Είδα την ταινία «Θα χυθεί αίμα» σε σκηνοθεσία Paul Thomas Anderson με τους Daniel Day Lewis, Paul Dano στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ιστορία της οικονομικής ανόδου και της ηθικής έκπτωσης, σε αντίστροφη αναλογία, ενός χρυσοθήρα που στις αρχές του 20 αι. ανακαλύπτει, κάπου στην Αμερικανική ενδοχώρα, πετρέλαιο.
Το σενάριο που βασίζεται στο βιβλίο του Αμερικανού Upton Sinclair «Oil» και φέρει την υπογραφή του ίδιου του νεαρού, τριανταοκτάχρονου, σκηνοθέτη συνιστά μια κριτική ματιά πάνω στη «σκοτεινή» πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος με φόντο τη Δεύτερη Βιομηχανική επανάσταση. Τι μας λέει εν ολίγοις το σενάριο; Το καπιταλιστικό σύστημα κεφαλαιακής συγκέντρωσης είναι ενάντια στον άνθρωπο όχι φυσικά επειδή ο τελευταίος είναι προορισμένος από τη φύση του, στη βάση ενός Θεϊκού σχεδίου, για το «καλό», το αντίθετο μάλλον, αλλά επειδή ο «Άλλος» θέτει εμπόδια στον αντικειμενικό στόχο του συστήματος που συνίσταται στον αέναο προσπορισμό οικονομικών κερδών. Αυτά υπερβαίνονται μέσα από την ενσωμάτωσή τους, εφόσον μιλάμε για ανθρώπους, στο υφιστάμενο σύστημα οικονομικής οργάνωσης της εξουσίας ενώ για όσους κατοικούν στο ρετιρέ του επιφυλάσσεται η συγκατοίκηση με την παραφροσύνη της απουσίας ορίων. Καλλιεργείται επομένως ένα Ναρκισιστικό ψευτοείδωλο Υπερανθρώπου το οποίο στέκεται υπεράνω του Νόμου και αντλεί το κύρος του από τη διαιώνιση των σχέσεων κυρίαρχου – κυριαρχούμενου. Ένα κοσμοείδωλο που προκρίνει ως μείζον εφόδιο «ευτυχίας» την ικανότητα αγοράς υλικών αγαθών και εξαγοράς συνειδήσεων. Γι’ αυτό ο «Πετρελαιάς», ανίκανος να αναγνωρίσει οποιαδήποτε συναισθηματική δέσμευση, ανίκανος να αποδεχτεί οποιαδήποτε σχέση πέρα από αυτή της εκμετάλλευσης πάνω στην οποία έχει οργανώσει την επαγγελματική του καταξίωση καταστρέφει, στο αποκορύφωμα της μισάνθρωπης έξαρσής του, τη σχέση του με το γιό του. Μισάνθρωπο λοιπόν το σύστημα που «εγγυάται» την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη βάσανο της αναγκαιότητας; Ή μήπως ένα σύστημα που απλά αναδεικνύει τις περισσότερο πρωτόγονες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού;
Τέτοιου είδους ερωτήματα είναι φυσικό να παραμένουν «ανοιχτά», πόσο μάλλον στο επίπεδο μιας ταινίας. Έτσι όποιος πηγαίνει προετοιμασμένος για μια «τυπική» ιστορία με προφανές «κλείσιμο» και επιμύθιο είναι σίγουρο πως θα απογοητευθεί. Η αισθητική αποτύπωση του φιλμικού χωροχρόνου επίσης δε βοηθάει, καθώς εδώ βρίσκει εφαρμογή, σε αντίθεση προς το κυρίαρχο Αμερικανικό ρεύμα κινηματογραφικής έκφρασης, το «less is more». Αυτό σημαίνει ότι η «λαμπερή» κινηματογράφηση, δηλαδή τα «εντυπωσιακά» σκηνικά και εφέ οι τεχνητοί φωτισμοί και το πλήθος των κομπάρσων, δίνουν τη θέση τους σε μια λιτή ιστορία χαρακτήρων που διαδραματίζεται, κατά κύριο λόγο, σε φυσικούς χώρους. Το κενό αναλαμβάνει να «γεμίσει» ο Daniel Day Lewis με τη μαξιμαλιστική ερμηνεία του, κατέκτησε ήδη το Oscar Α’ ανδρικού ρόλου, συνεπικουρούμενος από τον Paul Dano. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει και η εξαιρετική μουσική επένδυση που φέρει την υπογραφή του Johnny Greenwood.
Συνοψίζοντας, δεν θα μιλήσω για την καλύτερη ταινία της χρονιάς αλλά για μια «ιδιαίτερη» παραγωγή που θέτει ερωτήματα πάνω στην ηθική του κερδοφόρου επιχειρείν, στην οικογένεια και τη θρησκεία με φόντο την πρώϊμη φάση του ύστερου καπιταλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια ταινία ικανή να ανταπεξέλθει σε μια «αναμέτρηση» με το χρόνο.