Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ...ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ


«Στις 11 Νοεμβρίου κρίνεται το μέλλον της χώρας». Δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου με αφορμή τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Έτος 2007.
«L’ etat c’ est moi (το κράτος είμαι εγώ)». Δήλωση του Λουδοβίκου 14ου, του επονομαζόμενου Θεού – Ήλιου, προς τους υπουργούς της κυβέρνησής του. Έτος 1661.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τραγωδία ή κωμωδία διαλέγετε και παίρνετε...
ΥΓ. Τηρουμένων των αναλογιών για να μην τρελαθούμε κιόλας...

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Ο ΜΕΤΑΕΘΝΙΚΟΣ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ


Εξαιρετικά επίκαιρο, με αφορμή την φημολογούμενη (;) οικονομική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει η Κυβέρνηση αλλά και τις ζυμώσεις στο εσωτερικό της Αντιπολίτευσης, το βιβλίο του J. Habermas «Ο Μεταεθνικός Αστερισμός». Εκεί ο Γερμανός, μαρξιστικών καταβολών, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος αναπτύσει τη σκέψη του για το μετανεωτερικό κόσμο με σημείο εκκίνησης το εξής ερώτημα. «Μπορεί να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί η Δημοκρατία του Κοινωνικού Κράτους πέρα από τα Εθνικά όρια;»
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του εν λόγω βιβλίου, μεταξύ άλλων, τα εξής: Είναι ίσως η πρώτη φορά στη μακρόχρονη εξελικτική πορεία του Έθνους - Κράτους, αν εξαιρέσουμε τις οικονομικές κρίσεις και τις περιδινήσεις των μεγάλων πολέμων, που το τελευταίο νιώθει τόσο ανίσχυρο. Ο παραδοσιακά θεσμοθετημένος στα Δυτικά Κράτη Φιλελεύθερου τύπου διαχωρισμός Κράτους και Κοινωνίας, με τις πολλαπλές ανακουφιστικές λειτουργίες προσωπικής και οικονομικής αυτονομίας, είναι εφικτός χάρη σε αντισταθμιστικούς θεσμούς. Στους τελευταίους κατατάσσονται η κοινωνική και αναδιανεμητική πολιτική με τη συνακόλουθη μέριμνα συγκέντρωσης των απαραίτητων, για την πραγμάτωση των στόχων αυτών, πόρων. Η τεχνολογική επανάσταση στο τέλος του 20ου αι. η οποία καθιστά διάτρητα τα σύνορα και οδηγεί στην υποκατάσταση του «κυρίαρχου της επικράτειας» από τον «κύριο της ταχύτητας» υπονομεύει την προαναφερόμενη ισορροπία. Το Κράτος έχει πλέον στα χέρια του μια μερικώς άχρηστη εξουσία αλλά και μια μερικώς «αδιάφορη» νομιμοποίηση. Γιατί εκεί ακριβώς όπου απαιτείται ρυθμιστική παρέμβαση διαπιστώνουμε είτε την πλήρη απουσία της είτε την υποκατάστασή της από δομές με ελλειματική νομιμότητα όπως για παράδειγμα τις περιβόητες διεθνείς, κυβερνητικές και μη, οργανώσεις.
Το δημοκρατικό έλλειμα είναι όμως η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά στο αναγκαίο, για τη συνοχή των σύγχρονων δημοκρατιών, κοινό πολιτισμικό υπόστρωμα. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο οι πολυπολιτισμικές πιέσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση την, ούτως ή άλλως φαντασιακή, αίσθηση πολιτισμικής ακεραιότητας μιας πληθυσμιακής πλειοψηφίας αλλά το μάλλον αδιαμφισβήτητο γεγονός της απώλειας του κοινού πεπρωμένου, της ιστορικής εθνικής αλληλεγγύης και της αδυναμίας αναπλήρωσής της. Οι πιέσεις αυτές επιτείνονται από την επέλαση μιας νεοφιλελεύθερης αντίληψης κοινωνικής οργάνωσης η οποία στηρίζεται σε μια ανιστορική και μονομερή δεοντολογική παραδοχή που παραγνωρίζει ένα μεγάλο μέρος της νεωτερικής Ευρωπαϊκής παράδοσης. Και αυτό γιατί ο νεοφιλευθερισμός παρουσιάζεται «αδιάφορος» απέναντι στη δημοκρατική ιδέα της αυτονομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία η ιδιωτική αυτονομία και η αυτονομία του πολίτη προϋποτίθενται αμοιβαία. Έτσι ο homo economicus εξαντλεί τη δημοκρατική διαδικασία στην προστασία των ιδιωτικών ελευθεριών του σε μια κατάσταση αδιαφορίας απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι οι αγορές εξυμνούνται δικαιολογημένα στο βαθμό που διασφαλίζουν την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Αυτή όμως η λειτουργία προσπίπτει σε τρία ανυπέρβλητα εμπόδια. Το πρώτο αναφέρεται στην αδυναμία επεξεργασίας πληροφοριών που δε διέπονται από τη γλώσσα των τιμών. Το δεύτερο αναφέρεται στην ατελή λειτουργία των ίδιων των αγορών καθώς ο ελεύθερος ανταγωνισμός συνιστά θεωρητική, κατά το μάλλον, άσκηση. Και το τρίτο αναφέρεται στην αδυναμία εκπλήρωσης του κριτηρίου της δίκαιης ανταμοιβής στο μέτρο που οι αγορές διαιωνίζουν υφιστάμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα των προσώπων και των επιχειρήσεων.
Για τους λόγους αυτούς έχει ιδιαίτερη σημασία να αναδειχτούν σήμερα οι θεμελιώδεις ιδέες ενός «εξισωτικού» οικομενισμού και να αναζητηθούν οι δυνάμεις, η βούληση, η φρόνηση και οι διαδικασίες που θα ρίξουν νέες πολιτισμικές γέφυρες και θα καταστήσουν δυνατές νέες θεσμικές ενώσεις για την ανάδειξη και την προάσπιση της αξίας του «σύνολου» ανθρώπου στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο αλλά και πολυκερματισμένο κόσμο. Η ενιαία όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά Ευρώπη χωρίς το υφιστάμενο χάσμα νομιμοποίησης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτης τάξης παράδειγμα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΗΛΑ)


Είδα την ταινία «Στην Κοιλάδα του Ηλά» σε σκηνοθεσία Paul Haggis με τους Tommy Lee Jones, Charlize Theron, Suzan Sarandon στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ένας υπαξιωματικός του Αμερικανικού Στρατού εξαφανίζεται από τη στρατιωτική βάση του Νιού Μέξικο αμέσως μετά την επιστροφή του από το θέρετρο των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ιράκ. Ο πατέρας του, απόστρατος υπαξιωματικός αυτός, αναζητά τα ίχνη του και έρχεται αντιμέτωπος με την αντιηρωϊκή πλευρά του πολέμου όπως αποτυπώνεται στον ψυχισμό των νεαρών στρατιωτών.
Σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης στην κοιλάδα του Ηλά μονομάχησαν ο Δαβίδ, μετέπειτα βασιλιάς του Ισραήλ, με το Φιλισταίο πολεμιστή Γολιάθ. Η περήφανη νίκη του μικρόσωμου Δαβίδ απέναντι στο θηριώδη Γολιάθ αποτέλεσε έκτοτε παντοτινό σύμβολο θάρρους και πονηριάς καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου να υπερβεί, πάντοτε με τη θεϊκή παραίνεση, αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «αντικειμενικές συνθήκες». Στη σύγχρονη «κοιλάδα του Ηλά» δεν υπάρχει «περιούσιος» Λαός ούτε χώρος για βολικές «χάρτινες» εικόνες σούπερμεν. Υπάρχουν μόνο ανθρώπινα ράκη ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους πραγματικοί χαρακτήρες που παραλύοντας μπροστά στο φόβο του θανάτου εξωτερικεύουν τα χειρότερα ένστικτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Αυτά ακριβώς τα δεδομένα πραγματεύεται το εξαιρετικό σενάριο που φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη και βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία του Mark Boal από αυτές που δε συνιστούν «πρότυπο» εμπορικής εκμετάλλευσης καθώς αποδομούν την ηθική υπεροχή του σύγχρονου Δυτικού φιλελεύθερου πολιτισμού, απέναντι στον απολίτιστο Ανατολικό Ολοκληρωτισμό. Η Αμερική κινδυνεύει, όχι όμως από κάποιον ονοματισμένο εξωτερικό κίνδυνο που φοράει το μανδύα του τρομοκράτη, αλλά από την εσωτερικευμένη βία που κουβαλούν και αναπαράγουν τα ίδια τα μέλη – φορείς της συλλογικότητας.
Σκηνοθετικά ο Haggis «απλώνει» την ιστορία με το δικό του μοναδικό τρόπο, όπως μας κατέδειξε με το Crash, σε παράλληλες, ανεξάρτητες μεταξύ τους, θεματικές ενότητες οι οποίες τελικά συγκλίνουν και τροφοδοτούν τον κορμό της κύριας ιστορίας. Η μαγεία της ταινίας και ταυτόχρονα η μαγκιά του σκηνοθέτη έγκειται στο γεγονός ότι κατορθώνει να επιβάλλει την αίσθηση ενός αστυνομικού θρίλλερ χωρίς να καταφεύγει σε «εύκολα» τεχνάσματα σκηνών βίας που προσφέρονται άλλωστε αφειδώς σε ταινίες αυτής της μορφής. Αντίθετα, τα πρωτογενή υλικά που χρησιμοποιεί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «κλασσικά» κινηματογραφικά και αφορούν στη σκοτεινή φωτογραφία, στις γρήγορες εναλλαγές πλάνου, στα κοντινά καδραρίσματα στα απεγνωσμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και στην υποβλητική μουσική επένδυση. Όλα αυτά «κεντημένα» σε ένα αριστουργηματικό, χωρίς χρονικά κενά, σύνολο κατορθώνουν να «βιδώσουν» το θεατή στο κάθισμά του. Σπαρακτικές ερμηνείες, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, από τον Tommy Lee Jones και τη Suzan Sarandon ενώ η Charlize Theron καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες χωρίς όμως να κατορθώσει το επίπεδο ερμηνείας των δυο προαναφερόμενων.
Η πρώτη σπουδαία ταινία της νέας κινηματογραφικής χρονιάς είναι εδώ...

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΜΠΟΡΝ)


Είδα την ταινία «Το τελεσίγραφο του Μπόρν» σε σκηνοθεσία Paul Greengrass με τον Matt Damon στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Μπόρν είναι ο απόλυτος πράκτορας ένα «κατασκεύασμα» των Αμερικανικών μυστικών υπηρεσίων που έχει σαν μοναδικό λόγο ύπαρξης την εξόντωση των, κατά καιρούς, εχθρών της υπερδύναμης. Η δολοφονία της κοπέλλας του υπερπράκτορα θα τον στρέψει ενάντια στους προϊσταμένους του στην Υπηρεσία Πληροφοριών διεκδικώντας, όχι μόνο την κάθαρση, αλλά και τη χαμένη του προσωπικότητα.
Το σενάριο που φέρει την υπογραφή των Tony Gilroy, Scott Burns, George Nolfi «απλοϊκό» στη σύλληψή του στηρίζεται στο μανιχαϊκό διαχωρισμό του κόσμου ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό». Φυσικά απουσιάζει οποιαδήποτε δραματουργική επεξεργασία των χαρακτήρων και οι διάλογοι αναπτύσσονται στο επίπεδο του απολύτως απαραίτητου. Το ζητούμενο βέβαια σε μια ταινία αυτής της μορφής είναι η δράση. Και όταν λέμε δράση εννοούμε Εικόνα ή, ακόμα καλύτερα, διαχείριση του φιλμικού χρόνου. Εδώ δίνει τα «ρέστα» του ο σκηνοθέτης, ο οποίος καταφέρνει να δώσει ένα φρενήρη ρυθμό που καθηλώνει το θεατή ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση σασπένς. Επίτευγμα το οποίο δεν μπορεί να παραγνωριστεί με δεδομένο το γεγονός ότι η εξέλιξη του έργου φαντάζει, βάσει σεναρίου, δεδομένη από την αρχή. Κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και εξαιρετική χρήση του steady cam δίνουν ένα απόλυτα μινιμαλιστικό και ταυτόχρονα περιεκτικό αισθητικό αποτέλεσμα. Σε αυτό συνεισφέρουν τόσο η φωτογραφία σε τόνους «νουάρ» όσο και η «δυνατή» μουσική υπόκρουση. Ο Matt Damon απόλυτα πειστικός στο ρόλο του ανανήψαντα πράκτορα που αναζητά ένα εσωτερικό ηθικό έρεισμα για τις πράξεις του.
Εν’ ολίγοις μια ευχάριστη ταινία, η οποία κλείνει το μάτι στο υποσυνείδητο του σύγχρονου καταναλωτή – «στοχαστή» κολακεύοντας την ματαιόδοξη αυταρέσκειά του. Γιατί ο Μπόρν δεν συνιστά παρά μια φευγαλέα αντανάκλαση του σύγχρονου πολίτη του κόσμου, ο οποίος αφού βουτήξει στο «σκοτεινό» πάτο ενός συστήματος όπου τα πάντα επιτρέπονται όχι μόνο δε χάνει τον εαυτό του αλλά την ύστατη ώρα διεκδικεί και «κερδίζει» τη μοναδικότητα της ύπαρξης. Αυτό δεν πιστεύουμε ο καθένας από εμάς για τον εαυτό του;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2 (Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΕΛΙΤ)


Εξήντα χρόνια μετά τον Ortega Gasset και την «εξέγερση των μαζών» ο Αμερικανός ιστορικός και κοινωνιολόγος Christopher Lasch υποστηρίζει στο έργο του «Η εξέγερση των ελίτ» ότι η σύγχρονη απειλή για τη Δημοκρατία προέρχεται από τις προνομιούχες τάξεις των επαγγελματιών και διευθυντικών στελεχών, οι οποίες όντας πιο ευκίνητες και παγκοσμιοποιημένες σε σχέση με τις προκατόχους τους απομονώνονται στα δίκτυα και τις σφαίρες επιρροής τους με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν τη μεσαία τάξη και να προδίδουν την ιδέα της Δημοκρατίας.
Τον 19ο αι. οι πλούσιες οικογένειες της Ευρώπης και της Αμερικής διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με το φυσικοκοινωνικό τους περιβάλλον. Η επιμονή τους στην ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και τις δυνατότητες πλουτισμού που δημιουργούσαν οι νέες οικονομικές συνθήκες μετριαζόταν από τη βασική αρχή ότι τα διακαιώματα ιδιοκτησίας δεν ήταν απόλυτα ούτε χωρίς προϋποθέσεις. Ο πλούτος θεωρούνταν ότι δημιουργούσε αυξανόμενες δημόσιες υποχρεώσεις. Βιβλιοθήκες, μουσεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία αποτελούσαν απτά δείγματα της κοινωνικής συνεισφοράς των ευημερούντων στο γενέθλιο τόπο τους. Αναμφίβολα, η γενναιοδωρία αυτή είχε και μια εγωϊστική πλευρά καθώς διαφήμιζε με επιβλητικό τρόπο την καταστατική θέση των πλουσίων και επικαιροποιούσε την ισχύ και τη διαφορετικότητά τους. Ταυτόχρονα όμως συνιστούσε μια νέα προσπάθεια κοινωνικής συμφιλίωσης και συμμετοχής στο μέτρο που οι δωρεές και οι πράξεις φιλανθρωπίας ενέπλεκε τις ελίτ στη ζωή όχι μόνο των μη προνομιούχων συμπολιτών τους και των μελλοντικών γενεών.
Σήμερα η κινητικότητα του κεφαλαίου, συνέπεια κυρίως της πληροφορικής επανάστασης που συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επαγγελματική κινητικότητα, και η ανάδυση μιας παγκόσμιας αγοράς έχουν σαν αποτέλεσμα τον μετριασμό της τοπικής νομιμοφροσύνης. Οι νέες ελίτ που περιλαμβάνουν όχι μόνο τους μάνατζερ των μεγάλων, πολυεθνικών εταιριών αλλά όλα τα επαγγέλματα που παράγουν και χειραγωγούν πληροφορίες είναι πολύ πιο παγκοσμιοποιημένες σε σχέση με τις προκατόχους τους. Η επιτυχία ποτέ στο παρελθόν δε συνδεόταν τόσο στενά με την χωρική και κοινωνική κινητικότητα, έννοιες που συνδέονται με την άνοδο της αστικής τάξης στο προσκήνιο της ιστορίας κατά τον 18ο αι. αλλά εμφανίζεται μόνο περιθωριακά στον ορισμό της «ευκαιρίας» ακόμη και κατά τον 19ο αι. Όσοι λοιπόν λαχταρούν να ενταχθούν στη νέα αριστοκρατία των εγκεφάλων τείνουν να γυρίζουν την πλάτη στις τοπικές συνθήκες καλλιεργώντας δεσμούς με τη διεθνή αγορά του χρήματος, της μόδας, των gourmet απολαύσεων και της κοσμοπολίτικης κουλτούρας. Καθώς οι νέες ελίτ αισθάνονται άνετα μόνο in transit, καθ’ οδόν προς μια ανώτατη διάσκεψη, προς ένα διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου, ένα φιλανθρωπικό γκαλά, ή μια επίδειξη μόδας, αναπτύσσουν κοινωνικούς και ψυχολογικούς δεσμούς με τους αντίστοιχους εκπροσώπους των, ανά τον κόσμο, προνομιούχων στρωμάτων παρά με τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις του τόπου τους.
Χωρίς τοπικές προσκολλήσεις οι άνθρωποι αρνούνται να κάνουν θυσίες ή να επωμιστούν το κοινωνικό βάρος των πράξεών τους. Μαθαίνουμε να αισθανόμαστε υπεύθυνοι για τους άλλους στο βαθμό που μοιραζόμαστε μια κοινή ιστορία, μια κοινή κουλτούρα, ένα κοινό πεπρωμένο. Η διεθνοποίηση της επιχείρησης τείνει να παράγει μια τάξη κοσμοπολιτών, οι οποίοι τείνουν να αρνούνται οποιαδήποτε υποχρέωση απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη. Μια αναίμακτη και αφανής εξέγερση ενάντια στους καταναγκασμούς του χώρου και του χρόνου συνιστά τη βραδυφλεγή βόμβα που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια του οικοδομήματος της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και την οποία ενισχύουν με τη δημόσια τοποθέτησή τους, ή καλύτερα με την ανυπαρξία της, οι αναδυόμενες προνομιούχες τάξεις.