Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ)


Είδα την ταινία «Οι Ζωές των Άλλων» σε σενάριο και σκηνοθεσία του νεαρού Florian Henckel von Donnersmarck με τους Martina Gedeck, Ulrich Muhe, Sebastian Koch, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ανατολική Γερμανία 1984. Ο Γκιόργκ Ντράιμαν επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας και από τα αγαπημένα «παιδιά» του καθεστώτος είναι ζευγάρι με την πρωταγωνίστρια στο τελευταίο του έργο Κρίστα. Ο Υπουργός Πολιτισμού Μπρούνο Χέμπφ παρενοχλεί ερωτικά την όμορφη πρωταγωνίστρια και στην προσπάθειά του να χωρίσει το ζευγάρι, διατάσσει το γραμματέα του Υπουργείου Άντον Γκρούμπιτζ να αναζητήσει τεκμήρια αντικυβερνητικής δράσης που θα ενοχοποιήσουν τον Ντράιμαν. Ο ανακριτής και καθηγητής στη σχολή της Στάζι Γκέρντ Βίσλερ μεθοδικός και αφοσιωμένος στην υπηρεσία του καθεστώτος πράκτορας, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας την επιχείρηση παρακολούθησης. Όταν ένας στενός φίλος του Ντράιμαν σκηνοθέτης και αποκλεισμένος από τα καλλιτεχνικά δρώμενα για πολιτικούς λόγους, αυτοκτονεί, ο τελευταίος αποφασίζει να βγάλει τους παραμορφωτικούς φακούς με τους οποίους βλέπει την υφιστάμενη πολιτική κατάσταση και να γράψει ένα καταγγελτικό άρθρο το οποίο δημοσιεύεται στο Der Spiegel. Η απόφαση αυτή επιδρά καταλυτικά, όχι μόνο στη ζωή του ζευγαριού, αλλά και του εμπλεκόμενου στην παρακολούθηση πράκτορα.
«Οι ζωές των Άλλων» είναι ένα πολιτικό θρίλλερ με ψυχολογικές προεκτάσεις. Το σενάριο που επίσης φέρει την υπογραφή του von Donnersmarck αποκαλύπτει τη φύση της γραφειοκρατίας ως κυρίαρχου εκμεταλλευτικού σώματος, που επιβάλλεται στο σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, μέσω της διαρκούς αστυνόμευσης και της συνακόλουθης διέγερσης του αισθήματος φόβου. Ένας τεράστιος μηχανισμός στρατολόγησης πολιτών στήνεται, για την παρακολούθηση της ζωής των υπολοίπων. Στα πλαίσια αυτά, η ιδιωτικότητα του βίου ως δυνατότητα επιλογής που θέτει σε αμφισβήτηση την κυρίαρχη ιδεολογία, απλά δεν υφίσταται. Εδώ απαιτείται η «ομογενοποιητική» μηχανοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το χαρακτηριστικότερο υπόδειγμα μηχανοποιημένης συμπεριφοράς συνιστά ο πιο αφοσιωμένος εκπρόσωπος του καθεστώτος. Ο ανακριτής Γκέρντ Βίσλερ ακολουθεί με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια την καθημερινή του ρουτίνα, από τα ρούχα που φοράει μέχρι τον τρόπο που επικοινωνεί με τους συνεργάτες του. Απαγορεύει στον υφιστάμενό του να κάνει οτιδήποτε, παρά να καταγράφει τη ζωή των άλλων. Η κριτική σκέψη, οι αποφάσεις, καθώς και τα συναισθήματα, αποτελούν προνομιακό πεδίο άσκησης της κομματικής ελίτ. Όμως η ζωή και οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά «πληθωρικοί» για να τοποθετηθούν σε τέτοιου είδους λογικά καλούπια. Σε μια εξαιρετικής έμπνευσης ψυχολογική μεταστροφή ο πιο πιστός εκπρόσωπος του συστήματος «οικειώνεται» τη ζωή του παρακολουθούμενου ζευγαριού των καλλιτεχνών, θυμίζοντας, το εξαιρετικό βιβλίο, του Αντώνη Σαμαράκη, «το Λάθος» και γίνεται συμμέτοχος στην αποκαθήλωση της ιδεολογίας που υπηρέτησε με αυταπάρνηση.
Ο σκηνοθέτης στηριζόμενος στο εξαιρετικά επεξεργασμένο σενάριο δίνει προβάδισμα στην «ιστορία» σε βάρος της εντύπωσης. Εποχή και συμπεριφορές επιθυμεί να καταγράψει. Με αυτό το σκεπτικό αρκείται στην ακριβή, σχεδόν ντοκυμαντερίστικη αποτύπωση των γεγονότων, αποφεύγοντας την δημιουργία της, τόσο χαρακτηριστικής σε ανάλογες ταινίες, «κλειστοφοβικής» ατμόσφαιρας τεχνητής έντασης. Η φωτογραφία με τα επιλεγμένα μουντά χρώματα συμβάλλει αποφασιστικά στην αίσθηση της ψυχρής αποστασιοποιημένης καταγραφής μιας παρελθούσας εποχής. Εξαιρετική ερμηνεία από τον Ulrich Muhe στο ρόλο του ανακριτή-πράκτορα της Στάζι.
Η ταινία απέσπασε το βραβείο καλύτερης Ευρωπαικής ταινίας για το 2006. Ο Florian Henckel von Donnersmarck κατέκτησε το βραβείο καλύτερου Ευρωπαίου Σεναριογράφου και ο Ulrich Muhe το βραβείο καλύτερου Ευρωπαίου Ηθοποιού.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

ΑΡΘΡΟ 16


Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα σχετικά με την αναθεώρηση του περίφημου άρθρου 16 του Συντάγματος. Για όσους δεν συνηθίζουν να εντρυφούν στα του Συντάγματος, το άρθρο 16 αναφέρεται εν ολίγοις στα εξής:
Στην παιδεία ως βασικής αποστολής του κράτους με σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των ελλήνων (παρ.2). Στην ανώτατη εκπαίδευση, η οποία παρέχεται αποκλειστικά από Ν.Π.Δ.Δ. με πλήρη αυτοδιοίκηση (παρ.5). Στους καθηγητές των Α.Ε.Ι. ως δημόσιους λειτουργούς (παρ.6) και στις σχολές ανώτερης βαθμίδας Τ.Ε.Ι. (παρ.7).
Ο ντόρος όπως είναι προφανές, γίνεται μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης σχετικά με το αν θα πρέπει να επιτραπεί, ή όχι, η λειτουργία ιδιωτικών Α.Ε.Ι. στη χώρα μας. Από την πλευρά του μη ειδικού θα ήθελα να καταθέσω στους πολιτικούς μας εκπροσώπους που ανέσυραν το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων τα εξής:
Ποιά πολιτική πρωτοβουλία λαμβάνεται, αν όχι για την αναβάθμιση, τουλάχιστον για τη μη περαιτέρω απαξίωση του θεσμού του Δημόσιου πανεπιστημίου; Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, πως διασφαλίζεται το ίσο δικαίωμα στο βασικό αγαθό της εκπαίδευσης όταν το κριτήριο προσβασιμότητας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι και οικονομικό; Η πριμοδότηση του διαφαινόμενου οικονομικού, γνωσιακού-τεχνοκρατικού και κοινωνικού χάσματος, που ήδη παρατηρούμε στην κοινωνία μας, προάγει την επιθυμούμενη κοινωνική συνοχή;
«Το επιχείρημα του εκσυγχρονισμού του Δημόσιου πανεπιστημίου εξαιτίας των ανταγωνιστικών συνθηκών που θα δημιουργηθούν από την εισαγωγή των ιδιωτικών πανεπιστημίων. σημαίνει και τον αποκλειστικό προσανατολισμό των σπουδών σε «εξαργυρώσιμες» μορφές γνώσης; Η απαξίωση των λεγόμενων ανθρωπιστικών σπουδών συνιστά άραγε βελτίωση;» (Δ. Τσάτσος, Κ. Τσουκαλάς, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 4/12/2006).
Και κάτι τελευταίο. Πως η αναφερόμενη περί παιδείας «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των ελλήνων» ταιριάζει με τις απαιτήσεις μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, στην οποία διασφαλίζεται η ελευθερία επιλογής των προσώπων χωρίς να υπάρχουν κοινωνικές ομάδες «σκιές»;
Η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος δεν πραγματοποιήθηκε το 2001; Γιατί πρέπει να προσφέρονται συνεχώς θυσίες στο βωμό του πρόσκαιρου πολιτικού κέρδους;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

ΑΥΛΑΙΑ


Πέθανε στις 16 Νοεμβρίου σε ηλικία 94 ετών στο Σικάγο, ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του 20ου αι. ο Milton Friedman ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος της σχολής του Σικάγο.
Υπό την καθοδήγησή του οι μονεταριστές αμφισβήτησαν την κευνσιανή προσέγγιση στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, δίνοντας έμφαση στη σημασία της νομισματικής πολιτικής για την εξασφάλιση μακροοικονομικής σταθερότητας.
Η αμφισβήτηση κορυφώθηκε το 1968 όταν οι Phelps και Friedman δημοσίευσαν ένα άρθρο για τη νομισματική πολιτική («Ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής»), σύμφωνα με το οποίο στη μακροχρόνια περίοδο όπου η οικονομία λειτουργεί κάτω από συνθήκες πλήρους απασχόλησης υπάρχει ένα φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο είναι συμβατό με ένα σταθερό ποσοστό πληθωρισμού. Έτσι, η μακροχρόνια καμπύλη Phillips δεν έχει αρνητική κλίση όπως ισχυρίζονταν μέχρι τότε οι Κευνσιανοί, αλλά είναι κάθετη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η διασταλτική δημοσιονομική πολιτική να επιφέρει μακροχρόνια αύξηση του πληθωρισμού χωρίς πτώση της ανεργίας, κάτω από το φυσικό ποσοστό της.
Η θεωρία αυτή επικυρώθηκε από την εμπειρία, όταν μετά την πετρελαική κρίση του 1973 παρατηρήθηκε το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (υψηλό ποσοστό πληθωρισμού, ανεργίας), το οποίο ήταν ανεξήγητο σύμφωνα με την Κευνσιανή θεώρηση.
Το 1977 ο Friedman τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στον τομέα των Οικονομικών επιστημών με θέμα της διάλεξης, κατά την τελετή απονομής, «Πληθωρισμός και Ανεργία».
Τον Οκτώβριο του 1979 ο νέος πρόεδρος του Fed ξεκίνησε, υπό τις ευλογίες του Friedman, αντεπίθεση κατά του πληθωρισμού, το επονομαζόμενο μονεταριστικό πείραμα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την απότομη πτώση του πληθωρισμού κατά την τριετία 1979-1982 με σημαντικό όμως κόστος σε όρους ανεργίας και απώλειας προιόντος.
Στη συνέχεια οι μονεταριστές διασπάστηκαν, εξαιτίας παρατηρούμενων αλλαγών στη συμπεριφορά των χρηματοοικονομικών αγορών, με τη σημαντικότερη να εντοπίζεται στην κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος.
Πνεύμα ανεξάρτητο ο Friedman, παρόλο που αγωνίστηκε υπέρ της αυτορρύθμισης των αγορών και ενάντια στον κρατικό παρεμβατισμό, δε δίστασε να υπερθεματίσει την πριμοδότηση των φτωχότερων νοικοκυριών, μέσω της υιοθέτησης του «αρνητικού φόρου εισοδήματος».