τους «κολασμένους αυτής της γής», η ενστικτώδης ενεργητικότητα των οποίων μπολιασμένη με τη γνώση των αφυπνισμένων «υπηρετών» του συστήματος, μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία του ανθρώπου.
Το σενάριο λιτό και συμπυκνωμένο, όσον αφορά τη διαχείριση της δράσης αφήνει τις αιτίες της κοινωνικής κρίσης να μετεωρίζονται σε ένα παράλληλο σύμπαν, χωρίς να ενσωματώνονται λειτουργικά στο σύνολο. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα αφενός, του ξαδέλφου του Θίο υψηλόβαθμου στελέχους του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, που ζεί αυτοπεριορισμένος στο Λονδίνο σε ένα υψηλής προστασίας κτίριο, με μοναδική συντροφιά τον αυτιστικό γιό του και ορισμένα διασωθέντα έργα τέχνης ορόσημα του Δυτικού πολιτισμού και αφετέρου, του διανοούμενου Τζάσπερ που αναβιώνει μια μοναχική χίπικη ατμόσφαιρα στη μέση του πουθενά. Εφόσον πρόκειται για κοινωνική αλληγορία θα ήταν απαραίτητο κατά τη γνώμη μου, να τεθεί ένα περισσότερο σαφές πλαίσιο που να περιγράφει, όχι μόνο τις αιτίες της κατάρρευσης του υφιστάμενου συστήματος εξουσίας, αλλά και το λόγο ύπαρξης και δράσης των αντιφρονούντων επαναστατικών πυρήνων. Επιπρόσθετα, το μεσσιανικό τέλος αναμενόμενο σχεδόν από την αρχή, αφαιρεί πολύ από τη δυναμική μιας ταινίας, που θέλει να συμβολίζει κάτι περισσότερο από ένα θρίλλερ επιστημονικής φαντασίας.
Η σκηνοθεσία υπερβαίνοντας τις σεναριακές ατέλειες, κατορθώνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα καταιγιστικής δράσης αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον και την αισθητική της κρίσης. Η υποβλητική φωτογραφία, η χρήση του
steady cam στις σκηνές καταδίωξης, τα πανοραμίκ που εισάγουν το θεατή στον περιβάλλοντα χώρο βίας και εξαθλίωσης, σε συνδυασμό με τη μουσική που υπογραμμίζει διακριτικά το στοιχείο της χριστιανικής αλληγορίας, δημιουργούν ένα άρτια επεξεργασμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερη αναφορά στην ερμηνεία του Clive Owen, που ισορροπεί το αρχικό «μπλαζέ» ύφος του απογοητευμένου ακτιβιστή με τη συναισθηματική έξαρση του σωτήρα του ανθρώπινου γένους. Εξαιρετικός και ο Michael Caine στο ρόλο του διανοούμενου χίππι Τζάσπερ.
Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βενετίας 2006.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ)


Είδα το «Γύρνα Πίσω» όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πρωτότυπος τίτλος «Volver», σε σκηνοθεσία Pedro Almodovar με τους Penelope Cruz, Lola Duenas, Carmen Maura, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η Ραιμούντα ζεί στη Μαδρίτη μαζί με την κόρη της Πάουλα και τον μέθυσο σύζυγό της Πάκο.
O Πάκο επιτίθεται με σεξουαλικές διαθέσεις στην Πάουλα και αυτή τον σκοτώνει. Η Ραιμούντα παίρνει την ευθύνη πάνω της και αναλαμβάνει να εξαφανίσει το πτώμα, προστατεύοντας την κόρη της. Σε παράλληλη τροχιά, ο θάνατος της θείας της Ραιμούντα θα ανασύρει από την αφάνεια ένα «θαμμένο» οικογενειακό δράμα, με πρωταγωνίστρια την ίδια τη Ραιμούντα, τους νεκρούς γονείς της και την κόρη της, θέτοντας σε αμφισβήτηση το εξειδανικευμένο οικογενειακό παρελθόν.
Μετά την «Κακή εκπαίδευση», ο
Almodovar επιστρέφει στη «μαύρη» κωμωδία και τον οικείο κόσμο των γυναικών από τις οποίες εκπορεύεται η ζωή και ο θάνατος. Γυναίκες όμορφες, ή λιγότερο όμορφες, νέες ή μεγαλύτερες, φίλες, ερωμένες, μητέρες, αδερφές, αντίζηλες και αλληλέγγυες, τρυφερές και «δολοφονικά» σκληρές, αυτά τα πολυμήχανα και πολυδιάστατα πλάσματα προσαρμόζουν την ύπαρξη τους κάτω από όλες τις συνθήκες. Υπάρχει τίμημα; Ναι λέει ο σκηνοθέτης η εσωτερίκευση του «τραύματος» της καθημερινότητας γεννά μοναξιά και νεύρωση, καταστέλλοντας το φίλτρο της οικείωσης, που υπάρχει έμφυτο στο γυναικείο ψυχισμό. Στο τέλος η «φάρσα» της επιβίωσης θεραπεύεται, μέσα από την επανένωση του σπασμένου κρίκου της αγαπητικής σχέσης στην αλυσίδα της ζωής.
Το σενάριο στηρίζεται στο σασπένς που δημιουργούν παράλληλα εξελισσόμενες «κοντινές» ιστορίες, οι οποίες «δένουν» μεταξύ τους λίγο πριν το τέλος, σε ένα αρκούντος επεξηγηματικό και «λυτρωτικό» φινάλε. Η φωτογραφία με τα έντονα χρώματα στα οποία κυριαρχεί το κόκκινο, τα πολλά εσωτερικά γυρίσματα σε μικοραστικούς χώρους, τα «υποκειμενικά» πλάνα, καθώς και τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστριών, συνιστούν υφολογικά χαρακτηριστικά μιας σκηνοθετικής άποψης πιστής στο δόγμα «Κάνε τέχνη τη ζωή σου», στην οποία εμμένει ο
Almodovar. Οι μικροαστές ηρωίδες συναλλάσονται με πόρνες, οι ακραίες καταστάσεις, εναλλάσονται με τις ανάγκες βιοπορισμού, οι παραδοσιακές αξίες τραμπαλίζονται με τις σύγχρονες ανάγκες ερμηνείας, που δημιουργεί ο αστικός τρόπος ζωής δημιουργώντας ένα ετερόκλητο κοινωνικό σύνολο σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης, το οποίο εκφράζεται αισθητικά μέσα από το κιτς. Η Penelope Cruz με στοιχεία από τον ερωτισμό της Sofia Loren και το λαϊκό δυναμισμό της Anna Maniani, μεταμορφώνεται σε εκβαμβωτικό πλάσμα, κάτω από την επίβλεψη του ισπανού σκηνοθέτη.
Η ταινία απέσπασε βραβείο σεναρίου και γυναικείας ερμηνείας, το οποίο απονεμήθηκε από κοινού και στις έξι πρωταγωνίστριες στο φεστιβάλ των Καννών.