Εξαιρετικά επίκαιρο, με αφορμή την φημολογούμενη (;) οικονομική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει η Κυβέρνηση αλλά και τις ζυμώσεις στο εσωτερικό της Αντιπολίτευσης, το βιβλίο του J. Habermas «Ο Μεταεθνικός Αστερισμός». Εκεί ο Γερμανός, μαρξιστικών καταβολών, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος αναπτύσει τη σκέψη του για το μετανεωτερικό κόσμο με σημείο εκκίνησης το εξής ερώτημα. «Μπορεί να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί η Δημοκρατία του Κοινωνικού Κράτους πέρα από τα Εθνικά όρια;»
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του εν λόγω βιβλίου, μεταξύ άλλων, τα εξής: Είναι ίσως η πρώτη φορά στη μακρόχρονη εξελικτική πορεία του Έθνους - Κράτους, αν εξαιρέσουμε τις οικονομικές κρίσεις και τις περιδινήσεις των μεγάλων πολέμων, που το τελευταίο νιώθει τόσο ανίσχυρο. Ο παραδοσιακά θεσμοθετημένος στα Δυτικά Κράτη Φιλελεύθερου τύπου διαχωρισμός Κράτους και Κοινωνίας, με τις πολλαπλές ανακουφιστικές λειτουργίες προσωπικής και οικονομικής αυτονομίας, είναι εφικτός χάρη σε αντισταθμιστικούς θεσμούς. Στους τελευταίους κατατάσσονται η κοινωνική και αναδιανεμητική πολιτική με τη συνακόλουθη μέριμνα συγκέντρωσης των απαραίτητων, για την πραγμάτωση των στόχων αυτών, πόρων. Η τεχνολογική επανάσταση στο τέλος του 20ου αι. η οποία καθιστά διάτρητα τα σύνορα και οδηγεί στην υποκατάσταση του «κυρίαρχου της επικράτειας» από τον «κύριο της ταχύτητας» υπονομεύει την προαναφερόμενη ισορροπία. Το Κράτος έχει πλέον στα χέρια του μια μερικώς άχρηστη εξουσία αλλά και μια μερικώς «αδιάφορη» νομιμοποίηση. Γιατί εκεί ακριβώς όπου απαιτείται ρυθμιστική παρέμβαση διαπιστώνουμε είτε την πλήρη απουσία της είτε την υποκατάστασή της από δομές με ελλειματική νομιμότητα όπως για παράδειγμα τις περιβόητες διεθνείς, κυβερνητικές και μη, οργανώσεις.
Το δημοκρατικό έλλειμα είναι όμως η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά στο αναγκαίο, για τη συνοχή των σύγχρονων δημοκρατιών, κοινό πολιτισμικό υπόστρωμα. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο οι πολυπολιτισμικές πιέσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση την, ούτως ή άλλως φαντασιακή, αίσθηση πολιτισμικής ακεραιότητας μιας πληθυσμιακής πλειοψηφίας αλλά το μάλλον αδιαμφισβήτητο γεγονός της απώλειας του κοινού πεπρωμένου, της ιστορικής εθνικής αλληλεγγύης και της αδυναμίας αναπλήρωσής της. Οι πιέσεις αυτές επιτείνονται από την επέλαση μιας νεοφιλελεύθερης αντίληψης κοινωνικής οργάνωσης η οποία στηρίζεται σε μια ανιστορική και μονομερή δεοντολογική παραδοχή που παραγνωρίζει ένα μεγάλο μέρος της νεωτερικής Ευρωπαϊκής παράδοσης. Και αυτό γιατί ο νεοφιλευθερισμός παρουσιάζεται «αδιάφορος» απέναντι στη δημοκρατική ιδέα της αυτονομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία η ιδιωτική αυτονομία και η αυτονομία του πολίτη προϋποτίθενται αμοιβαία. Έτσι ο homo economicus εξαντλεί τη δημοκρατική διαδικασία στην προστασία των ιδιωτικών ελευθεριών του σε μια κατάσταση αδιαφορίας απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι οι αγορές εξυμνούνται δικαιολογημένα στο βαθμό που διασφαλίζουν την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Αυτή όμως η λειτουργία προσπίπτει σε τρία ανυπέρβλητα εμπόδια. Το πρώτο αναφέρεται στην αδυναμία επεξεργασίας πληροφοριών που δε διέπονται από τη γλώσσα των τιμών. Το δεύτερο αναφέρεται στην ατελή λειτουργία των ίδιων των αγορών καθώς ο ελεύθερος ανταγωνισμός συνιστά θεωρητική, κατά το μάλλον, άσκηση. Και το τρίτο αναφέρεται στην αδυναμία εκπλήρωσης του κριτηρίου της δίκαιης ανταμοιβής στο μέτρο που οι αγορές διαιωνίζουν υφιστάμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα των προσώπων και των επιχειρήσεων.
Για τους λόγους αυτούς έχει ιδιαίτερη σημασία να αναδειχτούν σήμερα οι θεμελιώδεις ιδέες ενός «εξισωτικού» οικομενισμού και να αναζητηθούν οι δυνάμεις, η βούληση, η φρόνηση και οι διαδικασίες που θα ρίξουν νέες πολιτισμικές γέφυρες και θα καταστήσουν δυνατές νέες θεσμικές ενώσεις για την ανάδειξη και την προάσπιση της αξίας του «σύνολου» ανθρώπου στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο αλλά και πολυκερματισμένο κόσμο. Η ενιαία όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά Ευρώπη χωρίς το υφιστάμενο χάσμα νομιμοποίησης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτης τάξης παράδειγμα.