Ανατολική Γερμανία 1984. Ο Γκιόργκ Ντράιμαν επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας και από τα αγαπημένα «παιδιά» του καθεστώτος είναι ζευγάρι με την πρωταγωνίστρια στο τελευταίο του έργο Κρίστα. Ο Υπουργός Πολιτισμού Μπρούνο Χέμπφ παρενοχλεί ερωτικά την όμορφη πρωταγωνίστρια και στην προσπάθειά του να χωρίσει το ζευγάρι, διατάσσει το γραμματέα του Υπουργείου Άντον Γκρούμπιτζ να αναζητήσει τεκμήρια αντικυβερνητικής δράσης που θα ενοχοποιήσουν τον Ντράιμαν. Ο ανακριτής και καθηγητής στη σχολή της Στάζι Γκέρντ Βίσλερ μεθοδικός και αφοσιωμένος στην υπηρεσία του καθεστώτος πράκτορας, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας την επιχείρηση παρακολούθησης. Όταν ένας στενός φίλος του Ντράιμαν σκηνοθέτης και αποκλεισμένος από τα καλλιτεχνικά δρώμενα για πολιτικούς λόγους, αυτοκτονεί, ο τελευταίος αποφασίζει να βγάλει τους παραμορφωτικούς φακούς με τους οποίους βλέπει την υφιστάμενη πολιτική κατάσταση και να γράψει ένα καταγγελτικό άρθρο το οποίο δημοσιεύεται στο Der Spiegel. Η απόφαση αυτή επιδρά καταλυτικά, όχι μόνο στη ζωή του ζευγαριού, αλλά και του εμπλεκόμενου στην παρακολούθηση πράκτορα.
«Οι ζωές των Άλλων» είναι ένα πολιτικό θρίλλερ με ψυχολογικές προεκτάσεις. Το σενάριο που επίσης φέρει την υπογραφή του von Donnersmarck αποκαλύπτει τη φύση της γραφειοκρατίας ως κυρίαρχου εκμεταλλευτικού σώματος, που επιβάλλεται στο σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, μέσω της διαρκούς αστυνόμευσης και της συνακόλουθης διέγερσης του αισθήματος φόβου. Ένας τεράστιος μηχανισμός στρατολόγησης πολιτών στήνεται, για την παρακολούθηση της ζωής των υπολοίπων. Στα πλαίσια αυτά, η ιδιωτικότητα του βίου ως δυνατότητα επιλογής που θέτει σε αμφισβήτηση την κυρίαρχη ιδεολογία, απλά δεν υφίσταται. Εδώ απαιτείται η «ομογενοποιητική» μηχανοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το χαρακτηριστικότερο υπόδειγμα μηχανοποιημένης συμπεριφοράς συνιστά ο πιο αφοσιωμένος εκπρόσωπος του καθεστώτος. Ο ανακριτής Γκέρντ Βίσλερ ακολουθεί με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια την καθημερινή του ρουτίνα, από τα ρούχα που φοράει μέχρι τον τρόπο που επικοινωνεί με τους συνεργάτες του. Απαγορεύει στον υφιστάμενό του να κάνει οτιδήποτε, παρά να καταγράφει τη ζωή των άλλων. Η κριτική σκέψη, οι αποφάσεις, καθώς και τα συναισθήματα, αποτελούν προνομιακό πεδίο άσκησης της κομματικής ελίτ. Όμως η ζωή και οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά «πληθωρικοί» για να τοποθετηθούν σε τέτοιου είδους λογικά καλούπια. Σε μια εξαιρετικής έμπνευσης ψυχολογική μεταστροφή ο πιο πιστός εκπρόσωπος του συστήματος «οικειώνεται» τη ζωή του παρακολουθούμενου ζευγαριού των καλλιτεχνών, θυμίζοντας, το εξαιρετικό βιβλίο, του Αντώνη Σαμαράκη, «το Λάθος» και γίνεται συμμέτοχος στην αποκαθήλωση της ιδεολογίας που υπηρέτησε με αυταπάρνηση.
Ο σκηνοθέτης στηριζόμενος στο εξαιρετικά επεξεργασμένο σενάριο δίνει προβάδισμα στην «ιστορία» σε βάρος της εντύπωσης. Εποχή και συμπεριφορές επιθυμεί να καταγράψει. Με αυτό το σκεπτικό αρκείται στην ακριβή, σχεδόν ντοκυμαντερίστικη αποτύπωση των γεγονότων, αποφεύγοντας την δημιουργία της, τόσο χαρακτηριστικής σε ανάλογες ταινίες, «κλειστοφοβικής» ατμόσφαιρας τεχνητής έντασης. Η φωτογραφία με τα επιλεγμένα μουντά χρώματα συμβάλλει αποφασιστικά στην αίσθηση της ψυχρής αποστασιοποιημένης καταγραφής μιας παρελθούσας εποχής. Εξαιρετική ερμηνεία από τον Ulrich Muhe στο ρόλο του ανακριτή-πράκτορα της Στάζι.
Η ταινία απέσπασε το βραβείο καλύτερης Ευρωπαικής ταινίας για το 2006. Ο Florian Henckel von Donnersmarck κατέκτησε το βραβείο καλύτερου Ευρωπαίου Σεναριογράφου και ο Ulrich Muhe το βραβείο καλύτερου Ευρωπαίου Ηθοποιού.