Παρασκευή, Απριλίου 21, 2006

ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ


Οι ιταλικές εκλογές της 9ης Απριλίου έληξαν με οριακή νίκη του κεντροαριστερού συνασπισμού του Ρομάνο Πρόντι, παρόλη τη φθορά της διακυβέρνησης Μπερλουσκόντι και τη συστράτευση διανοούμενων και προσωπικοτήτων ευρείας αποδοχής και αναγνωρισιμότητας εναντίον του.
Τα παραπάνω με οδηγούν σε ορισμένα συμπεράσματα που δεν περιορίζονται μόνο στην Ιταλική επικράτεια, αλλά αφορούν συνολικά τη διαμάχη «Δεξιάς» και «Αριστεράς», ή Φιλελευθερισμού και Κοινοτισμού-Σοσιαλισμού, καθώς και τη θέση του ατόμου στη νεωτερική εποχή και κοινωνία.
Καταρχήν η «Αριστερά» διέρχεται μια γενικότερη κρίση εικοσιπενταετίας, η οποία έχει να κάνει με την «επιβολή» μιας κουλτούρας καταναλωτικής-ατομικής ευδαιμονίας, που δεν αφήνει ζωτικό χώρο για να αναπτυχθούν αιτήματα κοινωνικής αναστοχαστικότητας και αναδιανομής. Κομβικό σημείο σε αυτό το πρόταγμα συνιστά η ελευθερία του ατόμου, σαν ανεξαρτησία από την καταναγκαστική βούληση των άλλων σε συμφωνία με ένα γενικό νόμο και η συνακόλουθη απόσυρση από τη δημόσια σφαίρα και ο αυτοπεριορισμός του στην ιδιωτική. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο πολιτικά αρθρωμένος «αριστερός» λόγος που στοχεύει, ή θα έπρεπε να στοχεύει, στην ηθική νομιμοποίηση της έννοιας της Κοινότητας να φαντάζει είτε απόμακρος, είτε να αυτοαναλώνεται σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Η απογοήτευση από το κομματικό σύστημα και η απαξίωση των πολιτικών προσώπων, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της σχεδόν συμμετρικής δυνατότητας πληροφόρησης του μέσου πολίτη σε σχέση με το μέσο πολιτικό, είναι στοιχεία που καταμετρώνται μονόπλευρα αρνητικά, για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους, στο ισοζύγιο της «Αριστεράς».
Από την άλλη πλευρά παρατηρούμε την άνοδο ενός ρεύματος λαικίστικης «Δεξιάς», που κατανοεί την πολιτική με όρους
life style και αρέσκεται σε καταγγελτικούς λόγους, που στοχεύουν στη διέγερση των φοβικών αντανακλαστικών κοινωνικής περιθωριοποίησης των μεσο-μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων. Τυπικό παράδειγμα τέτοιας πολιτικής και μάλιστα εξαιρετικά επιτυχημένο με αγοραίους όρους, συνιστά ο Μπερλουσκόνι. Φωνές, που μπορούν να αρθρώσουν μεστό πολιτικό λόγο, είτε αριστερά του πολιτικού φάσματος βρίσκονται, είτε δεξιά, περιορίζονται, ή αυτοπεριορίζονται, σε ιδιωτικές συζητήσεις και για λόγους πολιτικού κόστους.
Από τη στιγμή λοιπόν που η πατερναλιστικής έμπνευσης Πολιτική ως Όραμα, που θέτει το πλαίσιο και ως διαδικασία διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας του Συστήματος φαίνεται να «πνέει τα λοίσθια», μήπως ήρθε η ώρα ατομικής αφύπνισης από την καταναλωτική μακαριότητα στην οποία είμαστε όλοι βυθισμένοι; Μήπως είναι καιρός να θυμηθούμε τη δημόσια πολιτική μας διάσταση, όχι πια για να προασπίσουμε την καταναλωτική μας επιδεξιότητα και ευδαιμονία, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους όρους κοινωνικής συγκρότησης και ενότητας; Καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι το να διαθέτουμε ίση ελευθερία, η προκείμενη στην οποία στηρίζεται φιλοσοφικά ο φιλελευθερισμός, δεν είναι τυπικό αλλά αξιολογικό περιεχόμενο που εκφράζει ένα δέον. Αυτό το δέον για να πραγματωθεί απαιτείται ενεργητική άσκηση της ελευθερίας μας, ή για να θυμηθούμε τον Κάντ «αναστοχαστική κρίση».
«Ήγγικεν η ώρα», το γαλλικό παράδειγμα ακόμα και ως αντιπαράδειγμα μονοδιάστατης διασφάλισης ενός ικανοποιητικού επιπέδου κατανάλωσης δεν απέχει χωρικά, ή χρονικά.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (SAMSARA)


Είδα το «Samsara» σε σκηνοθεσία Pan Nalin, με τους Christy Chung, Janayang Jinpa, Kelsang Tashi, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ταινία αναφέρεται στη ζωή των μοναχών Μαχαγιάνα και των αγροτικών κοινοτήτων στο μακρινό Λαντάκ των Ιμαλαίων. Η λέξη
Samsara στη βουδιστική ορολογία σημαίνει, τον κύκλο των αναγεννήσεων από τον οποίο επιθυμεί να δραπετεύσει το ατομικό εγώ, για να ενσωματωθεί στο παγκόσμιο εγώ, όπως ακριβώς σύμφωνα με τα λόγια που προφέρονται στην ταινία, «η σταγόνα του νερού δεν στεγνώνει όταν τη ρίξεις στη θάλασσα».
Νεαρός εκπαιδευόμενος «Λάμα» μέλος της μοναστικής κοινότητας Μαχαγιάνα, που σημαίνει το μεγάλο όχημα για όλους, έπειτα από περίοδο τριών ετών διαλογισμού πλήρους απομόνωσης επιστρέφει στο μοναστήρι, για να συνειδητοποιήσει ότι ο δρόμος της οντολογικής αρχής της «Νιρβάνα» είναι προσωρινά απρόσιτος γι' αυτόν. Αποφασίζει λοιπόν, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει το μυστικό μονοπάτι της ένωσης με το Θεό, να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία από τον ιδρυτή της Βουδιστικής θρησκείας και να προσδεθεί στο άρμα της εγκοσμιότητας. Απεκδύεται τη στολή του μοναχού και καταφεύγει στην αγροτική κοινότητα των Λαντάκ, όπου γεύεται την σαρκική ηδονή, κάνει οικογένεια και εμπλέκεται στον σισύφειο δρόμο της ανεύρεσης της ευτυχίας, που περνάει μέσα από την ατέλειωτη επιθυμία. Όταν αντιλαμβάνεται ότι «η υπερνίκηση μιας επιθυμίας ίσως είναι πιο σημαντική από την ικανοποίηση χιλίων επιθυμιών», νιώθει αρκετά ώριμος για να εγκαταλείψει την εγκόσμια περιπλάνηση και να προσδεθεί για δεύτερη φορά στο όχημα των Μαχαγιάνα. Τελευταίο εμπόδιο προς την πνευματική απελευθέρωση αποτελεί ο Μαρά, το πνεύμα του κακού, που του παρουσιάζεται με τη μορφή της γυναίκας του.
Εκπληκτική η φωτογραφία και η μουσική επένδυση της ταινίας μας μεταφέρουν τον απόηχο, από τη σοφία της μακρινής ανατολής. Εκεί, ο φυσικός νόμος υπάρχει και λειτουργεί αδιαίρετα με το Ντάρμα, τον κανόνα της αρετής, σαν σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Ιδιαίτερα επίκαιρο το μήνυμα για το Δυτικό πολιτισμό δε νομίζετε;

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ)


Είδα τους Συνήθεις Εραστές του Phillipe Garrel με τον Louis Garrel γιο του σκηνοθέτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του εξεγερμένου νέου.
Η ταινία αποτίνει φόρο τιμής και παράλληλα συνιστά μια ψύχραιμη αποτίμηση της πορείας των περιπλανώμενων εξεγερθέντων ονειροπόλων του 1968 που σημάδεψαν το Παρίσι, την Ευρώπη και τις καρδιές των απανταχού καλλιτεχνών ζωής του 20ου αιώνα. Για την ιστορία τα γεγονότα του 1968 στο Παρίσι ξεκίνησαν όταν αμέσως μετά την πορεία, της εργατικής Πρωτομαγιάς, ο ηγέτης των αριστερών φοιτητικών παρατάξεων, ο κόκκινος Ντάνι, τέθηκε επικεφαλής φοιτητικής πορείας και συγκρούστηκε με τις δυνάμεις της αστυνομίας στο Καρτιέ Λατέν. Τις επόμενες ημέρες, ο επαναστατικός αναβρασμός με σύνθημα, «ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιζητούμε το ανέφικτο» εξαπλώνεται παντού. Ξεσπούν διαδηλώσεις και στις 10 Μαίου, υψώνονται τα πρώτα οδοφράγματα στο Παρίσι. Ξημερώματα της 11ης Μαίου, η αστυνομία εξαπολύει αντεπίθεση και ακολουθούν πολύωρες συγκρούσεις με απολογισμό πάνω από χίλιους τραυματίες και 80 καμένα αυτοκίνητα. Στις 14 Μαίου, η Σορβόνη ανακηρύσσεται από τους φοιτητές ανεξάρτητη κοινότητα, ενώ ακολουθεί η κήρυξη γενικής εργατικής απεργίας. Μετά αρχίζει ο πανικός των αστών. Το γαλλικό φράγκο καταρρέει, οι συγκοινωνίες παραλύουν και ο στρατηγός Ντε Γκώλ, αφού κάνει έκκληση στη «σιωπηλή πλειοψηφία», εγκαταλείπει το Παρίσι. Στις 30 Μαίου, μια μέρα μετά τη φυγή του Ντε Γκώλ ένα εκατομμύριο Παρισιάνοι της «σιωπηλής πλειοψηφίας» διαδηλώνουν στους δρόμους, υπέρ της επιστροφής στην τάξη και αρχίζει η σταδιακή εκτόνωση της κατάστασης. Επανερχόμενοι τώρα στην ταινία θα λέγαμε ότι αποτελείται δομικά από δυό κεντρικά μέρη. Στο πρώτο μέρος, παρακολουθούμε μια ομάδα νεαρών εμφορούμενων από διονυσιακή διάθεση αλλαγής των πάντων να συμμετέχουν στο στήσιμο των οδοφραγμάτων και στις συγκρούσεις που ξεσπούν με την αστυνομία, ξημερώματα της 11ης Μαίου στο Παρίσι. Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε την πορεία και τα αδιέξοδα της ομάδας των επαναστατημένων νεαρών, με φόντο το μετεπαναστατικό Παρίσι. Κεντρικά πρόσωπα είναι ο ευαίσθητος ποιητής Φρανσουά, που αναρωτιέται για το νόημα της επανάστασης, ο κομφορμιστής και κυνικός Αντουάν, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η δική του επανάσταση ολοκληρώθηκε «όταν κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του και έφτιαξε το δικό του βασίλειο χωρίς κανόνες», καθώς και η γεμάτη περιέργεια για τις εμπειρίες της ζωής Λίλ,
alter ego και ζευγάρι με τον Φρανσουά. Η παρέα, μετά από αδιέξοδες συνευρέσεις και έχοντας παραδοθεί στην εξερεύνηση της ατομικής ουτοπίας, μέσα από τη χρήση οπίου, διαλύεται. Ο Αντουάν δραπετεύει στο Μαρόκο, η Λίλ φεύγει στη Νέα Υόρκη και ο Φρανσουά ο μόνος αμετανόητα ονειροπόλος, που έχει πάρει στα σοβαρά την επανάσταση για το προλεταριάτο ερήμην του, αναγνωρίζει την αδυναμία του να υπάρξει χωρίς το όνειρο. Γι’ αυτόν η επανάσταση συνεχίζεται....Για τους υπόλοιπους η επανάσταση ματαιώνεται.
Η ταινία για όσους θελήσουν να την παρακολουθήσουν, δεν είναι «εύκολη» έχει συνολική διάρκεια τρείς ώρες και αφηγείται κυρίως με εικόνες, ασπρόμαυρες εικόνες, μια «αργά» κινούμενη ιστορία, που δεν ακολουθεί αυστηρά τους κανόνες του μοντάζ συνέχειας. Το πρώτο μέρος, με τα «ακίνητα» μονοπλάνα μακράς διάρκειας, αποτίνει φόρο τιμής στις πρώτες ταινίες του Ιταλικού νεορεαλισμού και στον πρόδρομο του το σινεμά βεριτέ, με σημείο αναφοράς τις ταινίες του
Martoglio. Το δεύτερο μέρος αποτίνει φόρο τιμής στη γαλλική nouvelle vague, κινηματογραφικό κίνημα που βασίστηκε στις νεωτερικές απόψεις του Bazin, σχετικά με το βάθος πεδίου, καθώς και στα διδάγματα του ιταλικού νεορεαλισμού. Η επιλογή ασπρόμαυρης φωτογραφίας συμβάλει τα μέγιστα στην αποστασιοποίηση από το παρόν και την ανάδυση ενός παρελθόντος «ονειρικού» χρόνου, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η ταινία απέσπασε το αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας και βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2005, για την εκπληκτική ρευστότητα των μαυρόασπρων εικόνων και την εξαίρετη καλλιτεχνική συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας
William Lubtchansky στο τελικό αποτέλεσμα.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (THE KING)


Είδα το «The King» του James Marsh με τον Gael Garcia Bernal και τον William Hurt, στούς πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ιστορία αναφέρεται σε νεαρό νόθο γιο νυν ιεροκήρυκα με μια πόρνη, ο οποίος μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, σπεύδει να γνωρίσει τον πατέρα του. Ο πατέρας, έχοντας αποστραφεί τον προηγούμενο «αμαρτωλό» βίο και έχοντας δημιουργήσει νέα οικογένεια με δυο παιδιά αποκηρύσσει για δεύτερη φορά τον «καρπό» της αμαρτίας. Η ενέργεια αυτή ανοίγει τον ασκό του Αιόλου καθώς ο νεαρός γεμάτος από εκδικητική μανία, απέναντι στον πατέρα του, καταστρώνει με τελετουργική μαεστρία εκδίκηση θανάτου. Διακορεύει αρχικά τη δεκαεξάχρονη ετεροθαλή αδερφή του. Στη συνέχεια σκοτώνει και εξαφανίζει το πτώμα του ετεροθαλούς αδερφού του. Μαθαίνοντας για την εγκυμοσύνη της ερωμένης του εκμεταλλεύεται τη συναισθηματική της αστάθεια και την καθιστά συνένοχο στο φόνο, εκμυστηρευόμενος την αλήθεια σχετικά με την εξαφάνιση του αδερφού της. Ο πατέρας, αναγνωρίζοντας «θεικό» σημάδι στην εξαφάνιση του γιού προσκαλεί τον «καρπό» της αμαρτίας στο σπίτι του και του προσφέρει θέση στην οικογένεια. Από το σημείο αυτό η ολοκλήρωση της διαδρομής έκπτωσης-εξιλέωσης δεν απέχει παρά ένα βήμα.
Η ταινία ασκεί κριτική στον πυρήνα της Αμερικάνικης καπιταλιστικής δομής, την προτεσταντικής έμπνευσης πατριαρχική οικογένεια η αναπαραγωγή της οποίας στηρίζεται στην αφοσίωση τη σκληρή εργασία και τη φειδώ. Από τη στιγμή που η θεική βούληση είναι απροσπέλαστη η εγκόσμια επιτυχία αποτελεί τον ηθικό προορισμό του ανθρώπου, έτσι ώστε μέσω αυτής να αναγνωριστεί ως εκλεκτός του θεού. Κυρίαρχη φιγούρα και ηθικός ρυθμιστής του συστήματος καθίσταται ο «Πατέρας», καθώς είναι ο δείκτης της εγκόσμιας επιτυχίας, μέσα από την σκληρή εργασία και ταυτόχρονα εγκόσμιος αποδέκτης της αφοσίωσης. Έτσι όμως, διαρρηγνύεται η έννοια της ισότητας, τόσο στους κόλπους της κοινότητας ανάμεσα στους επιτυχημένους και αποτυχημένους, όσο και στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στον πατέρα και τους υπόλοιπους και μάλιστα με ηθικά νομιμοποιημένο τρόπο. Σκεφτείται λίγο πως αντιμετωπίζει η σύγχρονη Αμερική τις οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες καθώς και την αφοσίωση στα πάσης φύσης οικονομικά σύμβολα, που αναγορεύονται σε κοινωνικά σύμβολα χωρίς ίχνος αναστοχαστικής κρίσης.
Το κενό ισότητας και ηθικής τεκμηρίωσης έρχεται να καλύψει στην ταινία ο «καρπός» της αμαρτίας ένας σύγχρονος πλάνητας, ο οποίος σε μιας φροϋδικής έμπνευσης κίνηση πατροκτονίας αυτοαναγορεύεται βασιλιάς στη θέση του βασιλιά, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στους επιτυχημένους και τους αποτυχημένους, ανάμεσα στον «Πατέρα», ερμηνευτή της ιστορίας και τους άλλους. Κατεχόμενος από ενόρμηση θανάτου, όπως θα έλεγε και ο πατέρας της ψυχανάλυσης, σφιχταγκαλιασμένης με την ενόρμηση ζωής, ασκεί βία για να δημιουργήσει κοινωνική τάξη και στη συνέχεια, μέσω της εξομολόγησης, αποζητά τη νομιμοποίηση της πράξης του από τον κατεξοχήν θεματοφύλακα ηθικών αξιών, δηλαδή την εκκλησία. Ταυτόχρονα, καθιστά ευκρινές το ακριβές αντίτιμο της συγχώρεσης, το οποίο καλείται να μοιραστεί με τον ηθικό αποδέκτη της βίας.
Εξαιρετικό το σενάριο, ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια τα θεμέλια του προτεσταντικής έμπνευσης Αμερικάνικου Ονείρου χωρίς ίχνος μελοδραματικής έξαρσης.
Η κινηματογραφική κάμερα κινείται με γρήγορους ρυθμούς, εστιάζοντας στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και διευρευνώντας τον ψυ
xολογικό αντίκτυπο των πράξεών τους. Στο «πετσί» του πρωταγωνιστικού ρόλου ο Bernal, υποδύεται τον εκδικητή Άγγελο με το καθαρό γυάλινο βλέμμα, στο οποίο καθρεφτίζεται η «ιερότητα» του επιτελούμενου ανοσιουργήματος, συνεπικουρούμενος από τον William Hurt στο ρόλο του πατέρα – ιερέα, επιφορτισμένου να αποκρυπτογραφεί το λόγο του Ύψιστου.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ)


Είδα την «Ανθρωποκτονία» (Drabet) του Δανού Per Fly με τους Jesper Christensen, Pernilla August, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ταινία παρακολουθεί την πορεία προσωπικής απαξίωσης ενός «αριστερού» καθηγητή Κοινωνιολογίας. Όλα ξεκινούν με τη δολοφονία ενός παντρεμένου φρουρού σε εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού, από μια ομάδα ακτιβιστών οι οποίοι εισβάλουν στο εργοστάσιο και προχωρούν σε βανδαλισμούς, με σκοπό την κοινωνική κατάδειξη και διαμαρτυρία. Μέλος της ομάδας των ακτιβιστών και φυσικός αυτουργός της δολοφονικής πράξης είναι πρώην μαθήτρια και νυν ερωμένη του καθηγητή. Οι ακτιβιστές συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη φυλακή.
Από το σημείο αυτό ο καθηγητής θέτει τον εαυτό του ως ενεργό υποκείμενο μέσα στη «ροή» της ιστορίας καλούμενος να δώσει άμεση απάντηση σε πολιτικά και ιδεολογικά διλλήματα, τα οποία σημαδεύουν οριστικά τη ζωή του. Νομιμοποιείται η εγκατάλειψη της ερωμένης στην κρίσιμη στιγμή για να μην τρωθεί το κύρος και η υπόληψη του οικογενειάρχη καθηγητή; Νομιμοποιείται ο συμψηφισμός θυμάτων και η ένταξή τους στις παράπλευρες απώλειες ενός ακήρυχτου πολέμου; Ο καθηγητής, απαντώντας αρνητικά στην πρώτη ερώτηση και «επιφυλακτικώς» αρνητικά στη δεύτερη, διαλύει την ατμόσφαιρα γαλήνιας απραξίας που βασιλεύει στο σπίτι του, εγκαταλείποντας τη σύζυγό του και αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην ψυχολογική υποστήριξη και υπεράσπιση της ερωμένης του. Η τελευταία ενέργεια έχει σαν αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το σχολείο που εργαζόταν επειδή εκλαμβάνεται σαν ιδεολογικός αρωγός τρομοκρατών.
Το πρώτο μέρος της ταινίας ολοκληρώνεται με τη διεξαγωγή της δίκης για τη δολοφονία του φύλακα-φρουρού, όπου δικαιώνεται η ακολουθούμενη κοινή γραμμή άγνοιας από την ομάδα των ακτιβιστών σχετικά με το φυσικό αυτουργό του φόνου, με αποτέλεσμα να αφεθούν όλοι ελεύθεροι έχοντας εκτίσει την προβλεπόμενη για τους βανδαλισμούς ποινή. Ελεύθερο το ζευγάρι ακτιβίστριας και καθηγητή, εγκαθίσταται στο σπίτι του τελευταίου.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται βήμα προς βήμα, η προσωπική πορεία του καθηγητή προς την έκπτωση. Αρχικά ο αναφερόμενος, από ιδεολογικός συνοδοιπόρος και «ηθικός» αρωγός, στην ελευθερία δράσης της νεαρής ακτιβίστριας αυτοναγορεύεται σε «φρουρό» της δημιουργηθείσας οικογενειακής τάξης απωθώντας, τόσο τη χήρα του σκοτωμένου φρουρού που εκλιπαρεί για την αλήθεια, όσο και το νεαρό συνεργό με τον οποίο έχει αναπτυχθεί «τρυφερή» φιλία. Αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στο ρόλο του περιφρουρητή και συνειδητοποιώντας την κοινωνική του αποξένωση διώχνει την ερωμένη του και ακολουθεί μια διαδρομή συναισθηματικής περιπλάνησης, μετάνοιας και απόρριψης με αρχικό αποδέκτη την πρώην σύζυγο, στη συνέχεια την ερωμένη, για να καταλήξει στην εισαγγελία, όπου καταγγέλει την τελευταία ως φυσικό αυτουργό του φόνου.
Το σενάριο αποφεύγοντας την εύκολη υπόδειξη καλών και κακών χαρακτήρων συνιστά υπόδειγμα δραματουργικής επεξεργασίας και ψυχολογικής εξέλιξης. Τα μηνύματα που εκπέμπει δεν είναι εύκολα αποκωδικοποιήσιμα και σίγουρα δεν εξαντλούνται στα προφανή. Στέκομαι στα πιο σημαντικά κατά τη γνώμη μου: Πρώτον, η ηθικολογική αναδίπλωση και η καταγγελτική στάση του καθηγητή δεν είναι απόρροια του χαμένου του εγωισμού, αλλά συνέπεια μιας περισσότερο ουσιαστικής και βαθιάς διαδικασίας, που ξεκινά σαν ψυχολογική ανισορροπία, ελλείψει κοινωνικού ερείσματος, για να καταλήξει στην «υπαρξιακή» κρίση εξαιτίας της οριστικής απώλειας νοήματος. Ο Δανός φιλόσοφος
Kierkegaard αναφέρει. «Δεν υπάρχει λύση στο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης, παρά μόνο με την άσκηση της ελεύθερης επιλογής. Το αποτέλεσμα των επιλογών μας καταγράφεται οριστικά στην Ιστορία. Η ηθική στάση αποτελεί έσχατη λύση επειδή είναι η μόνη που αναγνωρίζεται ανοιχτά, το παράλογο της επιλογής της». Δεύτερον, η ανάγνωση της ιστορίας σαν τελολογίας, που μέσω της διαλεκτικής της σύνθεσης οδηγεί σε ανώτερο επίπεδο ορθολογικής θεμελίωσης, είναι θεολογία με άλλο ένδυμα, όπου στο τέλος της διαδρομής προβάλλεται ο ορθός λόγος, αντί για το θεό. Τρίτον, η ίδια η διαλεκτική σαν μεθοδολογία σύλληψης του ιστορικού «γίγνεσθαι» είναι ελλιπής, από τη στιγμή που η σχέση αιτίου - αποτελέσματος είναι ανατροφοδοτούμενη και ασυνεχής.
Η σκηνοθεσία «πιστή» στο σενάριο, αποτυπώνει με λιτά μέσα τη διαδρομή προσωπικής έκπτωσης. Βασική τεχνική χρήση της κάμερας, αργοί ρυθμοί, αρκετά κοντινά πλάνα που διερευνούν τον ψυχισμό των ηρώων, υιοθέτηση μουντών χρωμάτων στα εσωτερικά γυρίσματα, διασφαλίζουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Εξαιρετικός ο
Jesper Christensen στο ρόλο του καθηγητή.

Τρίτη, Απριλίου 11, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Enron-Καρχαρίες στο Δωμάτιο)

Είδα το ντοκυμαντέρ «Enron Καρχαρίες στο Δωμάτιο» του Alex Gibney με πρωταγωνιστές τα ίδια τα πρόσωπα που συντάραξαν την Αμερική το 2001.
Το ντοκυμαντέρ «παρακολουθεί» με ιδιαίτερα σκωπτική ματιά την ιλιγγιώδη πορεία του αμερικάνικου ενεργειακού κολοσσού
Enron με έδρα το Τέξας προς την πτώχευση. Ενδιάμεσοι σταθμοί σε αυτό το αδιέξοδο ταξίδι συνιστούν, η μετάλλαξη της Enron από εταιρία εξόρυξης και διάθεσης αργού πετρελαίου σε «Χρηματιστήριο» παραγώγων τιμών πετρελαίου, η αγορά διυλιστηρίων στη δύσκολη αγορά της Ινδίας και η επέκτασή της στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όλες αυτές οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν από τη Διοίκηση με μοναδικό στόχο το «φούσκωμα» της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της Εταιρίας. Οι ζημιές περασμένων χρήσεων, που εν των μεταξύ συσσωρεύονταν, μεταφέρονταν, μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο, σε ανύπαρκτες θυγατρικές εταιρίες, οι οποίες στηρίζονταν οικονομικά με εγγυητικές επιταγές της μητρικής Εταιρίας. Παράλληλα, στήνεται ένας ολόκληρος μηχανισμός διαφήμισης της «ελκυστικότητας» της μετοχής της Enron, που επικοινωνείται επιδέξια μέσα από τα Μ.Μ.Ε. σε ολόκληρη την αγορά.
Όσο για τους περίφημους μηχανισμούς αυτορρύθμισης του συστήματος; Εδώ έχουμε πολλά να πούμε. Οι ορκωτοί ελεγκτές, υπεύθυνοι με βάση τη νομοθεσία για την ακριβοδίκαιη παρουσίαση των στοιχείων στις Οικονομικές καταστάσεις σιωπούν, εξαγορασμένοι με «χρυσά» συμβόλαια. Οι δικηγόροι σιωπούν για τον ίδιο λόγο. Οι μηχανισμοί πληροφόρησης του κοινού, δηλαδή τα Μ.Μ.Ε., σιωπούν εκκωφαντικά και όποιος δημοσιογράφος τολμήσει να θέσει ενοχλητικά ερωτήματα χάνει τη θέση του. Οι πολιτικοί, θεματοφύλακες της εύρυθμης λειτουργίας του Συστήματος δεμένοι με παχυλές επιχορηγήσεις της προεκλογικής τους καμπάνιας φυσικά και σιωπούν, ή μάλλον, «μιλούν» την κατάλληλη στιγμή, ψηφίζοντας το νόμο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην πολιτεία της Καλιφόρνια και δίνοντας τη δουλειά στην
Enron.
Στα ανατριχιαστικά της υπόθεσης ο καταναλωτικός εκμαυλισμός των εργαζομένων, που φτάνει στα όρια της παράνοιας μέσα από το χαρακτηριστικό παράδειγμα των εταιρικών
Traders, οι οποίοι «νουθετώντας» τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Καλιφόρνια προκαλούν συνεχόμενα blackout, με τα οποία καταφέρνουν να εκτινάξουν την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και των κερδών της Εταιρίας στα ύψη.
Εφόσον λοιπόν η αγορά είναι κλίμα, το οποίο διαμορφώνεται με βάση τις προσδοκίες, δημιουργείται ένας ύστατος μηχανισμός χρηματοδότησης - στήριξης της απάτης, μέσα από τη σύσταση κερδοσκοπικού
fund, στο οποίο συμμετέχει η αφρόκρεμα του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος.
Αποτέλεσμα όλων αυτών; Μερικές χιλιάδες εργαζομένων έμειναν άνεργοι μέσα σε μια νύχτα. Δυο δισεκατομμύρια δολλάρια, που αφορούσαν σε αποζημιώσεις και σε δικαιώματα συνταξιοδότησης των υπαλλήλων χάθηκαν, ενώ την ίδια στιγμή τα μέλη της Διοίκησης και το ανώτατο επιτελικό προσωπικό εισέπραξαν 116 εκατομμύρια δολλάρια υπό τη μορφή
bonus. Εκατοντάδες χιλιάδες επενδυτές έχασαν τις οικονομίες τους στη Wall Street (μήπως μας θυμίζει κάτι από το ελληνικό πρόσφατο παρελθόν;), ενώ την ίδια ώρα ο πρόεδρος και ο Διευθύνοντας Σύμβουλος ξεφορτώνονταν μετοχές αξίας τριακοσίων εκατομμυρίων δολλαρίων έκαστος, ακουλουθούμενοι από τον Οικονομικό Διευθυντή, που ρευστοποίησε μετοχές εβδομήντα εκατομμυρίων δολλαρίων. Το κόστος για την πολιτεία της Καλιφόρνια, από τα συνεχόμενα blackout και την αύξηση της τιμής της μονάδας ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε στα είκοσι δισεκατομμύρια δολλάρια.
Εποικοδομητικό επιμύθιο. Η ιδέα του ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς, όπως αποτυπώνεται μέσα από το μηχανισμό προσφοράς και ζήτησης, όπου όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες ενσωματώνονται στην τιμή είναι ανεπαρκής, από τη στιγμή που υπάρχει ασυμμετρία στην πληροφόρηση μεταξύ των ενδιαφερομένων. Για τους αναφερόμενους λόγους και για τους περισσότερο αδαείς, αναδιανομή εισοδήματος μέσω χρηματιστηρίου, δηλαδή «λαϊκός» καπιταλισμός στα καθ’ ημάς, δεν υφίσταται.

Λειτουργική η σκηνοθεσία, αν και εξαιτίας της πολυπλοκότητας του θέματος δεν αποφεύγεται σε μερικές στιγμές η πλατυρρημοσύνη.

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (INSIDE MAN)


Είδα το Inside Man του Spike Lee με τον Clive Owen στο ρόλο του πρωταγωνιστή, τον Denzel Washington στο ρόλο του ειδικού διαπραγματευτή της αστυνομίας και την εμφανώς γερασμένη Jodie Foster στο ρόλο του ανεπίσημου διαπραγματευτή.
Η ιστορία αναφέρεται στη ληστεία ενός υποκαταστήματος της Τράπεζας
Manhattan. Η ομάδα των ληστών ενδεδυμένοι μπογιατζήδες, αφού πρώτα απενεργοποιήσουν το σύστημα εσωτερικής παρακολούθησης, συλλαμβάνουν ομήρους τους υπαλλήλους και τους πελάτες και κλειδώνονται όλοι μαζί στο εσωτερικό της. Στη συνέχεια, υποχρεώνουν τους ομήρους να φορέσουν και αυτοί στολές μπογιατζήδων, ενώ στέλνουν τελεσίγραφο στις αστυνομικές δυνάμεις που έχουν εν των μεταξύ κυκλώσει την Τράπεζα, να εξασφαλίσουν την ασφαλή τους έξοδο από τη χώρα εντός οκταώρου, ειδάλλως θα σκοτώνουν έναν όμηρο το λεπτό μετά το πέρας της χρονικής διορίας. Το προβλέψιμο της εξέλιξης αρχίζει να ανατρέπεται από τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Τράπεζας δείχνει να εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι για τα χρήματα που βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο και τους ομήρους, αλλά για το περιεχόμενο τραπεζικής θυρίδας όπου βρίσκεται φυλαγμένο έγγραφο-ντοκουμέντο, με βάση το οποίο αναγνωρίζεται ως συνεργάτης των Ναζί και θεματοφύλακας κλεμμένης εβραϊκής περιουσίας κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Από το σημείο αυτό και μετά οι βεβαιότητες, ως προς το διακύβευμα της ληστείας και τον τρόπο διαφυγής των ληστών, αρχίζουν να ανατρέπονται. Ταυτόχρονα, τίθεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος ψυχολογικής φθοράς μεταξύ των ληστών, του ειδικού διαπραγματευτή της αστυνομίας και του ανεπίσημου διαπραγματευτή, ο οποίος κορυφώνεται με την εκτέλεση, ως προειδοποίηση, ενός από τους όμηρους.
Το σενάριο οργανώνεται λειτουργικά πάνω στην έννοια του σασπένς, με βάση τα στοιχεία που τίθενται στη διάθεση του θεατή στην εναρκτήρια σκηνή-μονόλογο. Αυτός είναι ο καταλύτης που κάνει την ιστορία να ξεκινήσει. Ένα παιχνίδι ισχύος αναπτύσσεται ανάμεσα σε κλέφτες και αστυνόμους με συνεχείς ανατροπές, ως προς την έκβασή του. Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στο φινάλε όπου μέσα από μια ακόμα έκπληξη τίθεται το σωστό πλαίσιο ερμηνείας της αρχικής σκηνής και επαληθεύεται πανηγυρικά η εισαγωγική ρήση του αρχηγού των ληστών, περί «τέλειας ληστείας». Μέχρι εδώ όλα καλά. Όμως, η αποκλειστική εξάρτηση της δράσης από την ψυχολογική ένταση που δημιουργούν η αιωρούμενη αίσθηση του σασπένς και οι συνεχείς ανατροπές είναι το μελανό σημείο της ιστορίας. Ένα δευτερεύον σεναριακό κενό εντοπίζεται στην αδυναμία επαρκούς ενσωμάτωσης της προσωπικής ιστορίας του προέδρου της Τράπεζας στη συνολική αφήγηση.
Η σκηνοθεσία με συνεχείς εναλλαγές πλάνων και σωστή αίσθηση ρυθμού κατορθώνει να υπερβεί τις σεναριακές ατέλειες, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος της μουσικής επένδυσης στο συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα. Οι τρεις κορυφαίοι ηθοποιοί του
cast στέκονται στο ύψος των περιστάσεων χωρίς όμως κάποια εξαιρετική ερμηνεία.
Η συνέχεια.... επί της οθόνης.....

Σάββατο, Απριλίου 01, 2006

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (CASANOVA)


Είδα τον «Casanova» του Lasse Hallstrom, με τον Heath Ledger και τη Sienna Miller, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βενετία το 1753.
Παραμονές του φημισμένου Βενετσιάνικου καρναβαλιού ο
Casanova απολαμβάνοντας τη φήμη του ως εκμαυλιστή ηθών και ευρισκόμενος υπό την υψηλή προστασία του Δόγη αποφασίζει να λογοδοθεί, έτσι ώστε να πάψει να προκαλεί το κοινό αίσθημα με τον έκλυτο βίο του. Παράλληλα όμως γοητεύεται από το alter ego του μια θηλυκή εκδοχή Λιμπερτίνου, η οποία αγωνίζεται για τη χειραφέτηση των γυναικών και συγγράφει πονήματα κατά της φαλλοκρατίας με ανδρικό ψευδώνυμο. Τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο όταν στην πόλη καταφθάνουν, Γενουάτης μεγαλέμπορος, με σκοπό να παντρευτεί την όμορφη φεμινίστρια και Ιεροεξεταστής αντιπρόσωπος του Πάπα, με στόχο να θέσει τέρμα στην ηθική παρακμή της πόλης συλλαμβάνοντας, τόσο τον Casanova, όσο και τον συγγραφέα που αγωνίζεται υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης. Εκεί με φόντο το καρναβάλι ο Casanova επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής μεταμόρφωσης, καθώς συστήνεται στον μεγαλέμπορο ως ο συγγραφέας που αγωνίζεται για τα γυναικεία δικαιώματα και αναλαμβάνει την αισθητική του αναμόρφωση, ενώ στην οικογένεια της όμορφης φεμινίστριας και στον Ιεροεξεταστή συστήνεται ως ο μεγαλέμπορος, που έχει έρθει για να την παντρευτεί. Το πέπλο του μυστηρίου πέφτει κατά τη διάρκεια του ετήσιου χορού μασκαράτας, που διοργανώνεται στο palazzo των Δόγηδων, όπου ο Casanova συλλαμβάνεται. Από εκεί και μετά, ο θείος έρωτας και η αγάπη στην πιο ανόθευτη μορφή της εμφανίζονται σαν απομηχανής θεοί για να λύσουν ένα προς ένα τα δεσμά και να ελευθερώσουν τον πρωταγωνιστή.
Η ιστορία αν και φανταστική κατορθώνει να μεταδώσει κάτι από την ξεχασμένη τέχνη της γοητείας που τόσο επιδέξια ασκεί το διάσημο τέκνο της Βενετίας. Μιας τέχνης που δημιουργεί αισθητικά και λογικά ρήγματα απογυμνώνοντας μια κοινωνία που παραπαίει ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Γιατί μη γελιέστε, αυτό ακριβώς κάνει ο πραγματικός
Giacomo Casanova ο εραστής της ζωής που συναναστρέφεται όλες τις κοινωνικές τάξεις, ο συνομιλητής του Βολταίρου και της Μεγάλης Αικατερίνης αλλά και των ηθοποιών, των χαρτοκλεφτών και των πορνών σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο επηρμένος ιππότης Ντε Σεινγκάλτ ασυγκράτητα ματαιόδοξος, που αγαπά την κοσμική ζωή και το χρήμα που σπαταλιέται, είναι ταυτόχρονα εμβριθής μελετητής και συγγραφέας των πολωνικών εξεγέρσεων. Υπερβολικά σύγχρονος αυτός ο ασυναγώνιστος εραστής της νεότητας, που τρέφεται από την περιπέτεια, την απείθεια και τον έρωτα, κυνήγησε την τύχη του στις εσχατειές της Ευρώπης και όπως φαίνεται ακόμα την κυνηγάει αν και μάλλον κουρασμένος πια, από τις πολλές εκδοχές του μύθου που ο ίδιος, δημιούργησε.
Οι φυσικοί χώροι - ντεκόρ με την εμβληματική
piazza San Marco και τα palazzi, τα σκηνικά, τα κοστούμια, η φωτογραφία και η μουσική, κατορθώνουν να ανασυστήσουν κάτι, από την απαστράπτουσα πολυτέλεια μιας αλλοτινής Βενετίας βγαλμένης λες, από πίνακα του Βερονέζε.
Δείτε λοιπόν τον «
Casanova», αυτό το έξυπνα συσκευασμένο σύγχρονο παραμύθι, με διακριτούς ρόλους ανάμεσα σε καλούς και κακούς, με όμορφες και θαραλλέες πριγκήπισες καρδιάς και φυσικά με happy end και αφεθείτε στη μαγεία της φαντασίωσης.....

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (BOW)


Είδα την ταινία το Τόξο κορεάτικη παραγωγή σκηνοθετημένο από τον Kim Ki Duk με τους Han Yeo-Reum, Jeon Seong-Kwan, Seo Ji-Seok, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Στη ρεαλιστική της αποτύπωση η ταινία αναφέρεται στην ιστορία μιας ανήλικης που μεγαλώνει πάνω σε ένα σαπιοκάραβο στη μέση της θάλασσας, υπό το βλέμμα ενός μεσήλικα που την περιμάζεψε όταν ήταν νήπιο. Η σχέση των δυο εξελίσσεται αρμονικά μέχρι τη στιγμή που κάνουν την εμφάνισή τους στο υδάτινο καταφύγιο, άντρες που αναζητούν λίγες στιγμές ξένοιαστου ψαρέματος, μακριά από το άγχος και τη βουή των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Από το σημείο αυτό αρχίζει μια πορεία συνειδητοποίησης των δυο ερημιτών-αρνητών του σύγχρονου πολιτισμού καθώς οι επιθυμίες-ανάγκες του μικρού κοριτσιού, που έγινε εν τω μεταξύ γυναίκα αποκλίνουν απ’ αυτές του προστάτη της. Η ένταση και μαζί το βιολογικό χάσμα που τους χωρίζει κορυφώνεται όταν στο σαπιοκάραβο ανεβαίνει καλοφτιαγμένος νεαρός. Η συνάντηση αυτή αφυπνίζει ερωτικά την κοπέλλα, η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει σαπιοκάραβο και προστάτη.
Στη συμβολική της αποτύπωση η ταινία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προβληματισμού, που απορρέει από τον τρόπο με τον οποίο οι επιμέρους παραδόσεις συνομιλούν με την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα καταναλωτικής ευδαιμονίας Δυτικού τύπου. Ή, για να το θέσουμε με όρους του
Giddens, θεωρητικού της νεοτερικότητας, τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός δημιουργεί συνθήκες χωροχρονικής αποστασιοποίησης. Ιδωμένη απ’ αυτή την οπτική γωνία, η νεαρή αποτελεί ενσάρκωση της σύγχρονης Κορέας, που θα πρέπει να πορευτεί επιλέγοντας το δρόμο της ανάμεσα στην παράδοση, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του βίαιου και αμετακίνητου ως προς τις απόψεις αλλά συνάμα «οικείου» και συναισθηματικά προσανατολισμένου προστάτη και την κουλτούρα καταναλωτικής ευδαιμονίας, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του ανοιχτόμυαλου και διαλλακτικού αλλά ταυτόχρονα μη δοκιμασμένου και για αυτό το λόγο αβέβαιου ως προς τη σταθερότητα των αισθημάτων του νεαρού.
Τρία είναι κατά τη γνώμη μου τα σημεία που πρέπει να προσεχτούν στην, κατά
Duk, προβληματική περί παράδοσης και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το πρώτο αναφέρεται στον πυρήνα βίας και αυτοκαταστροφής που κρύβει μέσα του κάθε παραδοσιακός θεσμός. Το δεύτερο αναφέρεται στην νομοτελειακή εξαφάνιση της παράδοσης με το παραδοσιακό αδιάλλακτο προσωπείο της. Και το τρίτο αναφέρεται στη γονιμοποιητική επίδραση της παράδοσης, ακριβώς τη στιγμή που δείχνει να έχει ξεπεραστεί και θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί δημιουργικά το παρελθόν και το παρόν.
Ο
Kim Ki Duk είναι ένας ευφάνταστος δημιουργός σκηνών που χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη αισθητική τους. Η αισθητική του άποψη στην οποία συμβάλλει τα μέγιστα η εκπληκτικής καθαρότητας φωτογραφία, είναι απόρροια του τρόπου με τον οποίο εντάσσεται λειτουργικά η Φύση στις ταινίες του. Η ήρεμη αρμονική ομορφιά που αναδίδει το φυσικό τοπίο, επίδραση της Ινδουιστικής-Βουδιστικής παράδοσης περί συμπαντικής αρμονίας, έρχεται σε αντίθεση ή και συγκλίνει, ανάλογα τη θεματική της ταινίας, με τα ανθρώπινα πεπραγμένα. Η συγκεκριμένη ταινία αν και κατώτερη από το «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθνινόπωρο, Χειμώνας», ή «Το Νησί», περιλαμβάνει σκηνές που αναδεικνύουν το γνήσιο ταλέντο του δημιουργού. Χαρακτηριστική είναι η τελετή γονιμοποίησης της παρθένας Κορέας από το πνεύμα της παράδοσης.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (STAY)


Είδα το Stay, ένα ψυχολογικό θρίλλερ του Marc Forster με τους Ewan Mc Gregor, Ryan Gosling, Naomi Watts, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η υπόθεση αναφέρεται στην προσπάθεια ενός ψυχιάτρου να διασώσει έναν ψυχικά διαταραγμένο αλλά ευφυέστατο νεαρό σπουδαστή σχολής καλών τεχνών, από την προαναγγελόμενη αυτοκτονία. Αυτή θα πραγματοποιηθεί κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης των εικοστών πρώτων γενεθλίων του νεαρού τιμώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το πρότυπό του, ένα ζωγράφο που αυτοκτόνησε στην επέτειο των εικοστών πρώτων γελεθλίων του αφού πρώτα κατέστρεψε όλα τα έργα του. Όσο ο ψυχίατρος εμβαθύνει στον ψυχισμό του αινιγματικού νεαρού και αναζητά ψυχολογικά ίχνη στο παρελθόν του, τόσο περισσότερο αναδύεται ένα πανίσχυρο αίσθημα ενοχής. Αυτή η φρουδική ενόρμηση θανάτου που έρχεται από το υποσυνείδητο του ασθενή, υποσκάπτει το συνειδητό του θεραπευτή και αποσαθρώνει την πραγματικότητά του, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου χώρου-χρόνου, όπου το ονειρικό ενώνεται με το πραγματικό.
Το αναδυόμενο νοσηρό κλίμα που επιτείνεται όσο εξελίσεται η υπόθεση για να κορυφωθεί και να διαλυθεί σαν ομίχλη στο τέλος της ταινίας συνιστά σκηνοθετικό εύρημα, βγαλμένο από τις καλύτερες στιγμές του
David Lynch. Τα έντονα κοντινά καδραρίσματα που αναδεικνύουν το ψυχολογικό αδιέξοδο των πρωταγωνιστών, σε συνδυασμό με τους απόκοσμα φωτισμένους φυσικούς χώρους, τη μουσική που επιτείνει τις συναισθηματικές εξάρσεις, μα πάνω απ’ όλα το αριστουργηματικό μοντάζ ασυνέχειας, όπου η κάθε επόμενη σκηνή είναι χωρικά και χρονικά αποστασιοποιημένη από την προηγούμενή της, καταργούν κάθε έννοια λογικής συνέχειας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αισθήματος ψυχολογικής εξάρτησης του θεατή, από τα τεκταινόμενα στην οθόνη. Καλές ερμηνείες από το cast των πρωταγωνιστών απο τις οποίες ξεχωρίζει κατά τη γνώμη μου αυτή του Ryan Gosling.