Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ


Αφορμή για τα όσα ακολουθούν αποτέλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων στο φιλόξενο www.prosopa.com, τις τελευταίες μέρες, σχετικά με το θάνατο και το νόημα της ζωής. Ανάμεσα στα άλλα που σχολίασα έγραψα το εξής: «Στη φυσική, ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής είναι γνωστός ως νόμος διατήρησης της ενέργειας. Σύμφωνα με αυτόν η συνολική ενέργεια σε ένα κλειστό σύστημα παραμένει αμετάβλητη. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής αφορά στην περίφημη εντροπία, δηλαδή στην απώλεια ενός μέρους της μηχανικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή έργου, ως θερμότητα. Έτσι το σύμπαν, αν δεχτούμε ότι είναι κλειστό σύστημα, μέσα από αυτή την αέναη παραγωγή έργου, κινδυνεύει από θερμικό θάνατο. Σήμερα, σύμφωνα πάντοτε με τις τελευταίες απόψεις των φυσικών, η συνολική ενέργεια του σύμπαντος ισούται με το μηδέν. Δηλαδή ερχόμαστε από το τίποτα, πηγαίνοντας προς το τίποτα. Και για να το ελαφρύνω λίγο, ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα του τίποτα, τρεμοσβήνει το δικό μας κάτι».
Εδώ θέλω να μιλήσω λίγο περισσότερο για αυτό το τίποτα που τρεμοσβήνει. Δυο φορές την εβδομάδα τρέχω στο λόφο του Αρδηττού, πίσω από το Καλιμάρμαρο στάδιο. Εκεί τις βραδινές ώρες με φόντο την Ακρόπολη, ακολουθώ το δικό μου μαραθώνιο, μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, πέντε χιλιόμετρα. Διασταυρώνομαι, προσπερνώ ή με προσπερνούν, ανθρώπινες σκιές που αγωνίζονται το δικό τους αγώνα. Προσπαθώ να διακρίνω πρόσωπα, τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς στο μισοσκόταδο, ή χνάρια στο νοτισμένο από την υγρασία της νύχτας, χώμα. Νιώθω μια τεράστια περιέργεια για όλους αυτούς τους «αόρατους» συνοδοιπόρους της νύχτας. Πως βρεθήκαμε όλοι εμείς εκεί; Γιατί εμείς και όχι κάποιοι άλλοι; Άραγε έχουμε τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες αγωνίες; Έτσι πορευόμαστε χρόνια ολόκληρα, σε μια, κατά κύριο λόγο, βουβή συμμετρία. Απέναντι η Ακρόπολη φωταγωγημένη μας ευλογεί, θαρρείς, με τη σοφία των αιώνων που κουβαλάει στην πλάτη της. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Έτσι ακριβώς φαντάζομαι τη ζωή. Έναν συνεχή δρόμο άσκησης των αισθήσεων και των νοητικών διαδικασιών που διεγείρουν. Με κάποιους θα συμπορευτείς, κάποιους θα προσπεράσεις, ίσως γιατί είσαι πιο βιαστικός ή πιο προπονημένος, κάποιοι θα σε προσπεράσουν. Το τέρμα όμως μας περιμένει όλους, δυστυχώς χωρίς να το έχουμε καθορίσει. Αυτό που μπορούμε όμως να ορίσουμε είναι τη διαδρομή και το τέμπο της. Εντάξει, δε θα μας δαφνοστεφανώσει όλους, στο τέλος της διαδρομής, ο χρόνος. Ο Περικλής, ο Φειδίας, ο Πλάτωνας κέρδισαν το στοίχημα με το χρόνο. Πίσω από αυτούς εκατομμύρια άλλοι ήρθαν και χάθηκαν τα χνάρια τους, χωρίς να τους αφουγκραστεί καμμία ιστορία. Όμως, γνωρίζω ότι δίπλα σε κάθε επιφανή Poussin, υπάρχει ένας Georges De la Tour, δίπλα σε κάθε παιδί μια μητέρα, δίπλα σε κάθε εραστή μια ερωμένη, δίπλα σε ένα φίλο ένας προσιτός συνοδοιπόρος. Έχοντας όλα αυτά σαν φόντο, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε την καθημερινότητά μας, αγωνιζόμενοι να την υπερβούμε. Η υπέρβαση αφορά στις σχέσεις που δημιουργούμε. Οι σχέσεις για να παραμένουν ζωντανές απαιτούν κατανοητική συνύπαρξη. Η τελευταία προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση, δηλαδή τη διαφύλαξη της έννοιας του Προσώπου ως ιστορικού υποκειμένου, απέναντι στη χρησιμοθηρία και τον καταναλωτικό εκμαυλισμό. Έτσι διασφαλίζεται η αναστοχαστική ανατροφοδότηση, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτό, το ρίζωμα σε μια ουσιαστική ενότητα της οποίας αποτελούμε συστατικά μέρη, είναι για μένα η μοναδική θεραπεία απέναντι στη λήθη, το μοναδικό νόημα της ανθρώπινης περιπλάνησης, σε ένα σύμπαν βουβό και αδιάφορο.
Σήμερα, σε μια ακόμα ειρωνική συγκυρία της ζωής, πέθανε ένα πρόσωπο από το ευρύ οικογενειακό μου περιβάλλον. Ένας ακόμα κοινός άνθρωπος, για τον οποίο δεν θα γραφτεί καμία παράγραφος στο βιβλίο της ιστορίας. Ήταν κάποτε μια όμορφη γυναίκα που στοίχειωνε τις άγουρες ερωτικές μου φαντασιώσεις. Οι δικοί της, απόλυτα κοντινοί άνθρωποι, θα αναλάβουν να κρατήσουν αναμμένο το κερί της μνήμης, απέναντι στο απαλό αεράκι της λησμονιάς. Όλοι οι υπόλοιποι, «ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιζητούμε το ανέφικτο». Ή αλλιώς με τα λόγια του Montaigne, «το να φιλοσοφεί κανείς σημαίνει ότι μαθαίνει τον τρόπο για να πεθάνει».

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ IWO JIMA)


Είδα την ταινία «Γράμματα από το Iwo Jima» σε σκηνοθεσία Clint Eastwood με τους Ken Watanabe, Kazunari Ninomiya, Tsuyoshi Ihara, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Φεβρουάριος 1945 Β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Οι σύμμαχοι έχουν αποφασίσει να τερματίσουν τον πόλεμο που μαίνεται στο θέρετρο του Ειρηνικού ωκεανού κάνοντας απόβαση στα Ιαπωνικά νησιά. Μια από τις πιο σημαντικές και αιματηρές μάχες ήταν εκείνη που αφορούσε στην κατάληψη του νησιού
Iwo Jima από τους Αμερικανούς πεζοναύτες. Στην ταινία παρακολουθούμε την κατάληψη του νησιού ιδωμένη από την Ιαπωνική πλευρά. Κεντρικά πρόσωπα είναι ο στρατηγός Κουριμπαγιάσι, που έρχεται σε αντιπαράθεση με το επιτελείο του εξαιτίας της επιλεγόμενης κλεφτοπολεμικής αμυντικής τακτικής και της αμερικάνικης στρατιωτικής του εκπαίδευσης, ο βαρώνος αντισυνταγματάρχης Νίσι, ένας φιλελεύθερος εστέτ ολυμπιονίκης Ιππασίας και ο επιστρατευμένος φούρναρης Σάϊγκο που αγωνιά να επιστρέψει πίσω ζωντανός, τηρώντας την υπόσχεση που έχει δώσει στη γυναίκα του.
Ο
Clint Eastwood ολοκληρώνει την αναφορά του στην ΑμερικανοΙαπωνική σύγκρουση που ξεκίνησε με τις «Σημαίες των Προγόνων μας», με μια σπουδαία ταινία. Το σενάριο υπογραμμένο από την Iris Yamashita βασίζεται στα θαμμένα στη γη ανεπίδωτα γράμματα των Γιαπωνέζων στρατιωτών. Ενώ η πρώτη ταινία περιστρέφεται γύρω από την πολιτικοοικονομική εκμετάλλευση του ηρωϊσμού των απλών στρατιωτών, εδώ δεν υπάρχουν ήρωες, παρά μόνο πόνος και απελπισία. Οι ανθρώπινες ζωές θυσιάζονται για ακόμη μια φορά, με ένα διαφορετικό από την πρώτη ταινία τρόπο, στο βωμό του πολιτικού συμβολισμού. Γιατί η Ιαπωνική πολιτική ηγεσία γνωρίζει ότι το νησί θα πέσει στα χέρια των Αμερικανών, εφόσον εκλείπει η ναυτική υποστήριξη. Το μήνυμα όμως πρέπει να είναι σαφές. Η νίκη σας θα είναι πύρρειος εφόσον αποφασίσετε να κάνετε απόβαση στο κυρίως σύμπλεγμα των Ιαπωνικών νησιών. Η στρατιά των πιστών Ασσασίνων του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ του θρυλικού «Γέρου του βουνού» είναι εδώ για να τρομοκρατήσει, ακόμα μια φορά, τους επίδοξους κατακτητές. Η κοντόφθαλμη Ιαπωνική ηγεσία δικαιώνεται προσωρινά καθώς οι Αμερικανοί δεν αποτολμούν να πατήσουν σε Ιαπωνικό έδαφος. Όμως τα τραγικά γεγονότα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ένα χρόνο αργότερα έρχονται για να καταδείξουν ότι η καθαγιασμένη, από τον κώδικα των Σαμουράϊ, αυτοκτονία ως ύψιστο καθήκον και υποχρέωση μπροστά στην αποτυχία, δεν έχει θέση στο σύγχρονο κόσμο. Αυτή ακριβώς τη διευρυμένη προσωπικότητα, που αναδύεται σε βάρος της παραδοσιακής συλλογικότητας, έρχονται να αναδείξουν οι τρείς βασικοί πρωταγωνιστές, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Με αυτό τον πλάγιο τρόπο αποτίνεται ένας φόρος τιμής στις αξίες του Δυτικού πολιτισμού, που στηλιτεύθηκαν τόσο έντονα στην πρώτη ταινία.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά, η μοναδική αίσθηση του ρυθμού κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή για 140 λεπτά, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη η προσφυγή σε εντυπωσιακές σκηνές μάχης. Οι προσωπικές ιστορίες τονίζουν με ένα λιτό και περιεκτικό τρόπο το παράλογο του πολέμου. Χαρακτηριστική η σκηνή του Ιάπωνα λοχία που ενώ έχει αποφασίσει να πεθάνει ζωσμένος με νάρκες, δεν αντέχει την μακριά αναμονή του θανάτου και παραδίδεται στους Αμερικανούς. Μοναδική παραφωνία στο σκηνοθετικό οικοδόμημα, η παρατεταμένη έμφαση στην αμυντική οχύρωση του νησιού. Εξαιρετική η φωτογραφία, εμπνευσμένη θαρρείς από τη σφαγή της Χίου του
Delacroix, δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα την απελπισία, την ερήμωση και το θάνατο. Ο Ken Watanabe στο ρόλο του ορθολογιστή στρατηγού, ο Kazunari Ninomiya στο ρόλο του φοβισμένου αρτοποιού που βαφτίζεται στρατιώτης και ο Tsuyoshi Ihara στο ρόλο του βαρόνου με το μπλαζέ ύφος του κοσμοπολίτη και τα φιλελεύθερα ιδεώδη, συνθέτουν μια εξαιρετική τριάδα πρωταγωνιστών.
Η καλύτερη ταινία του εβδομηνταεξάχρονου, με την εφηβική παρόρμηση,
Clint, υποψήφια για τέσσερα όσκαρ, που δεν πρέπει να χάσετε.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Έρωτα. Τρείς ιστορίες θα αναλάβουν να ξυπνήσουν μέσα μας λησμονημένους απόηχους. Η πρώτη έλκει την καταγωγή της από την αρχαιοελληνική ποίηση, η δεύτερη από την αρχαιοελληνική φιλοσοφική γραμματεία και η τρίτη από την ιουδαϊκή θεολογία. Θα ξεκινήσουμε από το Ησίοδο και την κοσμογονία του. Εκεί, «στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας υπάρχουν τρία φύλα: το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο. Το τελευταίο αυτό φύλο ήταν δυνατό, έξυπνο και απειλούσε τους θεούς. Για να το υποτάξει ο Δίας αποφασίζει να το διαιρέσει. Έκτοτε τα χωρισμένα μισά αναζητούν το συμπληρωματικό τους». Συνεχίζουμε με το πλατωνικό Συμπόσιο. Ο λόγος στο Σωκράτη, ο οποίος αφηγείται στους συμποσιαζόμενους το διάλογο που είχε με τη Διοτίμα από τη Μαντίνεια. Η Διοτίμα αρχίζει λέγοντας ότι «ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, ένα πνεύμα, που ζει μεταξύ θεών και ανθρώπων φέρνοντας σε επικοινωνία το φως με τη σκιά. Είναι γιος του Πόρου και της Πενίας. Ως γιος του Πόρου, μοιράζει αγαθά. Ως γιος της Πενίας, αναζητά τον πλούτο». Και καταλήγουμε με τον Αδάμ και την Εύα στην ιστορία των οποίων συμπυκνώνεται η περιπέτεια όλων των εραστών επί γής. «Ο παράδεισός τους, το αιώνιο παρόν, βρίσκεται επέκεινα του χρόνου. Εκεί, κάθε ζωντανό πλάσμα ζει σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό του και το περιβάλλον. Το αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας τους κατακρημνίζει στη φθορά του χρόνου, την τυχαιότητα, τον πόνο και το θάνατο».
Τι μας λένε οι παραπάνω ιστορίες, μερικές χιλιάδες χρόνια πριν την έλευση της ψυχανάλυσης; Ότι είμαστε όντα ατελή, υποκείμενα στη φθορά και τη λήθη. Η ερωτική επιθυμία είναι διαρκής δίψα για τελείωση, δίψα για το Άλλο. Και το υπερφυσικό είναι το ουσιαστικό και το υπέρτατο Άλλο. Κάθε ζευγάρι εραστών ξαναζεί την ιστορία των πρωτόπλαστων, τον παράδεισο και την απώλεια του παραδείσου. Αγκαλιάζοντας το ποθούμενο πρόσωπο προσεταιριζόμαστε την ετερότητα προσβλέποντας ουσιαστικά στην κατοχή της. Ταυτόχρονα όμως χανόμαστε οι ίδιοι σαν πρόσωπα για να ξαναβρεθούμε ως αίσθηση. Όσο η αίσθηση γίνεται πιο έντονη, το κορμί που αγκαλιάζουμε γίνεται πιο αχανές. Το σαρκικό αγκάλιασμα είναι η κορύφωση του κορμιού και η απώλεια της ταυτότητας. Ηδονική πτώση σε ένα αρχέγονο βάθος, αντίληψη του χρόνου ως ενότητα, συμπύκνωση της ζωής σε μια στιγμή. Ο Εραστής συναντιέται με το Μύστη. Η κυκλική πορεία ολοκληρώνεται καθώς το αμάρτημα αναίρεσης της παρουσίας του άλλου ακολουθεί η ποινή εγκατάστασης της ετερότητας. Ο χρόνος που μας κατοικεί μας ερημώνει...
Ή αλλιώς σκέψεις πάνω στον έρωτα, τη ζωή και το επέκεινα, με αφορμή την ημέρα της γιορτής των ερωτευμένων.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑ)


Είδα την ταινία «Ο Λαβύρινθος του Πάνα» σε σκηνοθεσία Guillermo Del Toro με τους Sergi Lopez, Ariadna Gil, Maribel Verdu και τη ενδεκάχρονη Ivana Baquero, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ισπανία 1944. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου η Κάρμεν μετακομίζει με την κόρη της Οφηλία στο σπίτι του καινούργιου της συζύγου Βιντάλ. Ο Βιντάλ, λοχαγός στο στρατό του δικτάκτορα Φράνκο αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει την περιοχή από τα υπολείματα των ανταρτών του Δημοκρατικού στρατού την ώρα που η Οφηλία αναλύπτει στον κήπο του νέου της σπιτιού ένα μυστηριώδη λαβύρινθο. Ο Φαύνος, φρουρός του λαβύρινθου, θα αποκαλύψει στην Οφηλία την ιστορία μιας χαμένης πριγκίπισσας. Η επιτυχής εκτέλεση τριών επικίνδυνων αποστολών θα ταυτοποιήσει την Οφηλία με την πριγκίπισσα, εγκαθιστώντας την στο βασίλειο της αιωνιότητας όπου ανήκει, αλλά και θα τη φέρει αντιμέτωπη με το λοχαγό Βιντάλ.
«Ο Λαβύρινθος του Πάνα», ακροβατώντας στα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, συνιστά το ιδανικό κινηματογραφικό αντίστοιχο του «μαγικού ρεαλισμού» που εκπροσωπεί στη λογοτεχνία ο Gabriel Garcia Marquez. Το σενάριο που φέρει και αυτό την υπογραφή του Del Toro, συνιστά μια καταγγελία του ολοκληρωτισμού και ταυτόχρονα έναν ύμνο στην ηθική υπεροχή του ελεύθερου ανθρώπου. «Η υπακοή για την υπακοή αφορά σε ανθρώπους της δικής σου κατηγορίας», πετάει στα μούτρα του λοχαγού Βιντάλ ο ουμανιστής γιατρός μέλος του Δημοκρατικού στρατού. Ο παλιός νιτσεϊκός διαχωρισμός ανάμεσα στο απολλώνειο και το διονυσιακό στοιχείο, δηλαδή ανάμεσα στο Λόγο και τη Βούληση, όπως εκφράζεται από το θεό Πάνα και τη ρωμαϊκή εκδοχή του το Φαύνο, επιστρέφει σαν ένα δέον που μένει να εκπληρωθεί. Αυτό το δέον, η «ηθική αίσθηση» του Σκωτικού Διαφωτισμού, που αντιπαρατάσσεται στην ατομιστική, χρησιμοθηρική χρήση του Λόγου, συνιστά, σύμφωνα με το σενάριο, ένα βασικό ανθρωπολογικό διαχωρισμό. Γι’ αυτό η μικρή Οφηλία βρίσκει ενστικτωδώς το σύμμαχό της στο πρόσωπο της οικιακής βοηθού Μερσέντες, αποστρεφόμενη το πρόσωπο του λοχαγού Βιντάλ. Γι’ αυτό ο Βιντάλ και ο κόσμος που εκπροσωπεί, φαντάζει απάνθρωπα ψεύτικος σε σχέση με τον Πάνα και τον κόσμο των ξωτικών που τον περιβάλλει. Το μήνυμα, λέει ο Del Toro, είναι πρόσκαιρα απαισιόδοξο. Οι Οφηλίες του κόσμου αυτού καταδικασμένες ίσως σε κάποιο προσωρινό δικαστήριο, εμφανίζονται δικαιωμένες στο μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας. Εκεί, όπου δεν υπάρχει χώρος για ονομαστικό προσκλητήριο, η ανθρωπινότητα, δηλαδή η έννοια του συμπάσχειν, επιστρέφει σαν ηθικότητα καθαγιάζοντας τον αγώνα ζωής των απλών ανθρώπων. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξανθρωπίζεται η ιστορία και προσεγγίζεται αισιόδοξα το μέλλον του ανθρώπινου γένους.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά, το βασικό σκηνοθετικό αίτημα που έχει να ικανοποιήσει ο
Del Toro αφορά στην εναρμόνιση του πραγματικού με το εξωπραγματικό, προκρίνοντας τελικά τον φανταστικό κόσμο της Οφηλίας σε βάρος του απάνθρωπου φασιστικού καθεστώτος. Αυτό επιτυγχάνεται με την εκπληκτική φωτογραφία του Guillermo Navarro, που στήνει εξαρχής μια ιδανική χρωματική ου-τοπία, την επιβλητική μουσική επένδυση του Javier Navarrete και την αρμονική αλληλοδιείσδυση των δυο ιστοριών. Συγκινητική η Ivana Baquero στο ρόλο της Οφηλίας και λιτός ο Sergi Lopez στο ρόλο του απάνθρωπου λοχαγού.
Μια εξαιρετική ταινία που δεν θα πρέπει να χάσετε. Η αίσθηση που προκάλεσε ακόμα και στο χολυγουντιανό κατεστημένο, που δεν φημίζεται για τα αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια αξιολόγησης των έργων, είχε σαν αποτέλεσμα να προταθεί για έξι όσκαρ.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2007

ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ...


Αφορμή για τα όσα ακολουθούν, αποτέλεσε η πρόταση μομφής που κατέθεσε το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κατά της Κυβέρνησης.
Διαβάζω στο λεξικό ότι η μομφή σημαίνετε ετυμολογικά ως επίπληξη, κατηγορία, μάλωμα. Επιπλήττει λοιπόν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την Κυβέρνηση, την κατηγορεί για απαξίωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Στο επίκεντρο του γεγονότος δεσπόζει η τηλεοπτική περσόνα του κυρίου Παπανδρέου, ως φωτογενές φάντασμα του πατέρα του. Ξέχασε όμως ότι δεν βρισκόμαστε πια στο 1981, ή στο 1993. Η κοινή γνώμη είναι πλέον επαρκώς εκπαιδευμένη στα τηλεοπτικά σκέρτσα. Γιατί τι άλλο μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η άκομψη προσπάθεια απεμπλοκής από τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, στην οποία είχε αρχικά συναινέσει, μη συνεκτιμώντας τα εσωκομματικά προβλήματα που δημιούργησε το περίφημο άρθρο 16; Αυτό είναι που χρειαζόμαστε από ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία; Επικοινωνιακούς ελιγμούς για εσωτερική κατανάλωση;
Εξίσου εξαιρετικές είναι όμως και οι επιδόσεις της Κυβέρνησης. Αυτή φοράει τους δικούς της παραμορφωτικούς φακούς. Από που να αρχίσω; Από τον καιροσκοπισμό που επιδεικνύουν κατά την κορυφαία διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης; Ή από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν την βουλευτική ιδιότητα, όπως διαπιστώσαμε κατά την περίφημη ψηφοφορία για το άρθρο 24; Πρόβατα οι ψηφοφόροι, πρόβατα και οι βουλευτές.
Ωραία και βουκολικά όλα αυτά, αλλά υπάρχουν και όρια. Ποιός σας είπε κύριοι της μικροπολιτικής ότι είσαστε εδώ για να ανακυκλώνετε το σύστημα εξουσία σας; Ποιός σας έδωσε το δικαίωμα να λουστράρετε τον αλαζονικό σας αυτισμό, πάνω στις πλάτες μας; Ποιός σας είπε ότι η πολιτική αφορά στην επικοινωνιακή διαχείριση του χρόνου παραμονής σας στην εξουσία; Γι’ αυτό σας ψηφίζουμε; Αν δεν μπορείτε να κάνετε κάτι καλύτερο, γιατί δεν μας απαλλάσετε οριστικά από την παρουσία σας;
Φτάνει πια....Δεν σας χρειαζόμαστε άλλο.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ)


Είδα την ταινία «Το Κορίτσι που Γυρίζει τις Σελίδες» σε σκηνοθεσία Denis Dercourt με τους Deborah Francois, Catherine Frot, Pascal Greggory, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η δεκάχρονη Μελανί Προυβό που ζεί στη Γαλλική επαρχία με τους μικροαστούς γονείς της, έχει ένα όνειρο, να γίνει σολίστας πιάνου. Οι εισαγωγικές εξετάσεις στο Ωδείο καταλήγουν σε αποτυχία όταν την ώρα της εξέτασης η πρόεδρος της επιτροπής αξιολόγησης Αριάν Φουσενκούρ γνωστή σολίστας πιάνου υπογράφει ένα αυτόγραφο, αποσπώντας την προσοχή της διαγωνιζόμενης. Δέκα χρόνια αργότερα η εικοσάχρονη Μελανί που έχει στο μεταξύ εγκαταλείψει το όνειρό της για καριέρα σολίστα, κάνει την πρακτική της σαν γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο του Ζαν Φουσενκούρ. Όταν ο τελευταίος αναζητά μια οικιακή βοηθό η Μελανί προθυμοποιείται στοχεύοντας στη σύζυγο του Ζαν Αριάν. Η εξαιρετική επιμέλεια που δείχνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και οι μουσικές της γνώσεις θα την φέρουν πιο κοντά στην ιδιαίτερα ευάλωτη συναισθηματικά Αριάν, που αναρώνει έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η τελευταία σχεδιάζει την επιστροφή της στον κόσμο της μουσικής μέσα από μια σειρά παραστάσεων που ετοιμάζει μαζί με δυο φίλους της επαγγελματίες μουσικούς. Η Μελανί θα πάρει την εκδίκησή της όταν αναλαμβάνει να γυρίζει τις σελίδες της παρτιτούρας της Αριάν στο πρώτο επίσημο κονσέρτο που δίνει το τρίο.
Η ταινία «Το Κορίτσι που Γυρίζει τις Σελίδες» είναι ένα ψυχολογικό θρίλλερ, με αναφορές στον μετρ του είδους
Alfred Hitchcock και τον Claude Chabrol. Το σενάριο υπογραφόμενο από τον σκηνοθέτη και τον Jacques Sotty φέρει κάποια από τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που καταξίωσαν το μεγάλο Άγγλο σκηνοθέτη. Πρώτα απ όλα την αξεπέραστη αίσθηση του σασπένς. Δίνουμε στο κοινό μια πληροφορία που τα πρόσωπα της ταινίας δε γνωρίζουν. Αυτό είναι το βασικό αφηγηματικό μοτίβο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η αγωνία του θεατή. Δεύτερον, όσον αφορά τους χαρακτήρες το μονοδιάστατο των αντρικών ρόλων που αντιπαραβάλλεται με γυναίκες πολυεπίπεδες, όμορφες, αλλά ψυχρές και απόμακρες. Τρίτον, τη σεξουαλικότητα που παρουσιάζεται με υπαινικτικό τρόπο διεγείροντας την ηδονοβλεπτική ματιά του θεατή. Τέταρτον, το αντικείμενο φετίχ, δηλαδή το αυτόγραφο που υπογράφει η Αριάν είναι το στοιχείο με το οποίο ανοίγει και κλείνει η αφήγηση. Στον Chabrol τώρα, οι γυναίκες και το ερωτικό πάθος είναι οι αφορμές για να ανέλθει στην επιφάνεια ο συντηρητισμός και ο υφέρπων φασισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας. Έτσι, στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αριάν οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στην υποκριτική συνύπαρξη και υπάρχουν θαρρείς μόνο στο όνομα της έξωθεν καλής μαρτυρίας. Το savoir ferre - πού είσαι Ζαμπούνη να με θαυμάσεις – είναι ο βρόγχος που καταπνίγει οποιαδήποτε εκδήλωση διαφορετικότητας απαλλάσοντας τα άτομα από την ενδοσκόπηση, την αυτογνωσία και την αλληλοαναγνώριση. Αυτή την κομφορμιστική χαύνωση έρχεται να αναδείξει η τροφοδοτούμενη από την εκδίκηση βούληση της Μελανί. Και φυσικά η κοσμοπολίτικη ευρύτητα πνεύματος πηγαίνει περίπατο, όταν το δικαίωμα στην ερωτική αυτοδιάθεση γκρεμίζει το οικοδόμημα της πρέπουσας κοινωνικής συμπεριφοράς.
Περνώντας στα υφολογικά χαρακτηριστικά της ταινίας θα δούμε ότι το μοντάζ οργανώνεται με στόχο την ανάδειξη βασικών αντιθετικών μοτίβων. Η ταξική και ηλικιακή αντίθεση ανάμεσα στη Μελανί και στην Αριάν αμβλύνεται από τον εσωτερικό αναδιπλασιασμό που υφίστανται οι δύο πρωταγωνίστριες. Έτσι η Μελανί τραμπαλίζεται ανάμεσα στην ανέμελη έφηβη που απολαμβάνει την επιστροφή στην εποχή της αθωότητας μέσα από το παιχνίδι στην εξοχή και στην έμμισθη υπάλληλο που ζητά την εκδίκησή της, ενώ και η Αριάν ταλαντεύεται ανάμεσα στην εύθραυστη καλλιτέχνιδα που αναζητά συναισθηματική οικειότητα και στην επιτυχημένη επαγγελματία και σύζυγο που αντλεί το κύρος της από την οικονομική και κοινωνική της θέση. Στο σημείο σύγκλισης των δυο χαρακτήρων έχουμε ένα φιλί και ένα τρυφερό αντάμωμα των χεριών στον κήπο ενώ στο σημείο απόκλισης την προδοσία και τη φυγή. Γι’ αυτό και ο θεατής φεύγει από την αίθουσα με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Η ηθική αξιολόγηση των χαρακτήρων δεν μπορεί να γίνει εδώ με μονοσήμαντο τρόπο. Εξαιρετική η μουσική επένδυση του
Jerome Lemonnier συνδυάζει κλασσικά θέματα (Σοστάκοβιτς, Σούμπερτ, Μπάχ), με μοντέρνους ρυθμούς. Εξαιρετικές αποστασιοποιημένες ερμηνείες από τις δυο πρωταγωνίστριες που εμβαθύνουν με το παίξιμό τους, το διφορούμενο του χαρακτήρα τους.
Το καλό γαλλικό σινεμά δίνει για άλλη μια φορά το παρόν.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ & λοιπές ΦΟΥΣΚΕΣ


Διαβάζω στα «ΝΕΑ» της προηγούμενης εβδομάδας. «Αθώοι όλοι κατηγορούμενοι για τις φούσκες του Χρηματιστηρίου. Ομόφωνα κρίθηκαν σε δεύτερο βαθμό και οι έντεκα επιχειρηματίες και χρηματιστές, οι οποίοι καταδικάστηκαν πρωτόδικα για τις μετοχές – φούσκες».
Καταρχήν για το επικοινωνιακό μέρος του ζητήματος. Ο τίτλος της φούσκας ταιριάζει γάντι στον τρόπο που τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. προβάλλαν το συγκεκριμένο γεγονός. Ένα ζήτημα που τροφοδότησε την μιντιακή σκηνή επί χρόνια ξεφούσκωσε σε ένα μονόστηλο στις αθέατες σελίδες των εφημερίδων. Ακούσατε τίποτα σχετικό στα δελτία ειδήσεων; Φυσικά και όχι. Κι αυτό γιατί η εμπορική τηλεόραση θα πρέπει να είναι πρώτα από όλα ελκυστική, για να προσελκύσει τις σειρήνες των διαφημιστών. Και είναι ελκυστική όταν παρουσιάζει φανταχτερά γεγονότα κολακεύοντας την άγνοια της μεγάλης μάζας των τηλεθεατών.
Πάμε τώρα στο ουσιαστικό ζήτημα. Η άνοδος του γενικού Χρηματιστηριακού δείκτη, από τις 933 μονάδες τον Δεκέμβριο του 1996, στις 6355 μονάδες στις 17 Σεπτεμβρίου του 1999 και η συνακόλουθη πτώση που οδήγησε το γενικό δείκτη στις 3388 μονάδες το Δεκέμβριο του 2000 συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, όπως και η διεθνής και τοπική συγκυρία. Πέρα όμως από τους επιμέρους παράγοντες και τη συμβολή του καθενός απ’ αυτούς στην απότομη άνοδο και πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη υπάρχει κάτι που αγγίζει στον πυρήνα λειτουργίας των ελεύθερων αγορών.
Μιλάμε φυσικά για την απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης μέσω της οποίας διασφαλίζεται η ενσωμάτωση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών στην τιμή. Το νεοκλασσικό ιδεολόγημα έρχεται να καταρρίψει η θεωρία της ασύμμετρης πληροφόρησης των Αμερικανών Οικονομολόγων
George Akerlof, Michael Spence, Joseph Stiglitz, που βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 2001. Δηλαδή, για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα του ελληνικού χρηματιστηρίου και να το κάνουμε λιανά η πληροφόρηση που διαθέτει ο Διευθύνοντας Σύμβουλος μια εταιρίας, ένας θεσμικός επενδυτής, ή οποιοσδήποτε μεγαλόσχημος δεν είναι ισοδύναμη με την πληροφόρηση που διαθέτει ο μικροεπενδυτής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η κερδοσκοπική πρακτική να έχει μόνιμα χαμένους και ο λαϊκός καπιταλισμός να καταλήγει όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Βέβαια από το «μακρινό» 2001 και το ακόμα μακρύτερο χρονικά 1999 έχει κυλίσει νερό στο αυλάκι της θεσμικής θωράκισης και της ελληνικής αγοράς.
Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου αναλογιζόμενοι ότι η τοπική αγορά είναι μικρή, οι εμπλεκόμενοι πολλοί και τα χρήματα ακόμα περισσότερα, ο γνωστός δρόμος της λησμονιάς φαντάζει μονόδρομος.


ΥΓ. Αναζητήστε σε DVD το ντοκυμαντέρ «Enron Καρχαρίες στο δωμάτιο» ένα εξαιρετικό δείγμα στρεβλώσεων που μπορούν να παράγουν οι αγορές ελεύθερου ανταγωνισμού και παρακολουθήστε την ιστορία μονοπωλιακής συγκέντρωσης και κατάρρευσης του ενεργειακού κολοσσού Enron που επισυμβαίνει στην προηγμένη Αμερική το 2001.