Παρασκευή, Απριλίου 21, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ)


Είδα τους Συνήθεις Εραστές του Phillipe Garrel με τον Louis Garrel γιο του σκηνοθέτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του εξεγερμένου νέου.
Η ταινία αποτίνει φόρο τιμής και παράλληλα συνιστά μια ψύχραιμη αποτίμηση της πορείας των περιπλανώμενων εξεγερθέντων ονειροπόλων του 1968 που σημάδεψαν το Παρίσι, την Ευρώπη και τις καρδιές των απανταχού καλλιτεχνών ζωής του 20ου αιώνα. Για την ιστορία τα γεγονότα του 1968 στο Παρίσι ξεκίνησαν όταν αμέσως μετά την πορεία, της εργατικής Πρωτομαγιάς, ο ηγέτης των αριστερών φοιτητικών παρατάξεων, ο κόκκινος Ντάνι, τέθηκε επικεφαλής φοιτητικής πορείας και συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της αστυνομίας στο Καρτιέ Λατέν. Τις επόμενες ημέρες, ο επαναστατικός αναβρασμός με σύνθημα, «ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιζητούμε το ανέφικτο» εξαπλώνεται παντού. Ξεσπούν διαδηλώσεις και στις 10 Μαίου, υψώνονται τα πρώτα οδοφράγματα στο Παρίσι. Ξημερώματα της 11ης Μαίου, η αστυνομία εξαπολύει αντεπίθεση και ακολουθούν πολύωρες συγκρούσεις με απολογισμό πάνω από χίλιους τραυματίες και 80 καμένα αυτοκίνητα. Στις 14 Μαίου, η Σορβόνη ανακηρύσσεται από τους φοιτητές ανεξάρτητη κοινότητα, ενώ ακολουθεί η κήρυξη γενικής εργατικής απεργίας. Μετά αρχίζει ο πανικός των αστών. Το γαλλικό φράγκο καταρρέει, οι συγκοινωνίες παραλύουν και ο στρατηγός Ντε Γκώλ, αφού κάνει έκκληση στη «σιωπηλή πλειοψηφία», εγκαταλείπει το Παρίσι. Στις 30 Μαίου, μια μέρα μετά τη φυγή του Ντε Γκώλ ένα εκατομμύριο Παρισιάνοι της «σιωπηλής πλειοψηφίας» διαδηλώνουν στους δρόμους, υπέρ της επιστροφής στην τάξη και αρχίζει η σταδιακή εκτόνωση της κατάστασης. Επανερχόμενοι τώρα στην ταινία θα λέγαμε ότι αποτελείται δομικά από δυό κεντρικά μέρη. Στο πρώτο μέρος, παρακολουθούμε μια ομάδα νεαρών εμφορούμενων από διονυσιακή διάθεση αλλαγής των πάντων να συμμετέχουν στο στήσιμο των οδοφραγμάτων και στις συγκρούσεις που ξεσπούν με την αστυνομία, ξημερώματα της 11ης Μαίου στο Παρίσι. Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε την πορεία και τα αδιέξοδα της ομάδας των επαναστατημένων νεαρών, με φόντο το μετεπαναστατικό Παρίσι. Κεντρικά πρόσωπα είναι ο ευαίσθητος ποιητής Φρανσουά, που αναρωτιέται για το νόημα της επανάστασης, ο κομφορμιστής και κυνικός Αντουάν, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η δική του επανάσταση ολοκληρώθηκε «όταν κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του και έφτιαξε το δικό του βασίλειο χωρίς κανόνες», καθώς και η γεμάτη περιέργεια για τις εμπειρίες της ζωής Λίλ,
alter ego και ζευγάρι με τον Φρανσουά. Η παρέα, μετά από αδιέξοδες συνευρέσεις και έχοντας παραδοθεί στην εξερεύνηση της ατομικής ουτοπίας, μέσα από τη χρήση οπίου, διαλύεται. Ο Αντουάν δραπετεύει στο Μαρόκο, η Λίλ φεύγει στη Νέα Υόρκη και ο Φρανσουά ο μόνος αμετανόητα ονειροπόλος, που έχει πάρει στα σοβαρά την επανάσταση για το προλεταριάτο ερήμην του, αναγνωρίζει την αδυναμία του να υπάρξει χωρίς το όνειρο. Γι’ αυτόν η επανάσταση συνεχίζεται....Για τους υπόλοιπους η επανάσταση ματαιώνεται.
Η ταινία για όσους θελήσουν να την παρακολουθήσουν, δεν είναι «εύκολη» έχει συνολική διάρκεια τρείς ώρες και αφηγείται κυρίως με εικόνες, ασπρόμαυρες εικόνες, μια «αργά» κινούμενη ιστορία, που δεν ακολουθεί αυστηρά τους κανόνες του μοντάζ συνέχειας. Το πρώτο μέρος, με τα «ακίνητα» μονοπλάνα μακράς διάρκειας, αποτίνει φόρο τιμής στις πρώτες ταινίες του Ιταλικού νεορεαλισμού και στον πρόδρομο του το σινεμά βεριτέ, με σημείο αναφοράς τις ταινίες του
Martoglio. Το δεύτερο μέρος αποτίνει φόρο τιμής στη γαλλική nouvelle vague, κινηματογραφικό κίνημα που βασίστηκε στις νεωτερικές απόψεις του Bazin, σχετικά με το βάθος πεδίου, καθώς και στα διδάγματα του ιταλικού νεορεαλισμού. Η επιλογή ασπρόμαυρης φωτογραφίας συμβάλει τα μέγιστα στην αποστασιοποίηση από το παρόν και την ανάδυση ενός παρελθόντος «ονειρικού» χρόνου, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η ταινία απέσπασε το αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας και βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2005, για την εκπληκτική ρευστότητα των μαυρόασπρων εικόνων και την εξαίρετη καλλιτεχνική συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας
William Lubtchansky στο τελικό αποτέλεσμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: