Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

DOLCE VITA

Με τη λέξη Καζανόβα(ς) χαρακτηρίζουμε σήμερα την υπερβολή στην εκδήλωση του ανδρικού ερωτισμού. Η ανύψωση σε σύμβολο διασώζει βέβαια το ιστορικό πρόσωπο από τη λήθη αλλά ταυτόχρονα το καταδικάζει σε παραμόρφωση. Έτσι ο περισσότερος κόσμος αγνοεί σήμερα ότι ο Giacomo Girolamo Casanova υπήρξε ένα ανήσυχο «σωματικό» πνεύμα, ένας Λιμπερτίνος του 18ου αι. που αναγνώριζε ως μοναδικό ηθικό νόμο την αδιάκοπη επιδίωξη της υποκειμενικής ευτυχίας και ηδονής, ως μοναδικό χρόνο αυτόν της επιθυμίας και της περιπέτειας. Αυτόν τον ίδιο χρόνο που «αγγίζοντάς» τον με τον σαγηνευτικό του λόγο τον μεταμόρφωσε σε «αθάνατη» ύλη.
Ο νεαρός διδάκτορας του εκκλησιαστικού Δικαίου και μύστης της Καμπαλά άφησε πίσω του την πειθαρχημένη ζωή του κληρικού για να κυνηγήσει την τύχη του στις εσχατιές της Ευρώπης. Ταξιδεύει συνεχώς. Από τη Βενετία στην Κέρκυρα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στη Νάπολη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βαρσοβία, στην Αγία Πετρούπολη, στη Μαδρίτη, στο Μονπελιέ, στην Αιξ Προβάνς, στη Βιέννη, στη Δρέσδη...Μιλά Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Λατινικά...Συλλαμβάνεται με την κατηγορία της μασονίας και της διενέργειας καββαλιστικών τελετών και φυλακίζεται στις περίφημες Βενετσιάνικες φυλακές Πιόμπι. Δραπετεύει στο Παρίσι ένα χρόνο αργότερα. Η περιπέτειά του αυτή σε συνδυασμό με τις μυστικιστικές και αχλημιστικές του γνώσεις θα αποτελέσουν το διαβατήριο για την είσοδο του στον κύκλο της περίφημης Μαντάμ Ντε Πομπαντούρ. Συνομιλεί με τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ και μετατρέπει τη συνάντησή του με το Βολταίρο σε «κόντρα» ύφους πάνω στην Αναγεννησιακή ποίηση. Απολαμβάνει την «υψηλή» παρέα του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας και της Αικατερίνης της Ρωσίας. Φεύγει κυνηγημένος από την Πολωνία έπειτα από τη μονομαχία του με τον κόμητα Μπρανίσκυ και το θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου για την «τιμή» μιας νεαρής ηθοποιού. Γράφει θεατρικά έργα, λίβελους κατά της Βενετσιάνικης αριστοκρατίας, την Ιστορία των Πολωνικών εξεγέρσεων (3 τόμοι), μεταφράζει στα Ιταλικά την Ιλιάδα, εκπονεί μελέτη πάνω σε ένα μαθηματικό ζήτημα που είχε απασχολήσει τον Νεύτωνα.... Σε ένα διαρκές θεατρικό παιχνίδισμα «κλείνει» πονηρά το μάτι στους ισχύοντες κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς απονέμοντας στον εαυτό του τον τίτλο του ιππότη: «Πήρα από το αλφάβητο, ιδιοκτησία όλου του κόσμου, οκτώ γράμματα και τα συνδύασα ώστε να σχηματιστεί η λέξη Seingalt. Η λέξη μου άρεσε και την υιοθέτησα σαν τίτλο...Ιππότης De Seingalt, ιδιοκτήτης του τίτλου καθόσον δημιουργός του».
Είκοσι εννέα χρόνια αργότερα, το 1789, θα ξεκινήσει την «Ιστορία της ζωής μου» ένα δωδεκάτομο έργο γραμμένο στη Γαλλική, την κατεξοχήν γλώσσα των λιμπερτίνων, μια τοιχογραφία της τόσο σημαντικής εποχής του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του Ροκοκό. Καταφεύγοντας σε ένα λαμπρό παρελθόν ξεγελά το αμείλικτο παρόν και αντιστρέφει την ιδεολογία μιας ζωής με μόνο σκοπό τον τελικό της θρίαμβο, δηλαδή την απόλαυση της στιγμής ακόμα και όταν εκείνη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Μου άρεσε να βλέπω τη ζωή σαν φωτεινή ηλιαχτίδα που διαπερνά τις γρίλιες του παραθύρου και φωτίζει ένα ολοσκότεινο δωμάτιο» γράφει στα απομνημονεύματά του. Αυτή την ιδεολογία θα τη μετουσιώσει σε ένα απαστράπτον κείμενο που θα επηρεάσει μελετητές και καλλιτέχνες και θα χαρίσει στη λογοτεχνία γοητευτικούς ήρωες που αντλούν σάρκα από τη ζωή και οστά από τη φαντασίωση. Άριστος εραστής, εξαιρετικός χαρτοπαίκτης και εξίσου σπουδαίος ηθοποιός ξέρει πότε οφείλει να εγκαταλείψει τη σκηνή και να παραχωρίσει τη θέση του. Γνωρίζοντας πως «η ζωή αποστρέφεται το γήρας» υποκλίνεται αξιοπρεπώς στο παιχνίδι της Aιώνιας Φύσης που δεν νοθεύεται από ανθρώπινες ηθικές ερμηνείες και κλείνει βιαστικά την αφήγησή του το 1774 όταν ήταν 49 ετών.
Ο 19ος αι. θα ανακαλύψει τον «παρεξηγημένο» Casanova δημιουργώντας ένα ολόκληρο ρεύμα Καζανοβιστών. «Αρέσκομαι να μελετώ τον άνθρωπο ταξιδεύοντας. Η ιστορία δεν αποτελεί για μένα διάμεσο γιατί η ιστορία ψεύδεται» λέει στο Βολταίρο κατά τη συνάντησή τους. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράδοξο που τα Απομνημονεύματα θα εμπνεύσουν μεταξύ άλλων τον Ντελακρουά, τον Σταντάλ και τον Νερβάλ. Η ιδέα ενός ταξιδιού των ηδονών κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον 20ο αι. ο Χένρυ Μίλλερ διακοσμεί τα έργα του με απτές ερωτικές περιγραφές, ενώ ο Φελλίνι μεταφέρει σκηνογραφικά στον κινηματογράφο την ηδονική ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο του Καζανόβα. Ο δε Αντρέας Εμπειρίκος τοποθετεί σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του «Μεγάλου Ανατολικού» την «Ιστορία της ζωής μου».
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1725 στη Βενετία, γόνος περιπλανόμενων ηθοποιών, και πέθανε στις 5 Ιουνίου 1798 στο Ντούξ της Βοημίας όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στον πύργο του κόμη Βάλντσταϊν. «Έζησα σαν φιλόσοφος και πεθαίνω σαν χριστιανός» ήταν οι τελευταίες του λέξεις...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

ΚΙΜΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (VICKY CRISTINA BARCELONA)


Δυο αμερικανίδες φοιτήτριες, η Βίκυ και η Κριστίνα ξεκινούν για ένα ταξίδι αναψυχής στην καλοκαιρινή Βαρκελώνη. Η γνωριμία τους με έναν «καταραμένο» ζωγράφο, τον Χουάν Αντόνιο, θα τις φέρει αντιμέτωπες με τον βαθύτερο εαυτό τους και το «μοντέλο» ζωής που ακολουθούν.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Woody Allen «φλυαρεί» με το δικό του μοναδικό τρόπο περί έρωτα, τέχνης και ανθρωπίνων σχέσεων. Βλέποντας την ταινία καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο έρωτας είναι μια μορφή τέχνης απόλυτα κατανοητής από τους «καθημερινούς» ανθρώπους. Εδώ σημασία δεν έχει τόσο η σωματική παραφορά όσο η πνευματική διέγερση, αυτή η πανίσχυρη δύναμη που μας οδηγεί στην προσωπική υπέρβαση και τον επαναπροσδιορισμό των εσωτερικευμένων κοινωνικών ορίων. Η σύγχρονη τέχνη από τη στιγμή που έχει χάσει τον «ουσιώδη» προσανατολισμό της και παλινωδεί μεταξύ μορφικής πρωτοτυπίας και προσωπικού βιώματος από τη στιγμή που, για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους, έχει απωλέσει την επαφή της με το λαό παραδίδει τη σκυτάλη στον έρωτα αυτή την ακατάλυτη επιθυμία γνώσης που αναλαμβάνει να μας οδηγήσει στον βαθύτερο εαυτό μας μέσα από την κατάδειξη των περιττών δεσμών και συμβάσεων που μας τυρρανούν και μας αποπροσανατολίζουν. Οι ηρωίδες της ταινίας συμμετέχοντας ενεργά σε αυτή τη μετασχηματιστική διαδικασία τολμούν να κοιτάξουν κατάματα τις «ευκολίες» τους και να πορευτούν διαλεκτικά σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτοσυνείδησης. Το ερώτημα αν αυτό μεταφράζεται σε ένα ανώτερο επίπεδο βίου παραμένει ευφυώς αναπάντητο τονίζοντας εμφαντικά τη φιλελεύθερη φιλοσοφική στάση που αντιλαμβάνεται τη ζωή σαν «ανοιχτή» δυνατότητα.
Η σκηνοθεσία στο γνωστό θεατρικό ύφος του Allen βασίζεται στους πυκνούς και έντονους διαλόγους μέσα από τους οποίους εξελίσεται, με απόλυτη αίσθηση του φιλμικού χρόνου, η ιστορία. Η εξαιρετική φωτογραφία με τον υποβλητικό φωτισμό, η μελαγχολική κιθάρα και τα υπέροχα πλάνα μιας Βαρκελώνης που οραματίστηκε ο Gaudi αναλαμβάνουν να «ταξιδέψουν» το θεατή στον ψευδαισθητικό χωροχρόνο των υποψιασμένων μεγαλοαστών εκεί όπου κυριαρχεί η καλλιτεχνική αντίληψη της ζωής αλλά δεν εκλείπουν οι συμβάσεις και η πλήξη. Οι πρωταγωνιστές με πρώτο και καλύτερο το Havier Bardem στο ρόλο του Χουάν Αντόνιο συνεπικουρούμενος από την Penelope Cruz στο ρόλο της υστερικής Μαρία Ελένα, τη Scarlett Johansson αλλά και τη Rebecca Hall δημιουργούν ένα εκρηκτικό σύνολο χαρακτήρων.
Μια δραματική κομεντί που φιλοδοξεί να «αναγνωστεί» σαν κάτι περισσότερο από μια προκλητική ερωτική ιστορία.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;


Τελευταία διαβάζω διάφορα άρθρα νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, κυρίως στο διαδίκτυο, που αντιτίθενται σφόδρα στην κρατική παρέμβαση και διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η τελευταία, σύμφωνα με τους αναφερόμενους κύκλους, δε συνιστά τίποτα περισσότερο από έναν μηχανισμό αυτοδιόρθωσης και εξισορόπησης του συστήματος. Επειδή όμως πίσω από τις οικονομικές θεωρίες, και τη «συμπεριφορά» της καμπύλης Phillips (συσχέτιση πληθωρισμού – ανεργίας) υπάρχουν πραγματικοί άνθρωποι και πραγματικές ανάγκες, επιβίωσης πρώτα από όλα, θα επικαλεστώ, αντί οποιασδήποτε άλλης κριτικής την Οικονομική Ιστορία.
Το 1929 λοιπόν, ο Αμερικανός πρόεδρος Herbert Hoover ευρισκόμενος αντιμέτωπος με το χρηματιστηριακό κράχ, αποφάσισε, ενστερνιζόμενος πλήρως τις απόψεις των οικονομικών εγκεφάλων της εποχής, να αφήσει τις αγορές να οδηγηθούν σε «αυτοκάθαρση» και δεν προέβη σε κανένα μέτρο κυβερνητικής δράσης πέρα από γενναίες περικοπές του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων. Αποτέλεσμα αυτής της βλακώδους, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, οικονομικής πολιτικής ήταν 4 χρόνια μετά, το 1933, το Α.Ε.Π. να ανέρχετε μόλις στο 33% του Α.Ε.Π. του 1929. Το 1933 σχεδόν 13 εκ. άνθρωποι ήταν χωρίς εργασία ή, περίπου ένας στους τέσσερις επί του εργατικού δυναμικού, ενώ το 1938 ένας στους πέντε εξακολουθούσε να παραμένει άνεργος. Ο δε όγκος και η αξία της συνολικής παραγωγής παρέμενε μέχρι και το 1941 σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά του 1929. Τελικά η κρίση τερματίστηκε εξαιτίας των αυξημένων δημοσίων επενδύσεων και δαπανών που απαιτούσε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και αφού προηγουμένως είχε υιοθετηθεί από την Αμερικάνικη κυβέρνηση και τον πρόεδρο Roosevelt η Κεϋνσιανή οικονομική προσέγγιση.
Από τότε και για είκοσι περίπου χρόνια ο Δυτικός κόσμος γνώρισε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης που συνοδεύονταν από «μηδενικά» ποσοστά ανεργίας. Το «πάρτυ» τελείωσε με την πετρελαϊκή κρίση του 1973 όταν έκανε την εμφάνιση του, για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία, το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Η κευνσιανή προσέγγιση παραμερίστηκε δίνοντας τη θέση της στους μονεταριστές του Friedman, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η νεοφιλελεύθερη επέλαση τις δεκαετίες 1980 και 1990 με κύρια συνθήματα «λιγότερο κράτος, λιγότεροι φόροι, περισσότερη ιδιωτική πρωτοβουλία» και υπόδειγμα ανάπτυξης την Αμερική.
Σήμερα ένας άλλος κύκλος φαίνεται να κλείνει. Η ιστορία βεβαίως ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με ακρίβεια. Όμως, τη χρονική στιγμή που η κρατική παρέμβαση καθίσταται καθόλα «πραγματική» στην ίδια μάλιστα την πατρίδα του ελεύθερου καπιταλισμού, σήμερα που μια εξίσου σημαντική καταστροφή συντελείται στο επίπεδο της ιδεολογίας με αποτέλεσμα την εξαφάνιση και του τελευταίου ίχνους πίστης στην «τίμια», διαρκή εργασία και τη «δίκαιη» ανταμοιβή, σήμερα...καθίσταται περισσότερο επιτακτικό από ποτέ, ένα «New Deal».