Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2007

ΒΙΒΛΙΟ (ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ)


Με αφορμή την τελευταία ταινία του Mel Gibson που σχολίασα στο προηγούμενο post, αλλά και τα καλοκαιρινά τερτίπια του καιρού θα ήθελα να μιλήσω για ένα βιβλίο που διάβασα. Πρόκειται για την «Κατάρρευση» του Αμερικανού Jared Diamond καθηγητή γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο U.C.L.A.
Στο βιβλίο αυτό ο
Diamond εξετάζοντας ορισμένες κοινωνίες του παρελθόντος καταλήγει σε ένα επαναλαμβανόμενο μοντέλο καταστροφής που οδήγησε στον αφανισμό τους. Οι παράγοντες που συνθέτουν το μοντέλο είναι, η περιβαλλοντική καταστροφή, η αδυναμία αναγνώρισης και ανάσχεσης των δημιουργούμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, οι κλιματικές αλλαγές, οι ασταθείς εμπορικοί εταίροι και η πίεση από εξωτερικούς εχθρούς.
Παρόμοιοι παράγοντες καταστροφής εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα οδηγώντας σε κρίση πολλές από τις χώρες του επονομαζόμενου τρίτου κόσμου. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Ρουάντα και της Αϊτής, ενώ η περίπτωση της Κίνας επανατοποθετεί το ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο φυσικοκοινωνικής ευθύνης. Στο ισοζύγιο της ταχύτατα αναπτυσσόμενης Κινεζικής οικονομίας θα πρέπει τώρα να αντισταθμιστεί ένας μακρύς κατάλογος προβλημάτων που ξεκινά, από την συσσώρευση παγκόσμιων βιομηχανικών απορριμμάτων στην ενδοχώρα και την πρωτοφανή ατμοσφαιρική ρύπανση στα αστικά κέντρα και φτάνει μέχρι την ολική καταστροφή των φυσικών ενδιαιτημάτων (δάση, υγρότοποι) και τις επακόλουθες απώλειες στη βιοποικιλότητα. Τα προβλήματα αυτά, μη γνωρίζοντας χωρικούς φραγμούς χτυπούν την πόρτα και των σύγχρονων Δυτικών κοινωνιών με πιο αναγνωρίσιμο το πρόβλημα που αφορά στην ατμοσφαιρική ρύπανση και σχετίζεται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι περισσότεροι επιστήμονες σήμερα συμφωνούν ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μια από τις κύριες αιτίες, για την ασυνήθιστα γοργή αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Υπάρχει τρόπος να αποφύγει ο κόσμος μας την αυτοκαταστροφή; Θα αντιστρέψω το ερώτημα. Υπάρχει περίπτωση να αναθεωρήσουμε τις θεμελιώδεις καταναλωτικές μας αξίες και να περιορίσουμε το βιοτικό μας επίπεδο όπως μετριέται σε ρυθμούς κατανάλωσης φυσικών πόρων και παραγωγής απορριμμάτων;
Ένα βιβλίο που θέτοντας το ζήτημα της περιβαλλοντικής ευθύνης και καταδεικνύοντας τα όρια του επιστημονικού ιδεολογήματος της αέναης τεχνολογικής προόδου, επιχειρεί να σπάσει το κουκούλι της τεχνολογικής αυτονομίας και καθολικής υπεροχής απέναντι στη φύση, στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος ο σύγχρονος άνθρωπος.
Εξαιρετικό το θέμα και η πρόκληση......

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (APOCALYPTO)


Είδα την ταινία «Apocalypto» σε σκηνοθεσία Mel Gibson με τους Rudy Youngblood, Raoul Trujillo, Dalia Hernandez, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Τζάγκουαρ Πόου μαζί με τα υπόλοιπα μέλη μιας φυλής των Μάγια ζούν μια ήσυχη ζωή, κυνηγώντας στα δάση της χερσονήσου
Yucatan. Ο Ζίροου Γούλφ και οι πολεμιστές του που αναζητούν σκλάβους στην περιοχή επιτίθενται στον καταυλισμό, καίνε τα σπίτια και αιχμαλωτίζουν άντρες και γυναίκες. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στη μητρόπολη των Μάγια, οι γυναίκες για να πωληθούν στο σκλαβοπάζαρο και οι άντρες για να προσφερθούν θυσία στη θεά της γονιμότητας. Ο Τζάγκουαρ Πόου αφού γλυτώνει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τη θυσία, κατορθώνει στη συνέχεια να δραπετεύσει και να επιστρέψει στον καταυλισμό αναζητώντας την έγκυο γυναίκα και το γιό του.
Ο
Mel Gibson, μετά τα πολυσυζητημένα «Πάθη του Χριστού» επιστρέφει με μια ακόμα ιστορική ταινία. Το σενάριο που φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη και του Farhad Safinia κινείται σε δυο επίπεδα ένα ιστορικό και ένα συμβολικό. Στο ιστορικό επίπεδο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ο πολιτισμός των Μάγια μέσα από μια προσωπική ιστορία. Όμως η μοναδική ουσιαστική αναφορά σε αυτό τον μεγάλο πολιτισμό της κεντρικής Αμερικής αφορά στην ιεροτελεστία των ανθρρωποθυσιών και στη χρήση της γλώσσας Yukatek. Ολόκληρη σχεδόν η ταινία περιστρέφεται γύρω από μια ανιστορική μεταφορά αιχμαλώτων και την εναγώνια καταδίωξη του πρωταγωνιστή στα πρότυπα του Mad Max. Στο συμβολικό επίπεδο η κατάσταση εξελίσσεται ακόμα χειρότερα. Εδώ ο συμπαθέστατος Mel ξεκινάει ομολογουμένως ενυπωσιακά παίζοντας τη ρήση του αμερικανού φιλόσοφου και ιστορικού Will Durant, «οι πολιτισμοί πρώτα καταρρέουν εσωτερικά και μετά καταλύονται από εξωτερικούς εχθρούς», αλλά μένει τελικά εκεί. Ποιά είναι η κεντρομόλος δύναμη που κρατάει κατά Gibson, τον ανθρώπινο πολιτισμό σε μια κυκλική τροχιά διαρκούς καταστροφής; Η εγγενής ροπή του ανθρώπου προς το κακό, δηλαδή η ακατάσχετη βία, που θεμελιώνει πολιτισμό μέσα από το δίκαιο του ισχυρότερου. Ως προς το τελευταίο, δηλαδή το δίκαιο του ισχυρότερου, καμία αντίρρηση αρκεί να μην προβάλλεται με φόντο τις εσχατολογικές προτιμήσεις του καλλιτέχνη γιατί τότε συνιστά προπαγάνδα. Ευτυχώς, ή δυστυχώς για τους πάσης φύσης μελετητές, οι κοινωνίες είναι περισσότερο πολύπλοκες οντότητες για να επιδέχονται τέτοιου είδους απλουστευτικούς αφορισμούς. Έτσι σύμφωνα με περισσότερο αρμόδια χείλη οι πολιτισμοί καταρρέουν από την επίδραση μιας σειράς παραγόντων μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα σημαντική και επίκαιρη θα έλεγα θέση κατέχει, η σχέση που αναπτύσσουν οι άνθρωποι με το οικοσύστημα που τους περιβάλλει. Ειδικότερα στην περίπτωση των Μάγια οι κυριότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην κατάρρευση του πολιτισμού τους (8ος-10ος μ.Χ. αι.) εντοπίζονται στην αποδάσωση και τη διάβρωση του εδάφους, σε μια παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας και στον ανταγωνισμό μεταξύ τοπικών βασιλέων, που γινόταν περισσότερο έντονος καθώς επιτεινόταν η κρίση, οδηγώντας σε μια μόνιμη έμφαση στον πόλεμο (εδώ έχει δίκιο ο Gibson) και την σπάταλη ανέγερση μνημείων. Ένα μικρό μόνο δείγμα αυτής της προσπάθειας βασιλικής επίδειξης και επιβολής παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Πάμε τώρα στον δεύτερο ιδεολογικό στυλοβάτη της ταινίας την οικογένεια αυτό τον κυταρικό κοινωνικό θεσμό, που επιτρέπει την ανά τους αιώνες αναγέννηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Να θυμήσω μόνο ότι ο Δυτικής έμπνευσης θεσμός της πυρηνικής οικογένειας είναι ένας μόνο από τους πολλούς τύπους βασικής κοινωνικής οργάνωσης που συναντάμε, καθώς μελετούμε την ιστορία ακόμα και την σύγχρονη. Αν τώρα, για να κάνουμε λίγο χιούμορ, στο γκιμπσονικής έμπνευσης δίπτυχο οικογένεια και θρησκεία προσθέσουμε και την πατρίδα, βλέπω να τον αδράχνει ο δικός μας Καρατζαφέρης που όπως και να το κάνουμε έχει τα κονέ του στο Hollywood, από τη συνύπαρξή του στο χώρο του bodybuilding με τον Schwarzenegger και να τον διορίζει επικοινωνιακό σύμβουλο, αν δεν υπάρξει κάποιο κόλλημα με τον καθολικισμό.
Επειδή τελικά κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να διατηρεί την προσωπική του ανεξάρτητη ματιά απέναντι στα πράγματα, πάμε τώρα στο τελευταίο σημείο σεναριακής κριτικής. Ο υπερβολικός τονισμός του μεταφυσικού στοιχείου που διατρέχει ολόκληρη την ταινία μπορεί να ταιριάζει γάντι με τη χριστιανική τελολογία της αποκάλυψης που πρεσβεύει ο
Gibson, αλλά φαντάζει λιγάκι αφελής στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο του 21ου αι. που οργανώνεται κάτω από το ιδεολόγημα της επιστήμης. Κατ’ αυτό τον τρόπο υποσκάπτεται από μέσα το συνολικό οικοδόμημα που προσπαθεί να στήσει ο καλλιτέχνης.
Από σκηνοθετικής πλευράς, η θητεία στον
Mad Max φαίνεται ότι δεν πήγε χαμένη με αποτέλεσμα να έχουμε μια εξαιρετική μεγαλειώδη καταδίωξη. Σπουδαία δουλειά και στη φωτογραφία με μερικές σκηνές επιπέδου National Geographic. Να μην ξεχάσω να υπερθεματίσω και το ανοιχτό φινάλε με την απόβαση τον Ισπανών conquistadors και τη φυγή του ήρωα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Καθόσον γνωρίζουμε τη μεταγενέστερη συμπεριφορά που επιφύλαξαν οι Ισπανοί απέναντι στους ιθαγενείς είναι το κερασάκι στην τούρτα της αιώνιας ανακύκλωσης του ανθρώπινου πολιτισμού της βίας.
Είπαμε, καθένας με τις εμμονές και τις δυνατότητές του...

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ και ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


Γιατί ομάδα νεαρών κατέλαβε στα μέσα της εβδομάδας αίθουσα του Πάντειου Πανεπιστήμιου; Για να υλοποιήσουν τη δήλωση – δέσμευση της Υπουργού παιδείας, «ο λαός θα δώσει τη λύση». Και γιατί ήταν κουκουλοφόροι; Για να μην είναι αναγνωρίσιμη......η λύση.

Γιατί η ρουκέτα που εκτοξεύτηκε κατά της Αμερικάνικης Πρεσβείας προσγειώθηκε στην τουαλέτα, αντί στο θυρεό;

Για να δώσει μια συμβολική απάντηση η ρουκέτα, στο συμβολισμό της επίθεσης. Δηλαδή, «χέσε μέσα».

Και πως συνδέονται οι δυο άσχετες μεταξύ τους ενέργειες; Μα φυσικά με το κοινό νήμα της ορθολογικής προσέγγισης του προβλήματος και των δυνατοτήτων επίλυσής του.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΙ ΑΠΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ)


Είδα την ταινία «Πιο Παράξενο κι από Παράξενο», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πρωτότυπος τίτλος «Stranger than Fiction» σε σκηνοθεσία Marc Forster, με τους Will Ferrell, Dustin Hoffman, Emma Thompson, Maggie Gyllenhaal, Queen Latifah, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Χάρολντ Κρίκ είναι ένας ελεγκτής της εφορίας, η καθημερινότητα του οποίου χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο μηχανικών κινήσεων αναγνωρισμένης ακρίβειας. Η Κέι Άιφελ είναι μια συγγραφέας που πασχίζει να δώσει ένα τέλος στο τελευταίο της μυθιστόρημα. Η ζωή του Χάρολντ Κρίκ αναστατώνεται όταν ακούει μια «εσωτερική» φωνή, να περιγράφει τις σκέψεις του. Ο καθηγητής λογοτεχνίας Ζιλ Χίλμπερτ θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον Κρίκ να αποκαλύψει το πρόσωπο, που κρύβεται πίσω από τη μυστηριώδη γυναικεία φωνή. Η κατάσταση γίνεται περισσότερο πιεστική, τόσο για τον Κρίκ καθώς ακούει την εσωτερική φωνή να προαναγγέλει το θάνατό του, όσο και για την Άιφελ καθώς ο εκδοτικός οίκος πιέζει για την ημερομηνία παράδοσης του βιβλίου. Όταν τελικά ο Κρίκ ανακαλύπτει ότι ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Άιφελ είναι ο ίδιος, η τελευταία έχει ήδη εμπνευστεί τον τρόπο για να δώσει ένα τέλος...
Ο
Marc Forster μετά το ψυχολογικό θρίλλερ Stay, επιστρέφει με μια ακόμα ταινία μέσα στο 2006 που θα συζητηθεί. Πρώτο ζήτημα. Τι είδους ταινία είναι το «Πιο Παράξενο κι από Παράξενο»; Αισθηματική κομεντί, φανταστική κωμωδία, ή κοινωνικό δράμα; Όλα αυτά μαζί και τίποτε από αυτά. Μιλάμε για ένα παραμύθι, που συμπυκνώνει περισσότερες αλήθειες για τη ζωή από την ίδια τη ζωή. Δεύτερο ζήτημα. Τι είναι ο Χάρολντ Κρίκ; Ένας ευσυνείδητος εργαζόμενος, ή ένας μονομανής άνθρωπος; Όλα αυτά και κάτι περισσότερο. Ένας σύγχρονος αντιήρωας χαμένος μέσα σε μια μεγαλούπολη που ζει τη ζωή του όπως οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα από μια αντιστροφή. Το μέσο, η εργαλειακή ορθολογικότητα έχει αναγορευτεί σε σκοπό, αντισταθμίζοντας έτσι την οριστική απώλεια προσωπικού νοήματος. Τώρα αν στη φετιχοποίηση των αριθμών, τη λογιστική αντιμετώπιση - αποτίμηση της ζωής, προσθέσετε την πάσης φύσης καταναλωτική μανία, έχετε μια πλήρη εικόνα του πρωτογενούς υλικού σχηματισμού των νευρώσεων που απειλούν τη ζωή των σύγχρονων αστών. Η νεωτερικότητα που ξεκινάει με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική επανάσταση σαν ένα αίτημα ορθολογικής αυτονόμησης του ατόμου από κάθε λογής αυθεντία, φαίνεται να αυτοδιαλύεται μέσα στο φάντασμα της χρησιμοθηρικής πρόσληψης και αυτοπροβολής που η ίδια εξαπέλυσε. Γιατί αυτό ακριβώς υποκρύπτει το δίλλημα που αναδύεται καθώς η ταινία οδεύει προς το τέλος. Τι είναι πιο σημαντικό; Ένα αθάνατο έργο τέχνης, ή η ανθρώπινη ύπαρξη ως αυταξία; Ο Νίτσε, πιστός στον υπεράνθρωπό του θα απαντούσε σαφώς το πρώτο. Στην ταινία τώρα η απάντηση είναι ο άνθρωπος σαν λογικοσυναισθηματική οντότητα, που είναι σε θέση να αναγνωρίζει την απροϋπόθετη αξία που κρύβει ένα χαμόγελο, ένα αστείο, ένα χάδι, μια ζεστή αγκαλιά. Ο θεός των μικρών πραγμάτων είναι εδώ για να μας θυμίσει ότι η ζωή δεν είναι αναγκαστικά ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος όπου αυτό που κερδίζει κάποιος το χάνει κάποιος άλλος, καθώς και ότι η ευτυχία δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση τοποθετημένη σε ένα θολό αύριο, αλλά μια καθημερινή άσκηση συμπόρευσης. Για να ενεργοποιηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση δεν χρειάζεται να τεθεί το ερώτημα του θανάτου, όπως συμβαίνει με τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα μπορούμε να οδηγηθούμε και από άλλο δρόμο, το δρόμο του έρωτα. Η ερωτική μέθεξη για να θυμηθούμε αυτή την ποιητική έκφραση πλατωνικής προέλευσης, ερμηνευόμενη σαν επιθυμία γνώσης μπορεί να δώσει στον καθένα από εμάς τη χαμένη αίσθηση συμμετοχής σε κάτι που μας υπερβαίνει, χαλαρώνωντας λίγο το κυνήγι του ιδανικού εγώ που συνεχώς μας διαφεύγει.
Όπως θα καταλάβατε, δεν έχω καμμία διάθεση να προχωρήσω στη συνηθισμένη διαδικασία κριτικής αποτίμησης, ή ό,τι είναι αυτό που συνήθως επιχειρώ. Την ταινία αυτή τη λάτρεψα, γιατί με ταξίδεψε. Αυτό δεν είναι η τέχνη; Ένα ταξίδι με όχημα το ίδιο το έργο τέχνης και το πανανθρώπινο νόημα που φέρει; Εσείς τι λέτε;


Υ.Γ. Ξέχασα να αναφέρω έναν από τους πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας τον Zach Helm, ως τον άνθρωπο που υπογράφει το σενάριο.

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ: Η ΑΛΛΟΚΟΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΝΤΙΑΝ ΑΡΜΠΟΥΣ)


Είδα την ταινία «Το Πορτραίτο: Η αλλόκοτη ματιά της Ντιάν Άρμπους», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πρωτότυπος τίτλος «Fur: An Imaginary portrait of Diane Arbus» σε σκηνοθεσία Steven Shainberg με τους Nicole Kidman, Robert Downey Jr, Ty Burrell, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η Ντιάν Άρμπους γόνος πλούσιας οικογένειας εβραίων γουνεμπόρων, ζεί στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του ’50 με τον σύζυγό της Άλαν Άρμπους πετυχημένο φωτογράφο μόδας και τις δυο κόρες τους. Εγκαταλείπει την οικογένειά της όταν ερωτεύεται τον περιθωριακό Λάιονελ Σουίνυ, ο οποίος πάσχει από μια παράξενη ασθένεια καθολικής τριχοφυίας και βυθίζεται μαζί του στο γοητευτικό κόσμο του περιθωρίου. Ταυτόχρονα, κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα σαν φωτογράφος, εστιάζοντας το φακό της σε κάθε λογής περιθωριακές φιγούρες. Τα πορτραίτα αυτά θα την αναδείξουν σε μια από τις σημαντικότερες φωτογράφους του 20ου αι.
Ο
Steven Shainberg τέσσερα χρόνια μετά τη «Γραμματέα» επιστρέφει με μια βιογραφική ταινία. Το σενάριο που φέρει την υπογραφή της Erin Cressida Wilson και βασίζεται στο βιβλίο της Patricia Bosworth, προσπαθεί να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό αδιέξοδο της ηρωίδας και να δώσει μια ερμηνεία της διαφυγής της, μέσω της φωτογραφίας, στον κόσμο του περιθωρίου. Το καταφέρνει όμως; Κατά τη γνώμη μου όχι. Κι αυτό γιατί επιλέγει να προσεγγίσει μια μάλλον καταθλιπτική προσωπικότητα μέσα από μια ερωτική περιπέτεια, την οποία χρωματίζει με επιφανειακές ψυχαναλυτικές πινελιές, δημιουργώντας μια αίσθηση επιστροφής στην παιδικότητα. Έτσι παρακολουθούμε την ηρωίδα να βάζει τα κλάματα σε μια συνέντευξη τύπου όταν περιγράφει την κενή περιεχομένου επαγγελματική της απασχόληση, να εκτονώνει με συγκαλυμένο τρόπο στο μπαλκόνι της, μια τάση επιδειξιομανίας και να ολοκληρώνει την επανάστασή της, φορώντας μια ζακέτα φτιαγμένης από τις τρίχες του εραστή της. Η έλξη που ασκούν οι περιθωριακοί πάνω της εξαντλείται στη δημιουργία ενός ερωτικού δεσμού με έναν άνθρωπο που το παρουσιαστικό του παραπέμπει στο επάγγελμα του πατέρα. Είναι όντως μια αλλόκοτη ματιά στη ζωή της Ντιάν Άρμπους. Τέτοια θέματα αν δεν θέλουμε να εξαντληθούν στο επίπεδο του προφανούς που κινδυνεύει να καταντήσει γραφικό προσεγγίζονται με διαφορετικό τρόπο. Αν επιμένεις στο ψυχολογικό προφίλ τότε χρειάζεται δουλειά σε βάθος με τον κίνδυνο να φανείς περίπλοκος, ή και ενοχλητικός. Μια σύνδεση του χαρακτήρα με το ευρύτερο περιβάλλον μέσω της αποτύπωσης των ιδιαίτερων επιθυμιών του ατόμου, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τους ρόλους που καλείται να παίξει, συνιστά μια ενδεδειγμένη μεθοδολογία προσέγγισης. Αλλιώς, επικεντρώνεσαι στο έτσι και αλλιώς πλούσιο έργο της φωτογράφου και τις σημαντικές στιγμές της καριέρας της και κάνεις μια εύκολη στην κινηματογραφική της αποτύπωση τανία, με εγγυημένη επιτυχία.
Πάμε τώρα στη σκηνοθεσία. Αν ο στόχος ήταν μια σύγχρονη διασκευή της πεντάμορφης και του τέρατος μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι επιτεύχθηκε. Ολόκληρο το σκηνοθετικό οικοδόμημα στηρίζεται σε προφανείς οπτικές αντιθέσεις. Το τακτοποιημένο και φωτεινό διαμέρισμα της Άρμπους σε σχέση με το γεμάτο μυστήριο και χρώματα επιστροφής στην αθωότητα διαμέρισμα του Σουίνι από τη μια μεριά και το καθαρό, ευανάγνωστο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας σε συσχέτιση με το σκοτεινό, δυσανάγνωστο πρόσωπο του εραστή της, από την άλλη. Ο κόσμος του περιθωρίου απλά συμπληρώνει μια παράταιρη ερωτική ιστορία δίνοντας μια επιπλέον αντίθεση ανάμεσα στο κιτς και το καθωσπρέπει. Η ιδιαίτερη έλξη που ασκεί το «τραύμα» της διαφορετικότητας, ή έστω η ηδονοβλεπτική ματιά που διεγείρει στην πρωταγωνίστρια (κατηγορία την οποία προσάπτουν στην πραγματική Άρμπους, μελετητές του έργου της) δεν καθίσταται ορατή πέρα από επίπεδο της ερωτικής σχέσης. Αποτέλεσμα όλων αυτών ένα μάλλον νωθρό και αδιάφορο πρώτο μισό της ταινίας, καθώς προσπαθεί να εκβιάσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου μέσα από τις ψυχολογικές μεταστροφές της πρωταγωνίστριας, ενώ στο δεύτερο μισό τα πράγματα καλυτερεύουν αισθητά, μέσα από την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας. Ο χολυγουντιανός κινηματογράφος, με ελάχιστες εξαιρέσεις αδυνατεί να δώσει ψυχολογικό βάθος στους ήρωές του, ενώ είναι ιδιαίτερα ικανός στην αποτύπωση επιφανειακών συναισθημάτων. Ο
Robert Downey Jr ενσαρκώνει με πειστικό τρόπο το ρόλο του γοητευτικού περιθωριακού χρησιμοποιώντας σαν ατού μια φωνή απολαυστικής χροιάς, ενώ η Nicole Kidman περιφέρει το αλαβάστρινο προσωπείο της χωρίς να πείθει, ούτε σαν συμβατική σύζυγος, ούτε σαν επαναστατημένη αστή.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (THE PRESTIGE)


Είδα την ταινία «The Prestige», σε σκηνοθεσία Christopher Nolan με τους Hugh Jackman, Christian Bale, Michael Caine, Scarlett Johansson, David Bowie, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Ρόμπερτ Αντζίερ και ο Άλφρεντ Μπόρντεν είναι δυο νεαροί μαθητευόμενοι μάγοι υπό την καθοδήγηση του βετεράνου Κάτερ στο Λονδίνο της Βικτωριανής εποχής. Ένα ατύχημα πάνω στη σκηνή επιφέρει το θάνατο της γυναίκας του Αντζίερ και μεταμορφώνει τους δυο πρώην φίλους σε θανάσιμους ανταγωνιστές. Η αντιπαράθεση που περιλαμβάνει, δολιοφθορές κατά του αντιπάλου, εξαντλητική παρακολούθηση και κλοπή των πιο δημοφιλών τρικ, θα κορυφωθεί όταν ο Μπόρντεν λανσάρει ένα κόλπο τηλεμεταφοράς, το οποίο γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Ο Αντζίερ θα προσπαθήσει να εισχωρήσει στα άδυτα του ανταγωνιστή του με απρόβλεπτες και για τους δυο συνέπειες.
Ο Christopher Nolan μετά το «Memento», το «Insomnia» και το «The Batman begins», επιστρέφει στα κινηματογραφικά πλατό, με ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ. Το «The Prestige», βασισμένο σε ένα εξαιρετικό σενάριο των Jonathan και Christopher Nolan δείχνει να επιβεβαιώνει πανηγυρικά τον αφορισμό του Billy Wilder, «μπορεί να κάνει κανείς μια κακή ταινία με βάση ένα καλό σενάριο, αλλά μια καλή ταινία με βάση ένα κακό σενάριο... ποτέ.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τη δραματουργική δομή του σεναρίου. Καταρχήν η εισαγωγή που ξεκινάει από το τέλος της ιστορίας δίνοντας μας ακριβώς όσα στοιχεία χρειάζονται για να δημιουργηθεί η αίσθηση του σασπένς. Ένας άντρας ο Ρόμπερτ Αντζίερ πεθαίνει αβοήθητος σε μια δεξαμενή νερού και ο μάρτυρας της σκηνής Άλφρεντ Μπόρντεν, παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία του φόνου. Στη συνέχεια ο Κάτερ Michael Caine μας εισάγει στο βασικό θέμα της ταινίας τον κόσμο της μαγείας, ανατέμνοντας δομικά ένα κόλπο. «Πρώτα έρχεται η υπόσχεση όπου ο μάγος δείχνει στο κοινό κάτι συνηθισμένο. Ακολουθεί το κόλπο όπου το συνηθισμένο μετατρέπεται σε κάτι ασυνήθιστο. Όμως κανένα τρικ δεν είναι πλήρες χωρίς το θαύμα το Prestige του τίτλου. Εκεί έρχεται η ανατροπή, αυτό που το κοινό δεν έχει ξαναδεί». Αυτή ακριβώς είναι και η ακολουθούμενη σεναριακή γραμμή ενός έργου που εκτυλίσσεται σε τρείς πράξεις. Μέσω μιας χρονικής αντιστροφής πηγαίνουμε στην αρχή της ιστορίας, καθώς μεταφερόμαστε σε μια σκηνή όπου εκτελείται ένα συνηθισμένο μαγικό κόλπο. Πρώτο σημείο ανατροπής ο καταλύτης που κάνει την ιστορία να ξεκινήσει, το κόλπο δεν εξελίσσεται με τον αναμενόμενο τρόπο και η κοπέλλα που συμμετέχει σε αυτό πνίγεται. Αυτό δημιουργεί μια σύγκρουση την κινητήρια δύναμη του δράματος ανάμεσα στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές και ταυτόχρονα τους σφραγίζει ηθικά στα μάτια του θεατή. Ο δίκαια οργισμένος χήρος Αντζίερ και ο φυσικός αυτουργός του θανάτου της κοπέλλας Μπόρντεν. Ένα παιχνίδι ισχύος υφαίνεται με συνεχείς ανατροπές, αλλά με τη γενική εντύπωση ότι η ζωή του Μπόρντεν βρίσκεται σε ανοδική τροχιά ενώ του Αντζίερ σε καθοδική. Η επιτυχία του Μπόρντεν σε βάρος του Αντζίερ, φτάνει στο μέγιστο σημείο της με την παράσταση τηλεμεταφοράς. Εδώ έχουμε το δεύτερο σημείο ανατροπής τη μεγαλύτερη κρίση στη ζωή του θετικού ήρωα. Η δική του τηλεμεταφορά θα πρέπει να είναι εντυπωσιακότερη αλλιώς εξαφανίζεται από το χάρτη των μάγων. Για το σκοπό αυτό επικαλείται τη βοήθεια της επιστήμης. Το αρχικό παιχνίδι ισχύος κλείνει τώρα προς την πλευρά του Αντζίερ. Η επιτυχία του ολοκληρώνεται με μια επιβλητική παράσταση. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα έχει ικανοποιηθεί. Όμως η έκπληξη παραμονεύει για να ανατραπεί στο αποκορύφωμα της δεύτερης πράξης η δίκαιη τάξη πραγμάτων. Ένας νέος κύκλος αγωνίας ξεκινά, μικρότερης διάρκειας αυτή τη φορά, που ολοκληρώνεται με μια ακόμα έκπληξη που οδηγεί σε μια Prestigious κάθαρση. Κατ’ αυτό τον τρόπο δίνονται επαρκείς απαντήσεις στα δημιουργούμενα ερωτήματα, επαληθεύεται πανηγυρικά η εισαγωγική ρήση του Κάτερ, ενώ δημιουργείται η αίσθηση της τελικής επικράτησης του δικαίου. Αυτή η εκδοχή του happy end, είναι και το μοναδικό αμφιλεγόμενο σημείο σε μια κατά τα άλλα απόλυτα συνεπή και χωρίς κενά σεναριακή ανάπτυξη. Έχουμε λοιπόν μια ιστορία που βασίζεται στους χαρακτήρες και το παιχνίδι ισχύος που προσδιορίζει τη μεταξύ τους σχέση, καθώς και στη δημιουργία ατμόσφαιρας σασπένς η οποία ανατροφοδοτείται συνεχώς από νέα στοιχεία και εκπλήξεις που δίνουν διαφορετική τροπή στην εξελισσόμενη δράση. Πέρα όμως από τη στατική της ιστορίας που επεξεργάζεται το συνειδητό του θεατή, υπάρχει και κάτι άλλο που εξασφαλίζει την υποσυνείδητη ταύτιση με τα τεκταινόμενα. Μιλάμε για το επονομαζόμενο «Leitmotiv», ή συναισθηματικό βασικό μοτίβο, δηλαδή για την εγωιστική αυτοπροβολή και τη διάθεση για κυριαρχία χωρίς όρια, αυτή την πανίσχυρη αφανή δύναμη που βρίσκεται εγγεγραμμένη στο συλλογικό ασυνείδητο του ανθρώπινου γένους. Με αυτό τον τρόπο θεμελιώνεται παράλληλα και μια πλάγια κριτική ματιά στην κοινωνία του θεάματος, υπό τις επιταγές της οποίας διαμορφώνεται η κουλτούρα των σύγχρονων μαζών, δικαιώνοντας την επιτυχία της αναγνωρισιμότητας με οποιοδήποτε κόστος.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί με ακρίβεια τη σεναριακή γραμμή στο «χτίσιμο» των χαρακτήρων, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε τεχνάσματα ψηφιακού εντυπωσιασμού. Η εξαιρετική φωτογραφία και η υποβλητική μουσική υπόκρουση είναι οι πινελιές που ολοκληρώνουν ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό κάδρο. Συναρπαστικό το δίδυμο των μονομάχων μάγων Hugh Jackman, Christian Bale, πλαισιώνεται από έναν έξοχο Michael Caine. Επιβλητικός ο David Bowie στο ρόλο του απόκοσμου καθηγητή Τέσλα, ενώ η Scarlett Johansson απλά άχρωμη.

Κυριακή, Ιανουαρίου 07, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ)


Είδα την ταινία «Ένας διαφορετικός άνθρωπος» σε σκηνοθεσία του Νορβηγού Jens Lien, με τους, Trond Fausa Aurvag, Petronela Barker, Birgitte Larsen, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Αντρέας βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία χωρίς να έχει την παραμικρή ανάμνηση για το πως κατέληξε εκεί. Ένα αυτοκίνητο που τον παραλαμβάνει τον αφήνει σε μια πόλη, όπου τον περιμένει έτοιμη δουλειά σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, καινούργια ρούχα, ένα άνετο διαμέρισμα και μια ερωμένη, με χόμπυ τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Γρήγορα ανακαλύπτει πως αυτή η πόλη καλύπτεται από ένα αδιαπέραστο πέπλο ορθολογικής ομοιομορφίας, καθώς οι άνθρωποι δεν πληγώνονται, αλλά ούτε και παθιάζονται, τα φαγητά δεν έχουν γεύση και φυσικά εκλείπει ο μέγιστος κίνδυνος αταξίας τα παιδιά. Ομάδες επιστατών περιφρουρούν συνεχώς το χώρο. Μοναδικές παραφωνίες σε αυτό το «γκρί» περιβάλλον συνιστούν, η αυτοκτονία ενός άντρα που γρήγορα απομακρύνεται από τους επιστάτες και τα δίχρωμα παπούτσια του Χιούγκο, από το υπόγειο διαμέρισμα του οποίου ακούγεται μια αισθαντική μουσική. Ο Αντρέας εισβάλλει σχεδόν στο διαμέρισμα του Χιούγκο και τον πείθει με τη δύναμη της πράξης να εξερευνήσουν τι κρύβεται στην άλλη πλευρά του τοίχου από την οποία ακούγεται η μουσική. Υπάρχουν άραγε περιθώρια απόδρασης από τον επίγειο παράδεισο της πλήξης;
Η ταινία μια κοινωνική αλληγορία, με αναφορές στο πρόσφατο έργο του Roy Anderson και στον παλαιότερο Jacques Tati, καταγράφει σύμφωνα με τα λόγια του σκηνοθέτη «το πορτραίτο μιας κοινωνίας, όπου όλα λειτουργούν υποδειγματικά, αλλά απουσιάζουν παντελώς τα συναισθήματα. Μια στυλιζαρισμένη αναπαράσταση ενός εφιάλτη, μια ταινία τρόμου, σε ένα καθημερινό, ήρεμο και αποστειρωμένο περιβάλλον». Επιτυχής τοποθέτηση στο χώρο και το χρόνο, ή αλλιώς άνετο, δηλαδή αισθητικά αποδεκτό, σπίτι και γραφείο, ευπαρουσίαστος σύντροφος, με «γενικά» ενδιαφέροντα, διαθεσιμότητα χρόνου και ανέμελες σχέσεις, κοινωνικές και προσωπικές, αυτά δεν είναι τα μοτίβα, ή αλλιώς η σύγχρονη εκδοχή του ορθολογισμού όπως ερμηνεύεται από την πανίσχυρη διαφήμιση που διαφεντεύει τις ζωές των αστών; Ένας συρφετός ανθρώπων που ενώνουν και χωρίζουν τις ζωές τους με χαρακτηριστική ευκολία στα πλαίσια κοινών ασκήσεων γούστου, καθώς απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε προσπάθεια διερεύνησης του Άλλου, των βαθύτερων αναγκών και επιθυμιών. Τα πάντα καταναλώνονται και αντικαθίστανται. Αυτό δεν είναι το όνομα της σύγχρονης ευδαιμονίας που λίγοι θα επιτύχουν στην ολοκληρωμένη της μορφή, αλλά όλοι ανεξαιρέτως καλούμαστε να πληρώσουμε το τίμημα;
Το σενάριο που φέρει την υπογραφή του Per Schreiner, είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο με κλιμακούμενα επίπεδα σύγκρουσης που κρατούν σε διαρκή αγωνία το θεατή. Οι λιτοί και αρκούντως περιεκτικοί διάλογοι φωτίζουν «χαρακτήρες» και σχέσεις. Ιδιαίτερα ευρηματικό το φινάλε παραμένει «ανοιχτό» δίνοντας τη σκυτάλη στο θεατή. Υπάρχει δρόμος να απλώσουμε τη ζωή μας εφόσον έχουμε αρνηθεί την υφιστάμενη κοινωνική πραγματικότητα και έχουμε αναγνωρίσει τον ουτοπικό χαρακτήρα της αναδίπλωσης στην εποχή της αθωότητας; Ο καθένας από εμάς οφείλει να δώσει μια απάντηση η οποία δεν εκφράζει ένα δέον αλλά συνιστά καθημερινή πρακτική άσκηση.
Η σκηνοθεσία στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Με εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών διερευνώντας το ψυχολογικό αντίκρυσμα των πράξεών τους. Η φωτογραφία σε ουδέτερους τόνους και η διακριτική μουσική επένδυση, σε αντιστικτική χρήση με τo ψυχρό περιβάλλον, ολοκληρώνουν ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα. Οι ηθοποιοί στο πνεύμα του σεναρίου, πλήρως αποστασιοποιημένοι, υποκρίνονται ότι ζούν.
Μια ταινία που θα πρέπει να την αναζητήσετε, καθώς αυτή την εβδομάδα παίζεται μόνο στον κινηματογράφο «Τριανόν».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΟ ΑΡΩΜΑ)


Είδα την ταινία «Το Άρωμα» σε σκηνοθεσία Tom Tykwer, με τους Ben Whishaw, Dustin Hoffman, Alan Rickman και τη δεκαεξάχρονη Rachel Hurd Wood, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ ένα σκουπίδι ανάμεσα στα σκουπίδια της ψαραγοράς του Παρισιού, που γαντζώθηκε από τη ζωή με μια αξιοθαύμαστη θέληση ένα καλοκαιρινό πρωινό του 1738, είναι ένας άνθρωπος με δυο ιδιαίτερα χαρίσματα. Την απουσία οποιασδήποτε σωματικής μυρωδιάς, που του επιτρέπει να περνά από παντού απαρατήρητος, βασικός όρος για την επιβίωσή του στον σκληρό κόσμο των απόκληρων και την εξαιρετικά ευαίσθητη «μύτη» του με την οποία συλλαμβάνει και αποθηκεύει στη μνήμη του όλες τις μυρωδιές που συναντά, το διαβατήριο για την κοινωνική του ανέλιξη. Ξεκινά την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο βασίλειο των οσμών, από το εργαστήριο του Μπαλντίνι στο Παρίσι, για να καταλήξει να γίνει ο απόλυτος γητευτής της μητρόπολης των αρωμάτων Γκράς, ο κατασκευαστής του απόλυτου αρώματος «αγάπης», μερικές σταγόνες από το οποίο μπορούν να ανατρέψουν την υφιστάμενη τάξη του κόσμου. Μικρή, αλλά όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, το άρωμα προέρχεται από δώδεκα δολοφονημένα κορίτσια όλα εξαιρετικής ομορφιάς.
«Το Άρωμα» μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του περίφημου βιβλίου του Patrick Suskind που τάραξε τα «νερά» της παγκόσμιας λογοτεχνίας το 1985, είναι ένα ψυχολογικό θρίλλερ με φιλοσοφικές προεκτάσεις και ιστορικές αναφορές στην προεπαναστατική Γαλλία. Ο Γκρενούιγ είναι καταρχήν ένα σκουπίδι της κοινωνίας που δεν γεύτηκε ποτέ την αγάπη και τη θαλπωρή. Η ψυχική του ανικανότητα να αναγνωρίσει συναισθηματικά οτιδήποτε πέρα από μυρωδιές, σε συνδυασμό με την υπονοούμενη σωματική του ανικανότητα να γευτεί τον έρωτα, τον ωθούν στο έγκλημα και τη μεγαλειώδη παραφροσύνη. Σκάβοντας πιο βαθιά θα δούμε ότι ο Γκρενούιγ είναι ένας λιμπερτίνος του 18ου αι., όπως ο αντίστοιχος του 20ου αι., θα ήταν πιθανόν ένας υπαρξιστής. Η ελεύθερη πράξη του ατόμου να δημιουργήσει τον εαυτό του και τον κόσμο μαζί με αυτόν, αποτελούν έκφραση της ουσίας του. Ο ενστερνισμός ενός αντικειμενικού συστήματος αξιών συνιστά μια απόπειρα μετάθεσης της προσωπικής ελευθερίας στον κόσμο των αντικειμένων. Η παθογένεια μιας τέτοιας φιλοσοφικής θεώρησης βρίσκεται στην εγγενή ροπή της προς τον σχετικισμό και τη χρησιμοθηρία, καθώς αντικαθιστά την κοινωνική συνύπαρξη με μια πράξη επιβολής σύμφωνα με την οποία, οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται πια ως αυταξίες, αλλά ως αντικείμενα προς χρήση.
Το σενάριο που υπογράφεται από τον Andrew Birkin, τον Bernd Eichinger, καθώς και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, προσπαθεί να αποδώσει καταβάλοντας φιλότιμες, είναι η αλήθεια, προσπάθειες, ένα δύσκολο στην οπτική του αποτύπωση βιβλίο, καθιστώντας ευκρινή τα όρια της κινηματογραφικής τέχνης. Ο κινηματογράφος περιγράφει ένα είδος ζωής, που συνδέεται στενά με τα υλικά φαινόμενα από τα οποία προέρχεται το συγκινησιακό και πνευματικό του περιεχόμενο. Αντίστοιχα το μυθιστόρημα είναι ένα πνευματικό συνεχές, το οποίο περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που ξεφεύγουν από τα όρια του κινηματογράφου καθώς δεν έχουν οπτικές αντιστοιχίες. (S. Kracauer, «Θεωρία του Κινηματογράφου»).
Ο συνσεναριογράφος και σκηνοθέτης αναγνωρίζοντας αυτήν ακριβώς την αδυναμία αντιστοιχίας ψυχικών καταστάσεων και εικόνων, καταφεύγει σε δυο βασικά τεχνάσματα αναπλήρωσης. Στην εκτενή χρήση της voice over αφηγηματικής τεχνικής και την υποβλητική μουσική επένδυση κλειδί για την εισαγωγή του θεατή, στον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σύνθεση των εξαιρετικών μουσικών θεμάτων συμμετείχε, εκτός του Reinhold Heil και του Johnny Klimek και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ιδιαίτερα προσεγμένη η φωτογραφία αναδεικνύει φυσικούς χώρους, χαρακτήρες και δημιουργούμενες εντάσεις. Παρόλα αυτά υπάρχουν στιγμές που η ταινία χάνει το ρυθμό της και κουράζει το θεατή. Από τους ηθοποιούς, ξεχωρίζει κατά τη γνώμη μου ο Alan Rickman στο ρόλο του πατέρα της Λορ και ο Dustin Hoffman στο ρόλο του Μπαλντίνι. Ο Γκρενούιγ Ben Whishaw, δεν κατορθώνει να σωματοποιήσει επαρκώς, έναν κατά βάση βουβό ρόλο, αρκούμενος σε ένα απλανές βλέμμα και επαναλαμβανόμενες συσπάσεις των μυών του προσώπου.