Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ SOPHIE SCHOLL)


Είδα τις «Τελευταίες μέρες της Sophie Scholl» γερμανική παραγωγή σε σκηνοθεσία Marc Rothemund με τους Julia Jentsch, Fabian Hinrichs, Andre Hennicke, Alexander Held, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η τανία αναφέρεται στην αληθινή ιστορία της
Sophie Scholl, ηρωίδας της γερμανικής αντίστασης ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς. Η Sophie Scholl και ο αδερφός της Hans φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και στελέχη της οργάνωσης «Λευκό Ρόδο» συλλαμβάνονται στις 18 Φεβρουαρίου 1943. Η κατηγορία αφορά στη διακίνηση προκηρύξεων με ανατρεπτικό περιεχόμενο, μέσα από τις οποίες καλούν το γερμανικό λαό να αντιταχθεί στο αδιέξοδο αιματοκύλισμα της Ευρώπης. Ανακρίνονται, δικάζονται, μαζί με ένα ακόμα στέλεχος της οργάνωσης, καταδικάζονται σε θάνατο και εκτελούνται στις 23 Φεβρουαρίου, σε επίρρωση των λεγομένων μιας άλλης γερμανίδας, που εικοσιπέντε χρόνια αργότερα αναδεικνύει σε ένα της βιβλίο τον αντιπολιτικό χαρακτήρα της βίας, ως εργαλείου στην υπηρεσία των λίγων έναντι των πολλών.
Μετά την «Πτώση» και τη «Γραμματέα του Χίτλερ», άλλη μια ταινία που καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού της νεότερης γερμανικής ιστορίας. Οι «Τελευταίες μέρες της
Sophie Scholl» είναι ουσιαστικά ένας δραματικός διάλογος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ανάμεσα σε δυο κόσμους. Από τη μια, η νεαρή φοιτήτρια διστακτικά στην αρχή, όλο και πιο σίγουρη στη συνέχεια για την υπεροχή της στάσης της, κάνει σημαία της την ελευθερία του ανθρώπου να δεσμεύσει τη βούληση του, σε σκοπούς που τον υπερβαίνουν, με μοναδικό οδηγό τη συνείδησή του και την αίσθηση του καθήκοντος, απέναντι στον Άνθρωπο και το Δημιουργό του. Από την άλλη ο ανακριτής, αντιπρόσωπος ενός περίκλειστου συστήματος σκέψης που απαγορεύει οποιαδήποτε αναστοχαστική δραστηριότητα, ένα υποταγμένο ανδρείκελο στη βούληση ενός νοσηρού πνεύματος, που διεκδικεί την αποκαλυπτική σύλληψη της αλήθειας και υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο του εργαλείου, όσο περνάει η ώρα, ακολουθώντας την αντίστροφη από την ηρωίδα ψυχική διαδρομή, τόσο περισσότερο αμφιβάλει. «Δυνατό μυαλό, τρυφερή καρδιά», είναι η παρακαταθήκη που αφήνει η ηρωίδα στη συγκρατούμενη της λίγο πριν το τέλος. Πόσο επίκαιρο αλήθεια ακούγεται το μήνυμα της στους πονηρούς καιρούς που ζούμε, όταν η ελευθερία της επιλογής φέρεται να εξαντλείται στην επιλογή life style, ενώ η προσωπική αξιοπρέπεια και η συλλογική δέσμευση φαίνεται να έχουν κατατεθεί οριστικά, στο βωμό μιας ομφαλοσκοπικής καταναλωτικής ευδαιμονίας;
Η σκηνοθεσία, βασισμένη σε ένα σενάριο με εξαιρετικούς πυκνογραμμένους διαλόγους, αφήνει την κάμερα να παρακολουθεί διακριτικά την ηρωίδα σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της βήμα, τόσο στις στιγμές του μεγαλείου, όταν πολυβολεί τα επιχειρήματά της στον ανακριτή και τους δικαστές, όσο και στις μικρές, τις ανθρώπινες στιγμές όταν η αγωνία για τη ζωή της, για την τύχη των γονιών και του αδερφού της την κατακλύζουν. Πόσο έντονη είναι η αντίθεση, ανάμεσα στο σκοτεινό δωμάτιο της ανάκρισης και το καθαρό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, την ίδια στιγμή που ο ανακριτής σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος «νίπτει τας χείρας του». Η ερμηνεία της ηρωίδας είναι πραγματικά καταιγιστική, χωρίς να υπολείπεται κατά τη γνώμη μου αυτή του «ανακριτή».
Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου όπου απέσπασε δυο Ασημένιες Άρκτους, για την ερμηνεία της Julia Jentsch και τη σκηνοθεσία του Marc Rothemund αντίστοιχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: