Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2009

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (12)


Δώδεκα ένορκοι αποσύρονται σε ένα γυμναστήριο για να εκδώσουν την ετυμηγορία τους σχετικά με έναν νεαρό Τσετσένο που κατηγορείται ότι λήστεψε και σκότωσε το θετό του πατέρα, απόστρατο Ρώσο αξιωματικό.
Ο Nikita Mikhalkov μεταφέρει στη σύγχρονη Ρωσική πραγματικότητα το κλασικό δράμα του Sidney Lumet «12 Angry Men» στήνοντας ένα δικαστικό θρίλερ επικών διαστάσεων. Δώδεκα άνθρωποι κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο. Ακούγεται μονότονο και πληκτικό; Σας βεβαιώνω ότι ο φίλος του Tarkovski κατορθώνει ακριβώς το αντίθετο. Να κρατήσει δηλαδή κυριολεκτικά «γατζωμένο» στο κάθισμά του το θεατή για δυόμισι περίπου ώρες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα πραγματεύεται με χειρουργική ακρίβεια πολλούς από τους κοινούς τόπους που διατρέχουν τη σύγχρονη Ρωσική πραγματικότητα. Από τη ρατσιστική αντίληψη περί Τσετσένων υπανθρώπων, κάτι αντίστοιχο με την ελληνική άποψη περί Αλβανών, μέχρι τις πολιτικές θέσεις των κρατούντων που κοινωνούνται τεχνηέντως μέσα από την τηλεοπτική οθόνη και από τη ληστρική αντιμετώπιση των συναλλασσομένων κατά τη συνδιαλλαγή τους με τις Δημόσιες Υπηρεσίες, μέχρι την εκπόρνευση σωμάτων και ψυχών στο βωμό του χρήματος και την αποδόμηση οποιασδήποτε έννοιας συλλογικής δράσης και ευθύνης. Καταλήγει, παραπέμποντας στην «ορθόδοξη» ουμανιστική παράδοση αιώνων που φωλιάζει στον πυρήνα της ρωσικής ψυχής, με την επίκληση στη φιλ-ανθρωπία ως την ανώτατη δικαιοδοτική βαθμίδα Δικαίου.
Ο σκηνοθέτης έχοντας απόλυτη αίσθηση των εκφραστικών του μέσων απλώνει την ιστορία του στο χωροχρόνο με μοναδική μαεστρία. Συνεχή flash back και απότομα cut παρασύρουν το θεατή στην ψευδαισθητική πραγματικότητα που υφαίνουν οι ιστορίες των πρωταγωνιστών. Το σετ πλαισιώνεται από ένα μοναδικό κάστ ηθοποιών. Αξίζει να αναφέρω μερικά από τα, άγνωστα στο ελληνικό κοινό, ονόματα. Sergei Makovetski, Sergei Garmash, Alexei Petrenko, Yuri Stoyanov, Sergei Gazarov, Mikhail Efremov, Alexander Adabashyan.
Αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα που πέρασε απαρατήρητο όταν προβλήθηκε στις νύχτες πρεμιέρας το Σεπτέμβριο και συνεχίζει να περνά απαρατήρητο προβάλλεται στο ΙΝΤΕΑΛ. Απλά δείτε το...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2009

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ)


Ένας παλαιστής του κάτς με το ψευδώνυμο «Κριάρι» έρχεται αντιμέτωπος, στη δύση της καριέρας του, με τη βιολογική φθορά, την ανέχεια, και τον πόνο που προκαλεί η μοναξιά.
Ο «Παλαιστής» συνιστά ένα μελαγχολικό σχόλιο πάνω στον κόσμο του θεάματος έναν κόσμο «φευγαλέας» λάμψης και ματαιοδοξίας που συνοδεύεται, στις πλείστες των περιπτώσεων, από ηχηρή πτώση. Ο ήρωάς μας σε πρώτο επίπεδο αρνείται να παραδεχτεί την αμετάκλητη ετυμηγορία του χρόνου. Για το λόγο αυτό εξακολουθεί να περιφέρει το κουρασμένο του κορμί ανάμεσα στους νέους και σφριγηλούς του αντιπάλους ένα είδος γκουρού στο χώρο των ρίνγκ που αντλεί το όποιο κύρος του μέσα από την επίκληση των στιγμών δόξας του παρελθόντος. Το παρελθόν είναι το ψυχολογικό αποκούμπι αυτών που αναγνωρίζουν ότι δεν έχουν παρόν, αυτών που δεν προσβλέπουν στο μέλλον. Το «Κριάρι» έχει βιωμένη επίγνωση της κατάστασής του. Γνωρίζει ότι οι μεγάλοι αρτίστες αποσύρονται από τη σκηνή προτού σβήσουν τα φώτα. Όμως, καθώς όλοι οι εναλλακτικοί δρόμοι παρουσιάζονται αδιάβατοι η φυγή προς το ρίνγκ συνιστά τη μοναδική αξιοπρεπή διέξοδο. Μέχρι να σβήσουν τα φώτα...
Τώρα σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, η αδυναμία επικοινωνίας με τον προϊστάμενό του στο σουπερμάρκετ, η αποτυχημένη προσπάθεια επανασύνδεσης με την κόρη του, το συναισθηματικό «άδειασμα» από τη χορεύτρια του καμπαρέ, δεν πιστοποιούν τίποτε λιγότερο από την αμηχανία απέναντι στον Άλλον, την ανικανότητα ανάπτυξης ουσιαστικών σχέσεων και την απουσία νοήματος που θα προσδώσουν στο βίο την απαιτούμενη συνοχή και προοπτική. Γιατί αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμα που κοινωνεί η συγκεκριμένη ταινία. Ένας κόσμος χρησιμοθηρικός όπου κυριαρχεί ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, μια κοινωνία που επενδύει το «είναι» της στο επίπλαστο και φευγαλέο «φαίνεσθαι» δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία ασύνδετη, μια κοινωνία χωρίς προοπτική. Η συρρίκνωση της ανθρώπινης ελευθερίας στην υλική της διάσταση, η «αμέριμνη» ανάλωση του βίου σε κατανάλωση εμπειριών και συνανθρώπων αποτελούν μια σύγχρονη όσο και κομψή εκδοχή της ρωμαϊκής αρένας όπου ξεσκίζονται σάρκες και ζωές προς χάρη του θεάματος.
Ο Darren Aronofski πραγματεύεται το θέμα του με χειρουργική λεπτότητα και ουμανιστική προοπτική. Μέσα από την εικονική σύνθεση της φιλμικής πραγματικότητας κατορθώνει να αναδείξει το ψυχολογικό προτραίτο του ήρωά του χωρίς να καταφεύγει σε μακρόσυρτα και κουραστικά για το θεατή μονοπλάνα. Η μόνη μου ένσταση αφορά στην εικονική σύγχυση της οικονομικής ανέχειας με την αποξένωση και τη μοναξιά. Ο Mickey Rourke στο ρόλο της ζωής του «κυριολεκτικά». Εδώ το ανιστορικό και αφελές αίτημα του «happy end», ο στυλοβάτης του αμερικανικού ονείρου, μεταφέρεται από την ταινία στη ζωή μέσα από την επιστροφή και την αποθέωση του έκπτωτου πρωταγωνιστή.
Και μόνο γι’ αυτό, για την αναβάπτιση δηλαδή του συμβόλου στη σημασία, και ανεξάρτητα από καλλιτεχνικά δεδομένα, ο Rourke θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο ΟΣΚΑΡ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟ ΛΑΘΟΣ...


Μια είδηση που πέρασε στα ψιλά των Μ.Μ.Ε την προηγούμενη εβδομάδα. Ο Ervin Lupoe αυτοκτόνησε στο Λος Άντζελες αφού πρώτα σκότωσε τη σύζυγό του Ana και τα πέντε παιδιά τους ηλικίας από 2 μέχρι 8 ετών. Προηγουμένως ο Ervin και η Ana είχαν απολυθεί από το Kaiser Permanente Medical Center όπου εργάζονταν.
Πολλά φαντάζομαι θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με την ευθύνη των ίδιων των εργαζομένων που απολύθηκαν, ή τη «διαταραγμένη» τους προσωπικότητα. Ακόμα περισσότερα θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με την κουλτούρα του «καταναλώνω άρα υπάρχω» που γεμίζει με ενοχές τον ψυχισμό όσων τίθενται στο περιθώριο του Δυτικού πολιτισμού υλικής ευμάρειας. Ή ακόμα για τη σύγχρονη υλική εκδοχή της έννοιας της αξιοπρέπειας που μαζί με την έννοια της ελευθερίας συνιστούν τους ιδεολογικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται το συγκριτικό ηθικό πλεονέκτημα του συστήματος της ελεύθερης αγοράς.
Δεν θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω σχετικά με τα παραπάνω αναφερόμενα. Εκεί που θα ήθελα να σταθώ είναι στο ιδεολόγημα της δίκαιης ανταμοιβής με την οποία επιβραβεύονται οι επιτυχημένες επιλογές και δραστηριότητες. Για να έχει νόημα η δίκαιη ανταμοιβή θα πρέπει, εκτός των άλλων, να υφίσταται ως «ανοιχτή» δυνατότητα το αντίπαλο δέον. Αυτό ακριβώς που επιβάλλει η λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς μέσα από την καθαρτήρια διαδικασία της χρεοκοπίας.
Μόνο που...
Τα golden boys της χρηματιστικής οικονομίας προτού περάσουν το κατώφλι της ανεργίας τροφοδότησαν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς με μερικές δεκάδες εκατομμύρια δολλάρια υπό τη μορφή νόμιμων αμοιβών και bonus. Αυτοί έχουν πραγματικά τη δυνατότητα να διαχειριστούν με «ελευθερία και αξιοπρέπεια» το χρόνο τους για το υπόλοιπο του βίου τους. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο για τη γραμματέα, τον κλητήρα ή τον οποιονδήποτε κατώτερο υπάλληλο των επιχειρήσεων που χρεοκόπησαν; Είναι ίσης αξίας, δηλαδή έχει τον ίδιο αντίκτυπο στη ζωή τους, η απόλυση του μεγαλοτραπεζίτη ή του μεγαλοχρηματιστή με αυτήν του κατώτερου προσωπικού;
Αν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι καταφατική τότε η κοινωνία μας δε χρειάζεται αντισταθμιστικούς μηχανισμούς και ο θάνατος των Lupoe εντάσσεται στην κατηγορία των στατιστικών σφαλμάτων.