Κυριακή, Ιουλίου 09, 2006

ΜΟΥΝΤΙΑΛΙΚΑ


Το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου 2006, ή στην νεοελληνική ποδοσφαιρική διάλεκτο «Μουντιάλ», προς χάρην του πρωταθλήματος που διεξήχθει το 1970 στο Μεξικό, βαίνει προς το τέλος του. Απομένει ο μεγάλος τελικός που φέρνει αντιμέτωπες την Ιταλία και τη Γαλλία στις 21.00 απόψε το βράδυ, ώρα Ελλάδας. Σε αναμονή του φινάλε και με αφορμή αυτή την ετερόκλητη συνάθροιση κρατών, συμφερόντων, προτύπων και συμπεριφορών, θα «επιχειρήσω» να βάλω σε τάξη σκόρπιες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό μου σχετικά με τη μαγνητική δύναμη που ασκεί το ποδόσφαιρο πάνω στις σύγχρονες μάζες. Με άλλα λόγια, ποιός μίτος της Αριάδνης συνδέει το ποδόσφαιρο όπως εξελίσσεται στην τεχνική του διάσταση, από το αργό ποδόσφαιρο προσωπικής επινόησης και αναμέτρησης της δεκαετίας του ’60, στο γρήγορο υποταγμένο στην ομαδική σκοπιμότητα ποδόσφαιρο, του 21ου αιώνα, ή αλλιώς, από το ποδόσφαιρο που εξυπηρετεί σκοπούς οπαδικής, ή εθνικής έξαρσης στο ποδόσφαιρο του life style και του στοιχήματος; Ή ακόμα τι είναι αυτό που «μαγνητίζει» μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη, καθώς ο διαιτητής σφυρίζει την έναρξη του αγώνα, τις αλλοτινές παρέες φίλων που μεταλλάχθηκαν σε θλιβερά υποκατάστατα αναγκαστικής οικειότητας, ή σε αδημονούντες μοναχικούς καταναλωτές; Τελικά τι είναι αυτό που κρατάει «δέσμιο» του θεάματός του ένα ραγδαία εξελισσόμενο κόσμο;
Η απάντηση βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στις μαγικές εικόνες που το ίδιο το ποδόσφαιρο δημιουργεί. Με σημείο εκκίνησης το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου του 1970 εποχή που το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, μέσω των ζωντανών τηλεοπτικών μεταδόσεων, εισβάλλει ορμητικά και στη νεοελληνική πραγματικότητα ας θυμηθούμε ορισμένες χαρακτηριστικές εικόνες. Η προσποίηση του Βραζιλιάνου
Pele, στον Ουρουγουανό τερματοφύλακα Mazurkiewicz, στα ημιτελικά του Μουντιάλ (1970), η επέλαση του Cruyff, του λαγοπόδαρου Ολλανδού και το πέναλτι που κέρδισε, στον τελικό του 1974 κόντρα στη Γερμανία, ο μπανταρισμένος ώμος του Γερμανού Beckenbauer στον ίδιο αγώνα, η αρχοντική φιγούρα του Βραζιλιάνου Socrates στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1982 και ο συγκλονιστικός πανηγυρισμός του Ιταλού Tardelli μετά το γκόλ που πέτυχε στον τελικό της ίδιας χρονιάς κόντρα στη Γερμανία, το χέρι του «Θεού» και το εκπληκτικό δεύτερο γκολ του Αργεντίνου Maradona κόντρα στην Αγγλία το 1986, το κλάμα του Maradona κατά την απονομή του τίτλου του πρωταθλητή στη Γερμανία το 1990, το πρόσωπο του Ιταλού Baggio μετά το χαμένο πέναλτι στον τελικό του 1994, το φίλημα της φανέλας από τον ΓαλλοΑλγερινό Zidane μετά το πρώτο γκόλ που πέτυχε στον τελικό του 1998.....
Ο κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις εικόνες είναι η κατάθεση «ψυχής», το πάθος για διάκριση, ή επί το φιλοσοφικότερον, η Νιτσεική θέληση για δύναμη που εμπνέει τον αθλητή να υπερβεί την καθεστηκυία τάξη και να ηγηθεί μιας συλλογικής προσπάθειας, η οποία τον εξυψώνει στο επίπεδο του σύγχρονου ήρωα νικητή απέναντι, τόσο στους καθορισμένους κανόνες του παιχνιδιού, όσο και τις «αόρατες» σκοπιμότητες που εξυφαίνονται. Από τη στιγμή όμως που ο αθλητής ξεπερνά το κοινό μέτρο τίθενται σε κίνηση οι δυνάμεις που θα προκαλέσουν τη μελλοντική ανατροπή, ή και τη συντριβή του. Αυτό, δεν είναι το μάθημα ζωής που κληρονομήσαμε από τους αρχαίους έλληνες, τραγικούς; Αυτή δεν είναι η αλήθεια που συμπυκνώνουν μερικές από τις προαναφερόμενες εικόνες;
Και για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα, αυτό το μάλλον αδιάφορο παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου των πανίσχυρων χορηγών, της άνευρης και άτολμης ποδοσφαιρικής ανάπτυξης, των ξεζουμισμένων σταρ που έχουν μεταβληθεί σε ακριβοπληρωμένες κρεμάστρες για διαφημίσεις (εξαιρετικά εύστοχος ο χαρακτηρισμός του Τσίμα), των προπονητών έμμισθων υπαλλήλων πολυεθνικών και των φοβισμένων ανδρείκελων διατησίας που εκτελούν πειθήνια τις αποφάσεις της
FIFA, μοιάζει ξαφνικά να μεταμορφώνεται εξαιτίας ακριβώς του απρόβλεπτου του ανθρώπινου χαρακτήρα. Μια υπέροχη παρέα Ιταλών με ένα μαέστρο προπονητή που αγωνίζονται για την υστεροφημία τους ενάντια στα όσα συμβαίνουν στο ποδοσφαιρικό «κύκλωμα» της πατρίδας τους και ένας ποδοσφαιριστής ηγέτης ο ΓαλλοΑλγερινός Zidane στο κύκνειο άσμα της καριέρας του που οδηγεί σαν άλλος Ελ Σίντ την εθνική ομάδα της Γαλλίας, κρατούσαν για το φινάλε τη μαγική μπαγκέτα που μεταμόρφωσε τη σταχτοπούτα του σύγχρονου ποδοσφαίρου σε βασίλισσα. Ή, για να μιλήσουν καλύτερα οι εικόνες το πρόσωπο του ιταλού Grosso τη στιγμή του συγκλονιστικού πανηγυρισμού του στο γκολ που πέτυχε στην παράταση ενάντια στη Γερμανία, απέναντι στον επελαύνοντα κατά μέτωπο Zidane στο παιχνίδι με τη Βραζιλία. Ευτυχώς το ποδόσφαιρο σε πείσμα των απανταχού τεχνοκρατών ζεί ακόμα.
Όσον αφορά στο πρόσωπό μου, το βράδυ αυτό........
Forza Italia.