Είδα το «Tsotsi», ταινία που κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής, σκηνοθετημένο από τον άγνωστο Νοτιοαφρικανό Gavin Hood με τους Presley Chweneyagae, Terry Pheto, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πρόκειται για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μυθιστορήματος του Athol Fugard.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε γκέτο της Νότιας Αφρικής όπου τέσσερις νεαροί ξοδεύουν τη ζωή τους ληστεύοντας, σκοτώνοντας και τριγυρνώντας άσκοπα. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο αρχηγός της συμμορίας Tsotsi, που σημαίνει γκάγκστερ στην Νοτιοαφρικάνικη αργκό, ανακαλύπτει στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου το μωρό της γυναίκας που έχει προηγούμενα πυροβολήσει, στην προσπάθειά του να κλέψει το αυτοκίνητο.
Το γεγονός αυτό καθίσταται καταλυτικό για τον ψυχισμό του εν λόγω νεαρού, καθώς τον γυρίζει πίσω στο παρελθόν του και στην προσπάθειά του να επιβιώσει ολομόναχος, σε ένα εχθρικό και αποξενωμένο περιβάλλον. Εκεί, στις παρυφές του γκέτο θάβει την ευαίσθητη-συναισθηματική του πλευρά.
Στη συνέχεια, με αφορμή τη φροντίδα του μωρού αρχίζει μια μοναχική πορεία αυτοσυνειδητοποίησης, ή όπως περιγράφεται με τα λόγια του Δασκάλου, ενός εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας, μια πορεία προς την αξιοπρέπεια του ατόμου που περνάει μέσα από τον αυτοσεβασμό, την αναγνώριση και την αλληλεγγύη προς τον Άλλο.
Η ιστορία φαντάζει σεναριακά ελλιπής, ως προς την μονοσήμαντη ψυχολογική εξέλιξη και ερμηνεία της συμπεριφοράς του πρωταγωνιστή και απόμακρη ως προς τα χωροχρονικά τεκταινόμενα, αν λάβουμε υπόψη ότι έχουν μεσολαβήσει 45 χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Οι παρατηρήσεις αυτές δε μειώνουν στο ελάχιστο την ψυχρή καταγραφή μιας κοινωνικής πραγματικότητας ωμής βίας, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο παρελθόν, ή σε πόλεις όπου οι έντονες κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις δημιουργούν συνθήκες πόλωσης, αλλά εκτείνεται σε όλο το φάσμα του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που αν και επαίρεται για την ορθολογική του δόμηση, δεν έχει καταφέρει να εντάξει την οικονομική αυτάρκεια του ατόμου, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανοητικής συνύπαρξης και συσχέτισης. Αυτό το ορθολογικό κενό καλύπτεται στην προκειμένη περίπτωση με συναισθηματικούς όρους.
Σχετικά με την καλλιτεχνική της αποτίμηση η ταινία συνιστά ένα συμπαγές σύνολο, τα αδρά υφολογικά χαρακτηριστικά του οποίου, υπηρετούν πιστά τις ανάγκες ρεαλιστικής αποτύπωσης και εξέλιξης της δράσης. Πιο συγκεκριμένα, το στήσιμο των σκηνών του κινηματογραφικού κάδρου, δηλαδή οι φυσικοί χώροι-ντεκόρ που αποπνέουν βρωμιά και μιζέρια, η ζωγραφισμένη απόγνωση-αποφασιστικότητα στα πρόσωπα των ηθοποιών, οι έντονοι και κοφτοί διάλογοι, σε συνδυασμό με τη φωτογραφία, τον ήχο και το μοντάζ, αναδεικνύουν μια πνιγηρή πραγματικότητα και ταυτόχρονα προωθούν χωρίς κενά την αφηγηματική εξέλιξη, διασφαλίζοντας τη συναισθηματική δέσμευση του θεατή. Ιδιαίτερη αναφορά στη μουσική υπόκρουση, όπου τον καταγγελτικό τόνο της ραπ μουσικής απόλυτα συνυφασμένης με τη ζωή στο γκέτο και την επιθετική έξαρση, διαδέχονται ρυθμικές «μπαλάντες», παραλληλιζόμενες με την ενδοσκοπική στροφή-μετάβαση και την κοινωνική εναρμόνιση του πρωταγωνιστή.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε γκέτο της Νότιας Αφρικής όπου τέσσερις νεαροί ξοδεύουν τη ζωή τους ληστεύοντας, σκοτώνοντας και τριγυρνώντας άσκοπα. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο αρχηγός της συμμορίας Tsotsi, που σημαίνει γκάγκστερ στην Νοτιοαφρικάνικη αργκό, ανακαλύπτει στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου το μωρό της γυναίκας που έχει προηγούμενα πυροβολήσει, στην προσπάθειά του να κλέψει το αυτοκίνητο.
Το γεγονός αυτό καθίσταται καταλυτικό για τον ψυχισμό του εν λόγω νεαρού, καθώς τον γυρίζει πίσω στο παρελθόν του και στην προσπάθειά του να επιβιώσει ολομόναχος, σε ένα εχθρικό και αποξενωμένο περιβάλλον. Εκεί, στις παρυφές του γκέτο θάβει την ευαίσθητη-συναισθηματική του πλευρά.
Στη συνέχεια, με αφορμή τη φροντίδα του μωρού αρχίζει μια μοναχική πορεία αυτοσυνειδητοποίησης, ή όπως περιγράφεται με τα λόγια του Δασκάλου, ενός εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας, μια πορεία προς την αξιοπρέπεια του ατόμου που περνάει μέσα από τον αυτοσεβασμό, την αναγνώριση και την αλληλεγγύη προς τον Άλλο.
Η ιστορία φαντάζει σεναριακά ελλιπής, ως προς την μονοσήμαντη ψυχολογική εξέλιξη και ερμηνεία της συμπεριφοράς του πρωταγωνιστή και απόμακρη ως προς τα χωροχρονικά τεκταινόμενα, αν λάβουμε υπόψη ότι έχουν μεσολαβήσει 45 χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Οι παρατηρήσεις αυτές δε μειώνουν στο ελάχιστο την ψυχρή καταγραφή μιας κοινωνικής πραγματικότητας ωμής βίας, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο παρελθόν, ή σε πόλεις όπου οι έντονες κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις δημιουργούν συνθήκες πόλωσης, αλλά εκτείνεται σε όλο το φάσμα του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που αν και επαίρεται για την ορθολογική του δόμηση, δεν έχει καταφέρει να εντάξει την οικονομική αυτάρκεια του ατόμου, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανοητικής συνύπαρξης και συσχέτισης. Αυτό το ορθολογικό κενό καλύπτεται στην προκειμένη περίπτωση με συναισθηματικούς όρους.
Σχετικά με την καλλιτεχνική της αποτίμηση η ταινία συνιστά ένα συμπαγές σύνολο, τα αδρά υφολογικά χαρακτηριστικά του οποίου, υπηρετούν πιστά τις ανάγκες ρεαλιστικής αποτύπωσης και εξέλιξης της δράσης. Πιο συγκεκριμένα, το στήσιμο των σκηνών του κινηματογραφικού κάδρου, δηλαδή οι φυσικοί χώροι-ντεκόρ που αποπνέουν βρωμιά και μιζέρια, η ζωγραφισμένη απόγνωση-αποφασιστικότητα στα πρόσωπα των ηθοποιών, οι έντονοι και κοφτοί διάλογοι, σε συνδυασμό με τη φωτογραφία, τον ήχο και το μοντάζ, αναδεικνύουν μια πνιγηρή πραγματικότητα και ταυτόχρονα προωθούν χωρίς κενά την αφηγηματική εξέλιξη, διασφαλίζοντας τη συναισθηματική δέσμευση του θεατή. Ιδιαίτερη αναφορά στη μουσική υπόκρουση, όπου τον καταγγελτικό τόνο της ραπ μουσικής απόλυτα συνυφασμένης με τη ζωή στο γκέτο και την επιθετική έξαρση, διαδέχονται ρυθμικές «μπαλάντες», παραλληλιζόμενες με την ενδοσκοπική στροφή-μετάβαση και την κοινωνική εναρμόνιση του πρωταγωνιστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου